Σάββατο
23
Νοέμβριος
TOP

Νέος κατώτατος μισθός: Αυτά είναι τα «αγκάθια» και τα νέα δεδομένα

Ξεκινά η διαδικασία για τον καθορισμό του, όμως ύφεση και ανεργία δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για την αύξησή του

Τη σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα της οικονομίας σηματοδοτεί, σύμφωνα με κυβερνητικούς κύκλους, η απόφαση για την εκκίνηση της διαδικασίας καθορισμού του νέου κατώτατου μισθού που θα τελεσφορήσει στα μέσα Ιουλίου.

Μετά τις τρεις συνεχείς αναβολές, καθώς το τοπίο στην αγορά εργασίας ήταν αχαρτογράφητο εξαιτίας της πανδημίας και των μέτρων στήριξης, το Μέγαρο Μαξίμου έδωσε το πράσινο φως εκτιμώντας ότι η επανεκκίνηση του διαλόγου θα επηρεάσει θετικά την ψυχολογία της αγοράς.

Για να γύρει η ζυγαριά προς την τελική απόφαση, συνυπολογίστηκαν τρία δεδομένα:

Α) Δεν θα μπορεί να αναβάλλεται επ’ αόριστον η διαδικασία και να μην εφαρμόζεται ο νόμος.

Β) Οι επιστημονικοί φορείς θα παρουσιάσουν τις μελέτες τους αποτυπώνοντας επικαιροποιημένα στοιχεία για την πορεία της οικονομίας και της απασχόλησης. Οι μελέτες θα λάβουν υπόψη τι έχει μεσολαβήσει τα τελευταία δύο χρόνια θέτοντας έτσι μια νέα βάση για τη σύγκριση των οικονομικών μεγεθών καθώς και για μελλοντικές εκτιμήσεις.

Γ) Η διαδικασία θα ολοκληρωθεί ούτως ή άλλως στα μέσα Ιουλίου, οπότε και θα έχει προχωρήσει μέχρι τότε σε σημαντικό βαθμό η αποσωλήνωση της οικονομίας από τον κρατικό αναπνευστήρα.

Επιπλέον, ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης καθόρισε νέο χρονοδιάγραμμα για τη διαδικασία. Ο διάλογος θα ξεκινά πλέον κάθε άνοιξη και θα ολοκληρώνεται κάθε καλοκαίρι. Επομένως, η πρώτη σχετική απόφαση θα ληφθεί το φετινό καλοκαίρι και η επόμενη το καλοκαίρι του 2022, οπότε θα έχουν δημιουργηθεί στη μετά COVID εποχή ευνοϊκότερες προϋποθέσεις σε σχέση με τον κατώτατο μισθό. Το ύψος του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, σύμφωνα με τον νόμο, πρέπει να καθορίζεται «λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και των μισθών».

Είναι προφανές ότι με την τρέχουσα δυσμενή οικονομική κατάσταση η εξίσωση δεν είναι εύκολη. Το 2020 έχει κλείσει με ύφεση 8,2% και το α’ τρίμηνο του 2021 κινδυνεύει να κλείσει με διψήφιο ποσοστό ύφεσης. Παράλληλα, οικονομολόγοι εκτιμούν ότι αν αποσυνδεόταν τώρα η αγορά από τον κρατικό αναπνευστήρα, η ανεργία θα σκαρφάλωνε από το 16% στο 25%. Αύξηση της ανεργίας αναμένεται να σημειωθεί και το καλοκαίρι που θα φτάνει στο τέλος της η διαδικασία για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, προτού αρχίσει η αποκλιμάκωση των υψηλών ποσοστών.

Παράγοντες της αγοράς προεξοφλούν ότι μπροστά σε τέτοια δυσοίωνα μεγέθη δεν μπορεί κανείς να φανταστεί ότι η κυβέρνηση θα εισηγηθεί την αύξηση του κατώτατου μισθού.

Ωστόσο, δεν μπορεί να εισηγηθεί και μείωση τόσο για πολιτικούς όσο και για ψυχολογικούς λόγους. Οπότε εκτιμούν ότι η διαδικασία θα έχει συμβολικό χαρακτήρα προκειμένου να βγει η οικονομική ζωή από την κατάψυξη στην οποία βρίσκεται εδώ και έναν χρόνο.

Θεωρούν ωστόσο ότι η αύξηση του καθαρού μισθού, που είναι το ζητούμενο για κάθε εργαζόμενο, μπορεί να προέλθει και μέσω της περαιτέρω μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, προοπτική που βρίσκεται στο τραπέζι του οικονομικού επιτελείου την επόμενη διετία, έως το 2023. Παράλληλα, όπως τόνισε πρόσφατα στη Βουλή και ο κ. Χατζηδάκης, σε αυτή τη χρονική συγκυρία πρέπει να δοθεί έμφαση στην αύξηση των αναβαθμισμένων θέσεων εργασίας με καλές αμοιβές πάνω από τον κατώτατο μισθό. Για να συμβεί αυτό απαιτούνται επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες, στροφή σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας και ανάπτυξη σύγχρονων δεξιοτήτων.

Το πρώτο βήμα για την έναρξη της διαδικασίας στα τέλη Μαρτίου προβλέπει την αποστολή έγγραφης πρόσκλησης στους εξειδικευμένους επιστημονικούς ερευνητικούς και λοιπούς φορείς, μεταξύ των οποίων η Τράπεζα της Ελλάδος, η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία, ο Οργανισμός Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ), το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (ΟΜΕΔ) και τα ινστιτούτα των κοινωνικών φορέων. Οι φορείς πρέπει να συντάξουν έκθεση για την αξιολόγηση του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου με εκτιμήσεις για την προσαρμογή τους στις επίκαιρες οικονομικές συνθήκες.

Βαρύνουσα σημασία έχει και η έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, η οποία ήδη έστειλε αναφορές με σχόλια και συστάσεις προς το υπουργείο Εργασίας για τη διαδικασία καθορισμού του νέου κατώτατου μισθού. Ενδιαφέρον έχει ότι η Παγκόσμια Τράπεζα έκανε έναν παραλληλισμό του τρόπου αξιολόγησης των ομάδων που πήραν αύξηση στον κατώτατο μισθό με τις ομάδες που συμμετείχαν στο πρόγραμμα των εμβολιασμών κατά της πανδημίας.

Με αυτό τον τρόπο, τονίζει στην αναφορά της, μπορεί να αξιολογηθούν εκ των υστέρων οι τυχόν διαφορές που παρατηρούνται τόσο στις ομάδες που έχουν εμβολιαστεί όσο και σε εκείνες στις οποίες έχει εφαρμοστεί η αναπροσαρμογή του μισθού. Το συμπέρασμα που εξάγεται, σύμφωνα με την τράπεζα, είναι ότι η αύξηση του 2019 κατά 11%, στα 650 ευρώ από 586 ευρώ, είχε αρνητικό αποτέλεσμα στην απασχόληση των χαμηλόμισθων, ενώ εργαζόμενοι με υψηλότερη αμοιβή συμπιέστηκαν στο επίπεδο του κατώτατου μισθού.

Συγκεκριμένα, στις επιχειρήσεις και κλάδους στους οποίους οι εργαζόμενοι πήραν αυξήσεις το εύρος των αμειβομένων με τον κατώτατο μισθό αυξήθηκε στο 39% από 36%. Για τους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης το εν λόγω ποσοστό αυξήθηκε από το 16% στο 19%.

Μάλιστα, σε μια εποχή όπως ήταν το 2019 που η πορεία της απασχόλησης και των προσλήψεων ήταν θετική, οι επιχειρήσεις που αύξησαν τον κατώτατο μισθό κατέγραψαν χαμηλότερα νούμερα αύξησης της απασχόλησης από τις επιχειρήσεις που ήταν εκτός του πεδίου υποχρεωτικής αναπροσαρμογής τους κατώτατου μισθού. Εν κατακλείδι, η Παγκόσμια Τράπεζα προτρέπει την κυβέρνηση να μην επιτρέψει στο εξής απότομες αυξομειώσεις του κατώτατου μισθού, όπως αυτές που σημειώθηκαν το 2019. Αντίθετα, θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτική επιτρέποντας αυξομειώσεις μικρής κλίμακας.

Παράλληλα, η τράπεζα αναφέρεται στην κατάργηση του υποκατώτατου μισθού επισημαίνοντας ότι η Ελλάδα θα πρέπει να μελετήσει την εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Μεγάλη Βρετανία, στις οποίες εφαρμόζεται ο υποκατώτατος μισθός για τους νέους με θετικά αποτελέσματα.

Την ίδια ώρα, για πρώτη φορά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει ως προτεραιότητα τον κατώτατο μισθό σε περιβάλλον COVID επισημαίνοντας την ανάγκη να θεσπιστεί ένας κατώτατος μισθός που να εξασφαλίζει αξιοπρεπή διαβίωση. Γι’ αυτόν τον λόγο εξετάζει την πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για επαρκείς κατώτατους μισθούς πάνω από το όριο της φτώχειας. Η Οδηγία δεν αποσκοπεί στην εναρμόνιση του επιπέδου των κατώτατων μισθών στην Ε.Ε., αλλά στη διαμόρφωση ενός πλαισίου το οποίο να διασφαλίζει την πρόσβαση των εργαζομένων σε αξιοπρεπείς μισθούς.

Στο μεταξύ, η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη ομάδα των χωρών της Ε.Ε. όσον αφορά το ύψος του κατώτατου μισθού (από 700 έως λίγο πιο πάνω από 1.100 ευρώ). Σε αυτή την κατηγορία η χώρα μας κατατάσσεται τελευταία, με 758 ευρώ (υπολογίζονται 14 μισθοί).

Πιο πάνω στη λίστα η Πορτογαλία (776 ευρώ), η Μάλτα (785 ευρώ), η Σλοβενία (1.024 ευρώ) και η Ισπανία (1.108 ευρώ). Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, στην κορυφή της λίστας βρίσκεται το Λουξεμβούργο με κατώτατο μισθό 2.202 ευρώ και στην τελευταία θέση η Βουλγαρία με κατώτατο μισθό 332 ευρώ.

newmoney.gr