Πόσοι Ελληνες λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά; Μήπως γίνεται υπερκατανάλωση; Και τελικά πόσοι από αυτούς πραγματικά τα χρειάζονται; Αυτά είναι μόνον μερικά από τα ερωτήματα που επανέρχονται στην επικαιρότητα κάθε φορά που ανοίγει η συζήτηση παγκοσμίως για πιθανή υπερσυνταγογράφηση φαρμακευτικών σκευασμάτων που επιχειρούν να… θεραπεύσουν την ψυχή.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας το 5% του παγκόσμιου πληθυσμού υπολογίζεται πως παλεύει με το ψυχολογικό «μαύρο» που προκαλεί η κατάθλιψη. Η εικόνα δεν διαφέρει σημαντικά στη χώρα μας, καθώς εκτιμάται πως περίπου 4% Ελληνες συμβιώνουν τη συγκεκριμένη διαταραχή και συνεπακόλουθα δύνανται δυνητικά να λαμβάνουν αγωγή.
Εν τούτοις τα αντικαταθλιπτικά χορηγούνται και για την αντιμετώπιση άλλων ψυχιατρικών διαταραχών, όπως είναι για παράδειγμα η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, από την οποία υποφέρει το 0,5%-1% του πληθυσμού. Μάλιστα, στις πιο βαριές περιπτώσεις συχνά χρειάζεται διπλάσια δόση, όπως εξηγούν οι ειδικοί, ώστε να ελεγχθούν τα συμπτώματα των ασθενών – σε σύγκριση πάντα με τα άτομα που έχουν διαγνωστεί με ήπια ή βαριά κατάθλιψη.
Παράλληλα όμως στη λίστα των διαταραχών που μπορεί να χορηγηθούν αντικαταθλιπτικά συμπεριλαμβάνεται και η διπολική διαταραχή (στη χώρα μας έχουν διαγνωστεί με τη συγκεκριμένη πάθηση περί τα 40.000 άτομα) αλλά και η σχιζοφρένεια.
Υπό τα δεδομένα αυτά, η λήψη αντικαταθλιπτικών από 350.000-400.000 Ελληνες, συστηματικά ή μη, αποτελεί ένα δεδομένο που φαίνεται να τεκμηριώνεται επιστημονικά.
Εν τούτοις, αναζητώντας κανείς ιστορικά τις περιόδους όπου ο δείκτης της χρήσης αντικαταθλιπτικών διαγράφει ανοδική πορεία διαπιστώνει πως οι εξωγενείς κρίσεις φαίνεται να διαδραματίζουν έναν σημαντικό παράγοντα.
Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με τα δεδομένα του ΟΟΣΑ, η χρήση αντικαταθλιπτικών διπλασιάστηκε την περίοδο 2000-2017. Αυτό σύμφωνα με τους συγγραφείς της έκθεσης μπορεί να οφείλεται αφενός στην καλύτερη διάγνωση των περιστατικών και αφετέρου στην ευκολότερη πρόσβαση στις προσφερόμενες θεραπείες. Ωστόσο αρκετοί ήταν οι ειδικοί που συμπεριέλαβαν στους λόγους και την επίδραση της οικονομικής κρίσης στην ψυχολογία του πληθυσμού.
Κρίση – lockdown
Αναλυτικότερα, το 2017 τα στοιχεία της ίδιας έκθεσης έδειχναν πως σε αναλογία 55 Ελληνες στους 1.000 καταναλώνουν τα συγκεκριμένα φάρμακα σχεδόν σε καθημερινή βάση. Ομως το 2002 δεν φαίνεται να ξεπερνούσαν τους 25. Πάντως, είναι σημαντικό να σημειωθεί πως αντίστοιχες ήταν και οι διαπιστώσεις για την Ιταλία και την Πορτογαλία που επίσης κλυδωνίζονταν από την οικονομική κρίση.
Αντίστοιχα, τα δεδομένα από τα αστικά λύματα την περίοδο του lockdown… μαρτύρησαν επίσης περιστασιακή αύξηση. H παρατήρηση αυτή ωστόσο δεν προκαλεί έκπληξη: Σύμφωνα με τον ΠΟΥ τα χρόνια της πανδημίας τσαλάκωσαν την ηρεμία και το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών με αποτέλεσμα την αύξηση 25% στον επιπολασμό του άγχους και της κατάθλιψης παγκοσμίως.
Την ίδια περίοδο έρευνα της διαΝΕΟσις έδειξε πως το ποσοστό των ατόμων που δήλωσε ότι κατά τους τελευταίους 12 μήνες έπασχε από κατάθλιψη ανήλθε στο 12%, ποσοστό ιδιαίτερα αυξημένο σε σύγκριση με τα ευρήματα των Ερευνών Υγείας της ΕΛΣΤΑΤ για τα έτη 2019 και 2014 (3,8% και 4,7% αντίστοιχα). Επιπρόσθετα, το ποσοστό των ατόμων που δήλωσαν ότι έπασχαν από αγχώδεις διαταραχές ήταν 26,1%, επίσης πολύ αυξημένο σε σύγκριση με το αντίστοιχο της Ερευνας Υγείας του 2019 της ΕΛΣΤΑΤ (5,6%).
πηγη: tanea.gr