Άρθρο του τομεάρχη Ανάπτυξης και Επενδύσεων της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και βουλευτή Μεσσηνίας, Αλέξη Χαρίτση, στην ιστοσελίδα «iefimerida.gr»
«Η οικονομική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. επιχειρεί να θέσει τις βάσεις για μια νέα, βιώσιμη αρχή για την μικρή και μεσαία επιχείρηση»
Η ελληνική οικονομία δοκιμάζεται. Από την πρωτοφανή, παγκόσμια συνθήκη της πανδημίας, αλλά και από τις κυβερνητικές επιλογές που ταλαντεύονται ανάμεσα στην αδράνεια και στην αντιφατικότητα. Αυτή τη στιγμή που όλα φαντάζουν ακόμα παγωμένα υπό το βάρος των διαδοχικών lockdown, δεν μπορούμε ακόμα να έχουμε πλήρη εικόνα της οικονομικής καταστροφής που έχει συντελεστεί. Τα στοιχεία όμως είναι εξαιρετικά ανησυχητικά: δεύτερη μεγαλύτερη ύφεση μεταπολεμικά για τη χώρα που μεταφράζεται σε κολοσσιαία απώλεια τζίρου 42 δισ. για τις ελληνικές επιχειρήσεις μόνο για το 2020. Οι πρώτοι μήνες του 2021 είναι προφανώς ακόμα δυσμενέστεροι δεδομένου του παρατεταμένου – και αναποτελεσματικού όπως αποδεικνύεται- lockdown.
Ακόμα και στο καλύτερο σενάριο, οι προοπτικές για μια δυναμική και διατηρήσιμη επανεκκίνηση της οικονομίας είναι δυστυχώς εξαιρετικά ισχνές. Η κυβέρνηση συχνά μιλάει για το «ελατήριο» της ελληνικής οικονομίας που θα απελευθερωθεί ξαφνικά οδηγώντας σε ξέφρενη ανάπτυξη. Δείχνει να μην αντιλαμβάνεταιόμως ότι το περίφημο ελατήριο κινδυνεύει να σπάσει.Και αν σπάσει οριστικά, τότε αυτό που βρίσκεται μπροστά μας είναι ένας νέος κύκλος οικονομικής ύφεσης και κοινωνικής ανασφάλειας.
Διότι το ελατήριο της ελληνικής οικονομίας είναι η μικρή και μεσαία επιχείρηση. Και εκεί εντοπίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα. Πρόβλημα που προκύπτει από τη συσσώρευση των υποχρεώσεων και την αδυναμία των επιχειρήσεων να ανταποκριθούν σε αυτές. Το ιδιωτικό χρέος έχει τρεις χρονικές κλίμακες: τα δυσβάσταχτα χρέη της μνημονιακής περιόδου, τα τρέχοντα χρέη της πανδημίας που σωρεύονται καθημερινά μέσα στο lockdown και το μελλοντικό χρέος που αναμένεται να εκτοξευτεί το πρώτο διάστημα της δειλής επανέναρξης της οικονομικής δραστηριότητας που θα λήξουν τα προγράμματα των αναστολών. Αν όλο αυτό αφορούσε λίγους, θα ήταν μια επιμέρους, διαχειρίσιμη ενδεχομένως, πτυχή της πραγματικότητας. Με δεδομένη όμως τη δομή της ελληνικής οικονομίας, πρόκειται για μια βόμβα στα θεμέλια της οικονομίας συνολικά: αποκλεισμένες από τον τραπεζικό δανεισμό, δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, παραδοσιακές και νέες, παραγωγικές και εμπορικές, κινδυνεύουν να κλείσουν. Όχι προσωρινά, όπως στις μέρες του lockdown. Μόνιμα και ανεπίστρεπτα. Οι συνέπειες θα είναι ανυπολόγιστες. Η κρίση μίας μικρής ή μεσαίας επιχείρησης συμπαρασύρει μια ολόκληρη αλυσίδα αξίας που σχετίζεται με αυτήν, οδηγεί εργαζόμενους στο δρόμο, αφαιρεί από τα δημόσια οικονομικά οφειλόμενους πόρους. Και όχι μόνο αυτό: η κρίση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων τροφοδοτεί τον πλήρη έλεγχο της αγοράς από μεγάλους ομίλους οδηγώντας σε μία απόλυτη κυριαρχία τους που με τη σειρά της μεταβάλει τον κοινωνικό και οικονομικό ιστό.
Αυτή η μεταβολή όμως μοιάζει να βρίσκεται στον πυρήνα των κυβερνητικών επιδιώξεων. Επί έναν χρόνο η κυβέρνηση κινείται με χαρακτηριστική βραδύτητα και αποσπασματικότητα. Όταν δεν κάνει καψώνια στον κόσμο της αγοράς -με τα αντιφατικά «άνοιξε-κλείσε» και τις γελοιότητες των τηλεοπτικών υποσχέσεων που αναιρούνται αυθημερόν- προχωρά σε μέτρα περιορισμένης ενίσχυσης που απλά μεταθέτουν το πρόβλημα για την επόμενη στροφή. Σε κανένα σημείο έως τώρα οι παραγωγικοί φορείς δεν έχουν ακούσει ένα συνολικό και συνεκτικό σχέδιο που να τους αφορά.
Στο πνεύμα αυτό, το περίφημο κυβερνητικό πρόγραμμα «Ελλάδα 2.0», παρότι εξαιρετικά φλύαρο σε πολλά σημεία, είναι πολύ φειδωλό όταν φτάνουμε στην ανάγκη να γίνει συγκεκριμένο: υποβαθμίζει την Αναπτυξιακή Τράπεζα, αποκλείει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις από την χρηματοδότηση, δεν περιλαμβάνει δομικές πολιτικές στήριξης της υγιούς επιχειρηματικότητας. Όσο για τον ελέφαντα στο δωμάτιο -τη συσσώρευση του χρέους στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις- η κυβέρνηση εξακολουθεί να μην τον βλέπει. Το σχέδιό της συνοψίζεται στη φράση «τα λεφτά θα πάνε στα λεφτά».
Είναι ένα σχέδιο σε πλήρη αναντιστοιχία με την εποχή μας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες περισσότερο, αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η πανδημία εγκαινίασε μια ζωντανή συζήτηση για το πώς μπορούμε να μετατρέψουμε την εμπειρία της σε εφαλτήριο παραγωγικής ανασυγκρότησης. Αυτό που καταλαβαίνουν οι πάντες είναι ότι ο στρατηγικός ανασχεδιασμός προϋποθέτει κάτι βασικό: την επιβίωση στο σήμερα. Δεν μπορεί να υπάρξει φιλόδοξο στρατηγικό σχέδιο με μια οικονομία ερημοποιημένη και μια κοινωνία φτωχοποιημένη. Η ενεργητική κρατική στήριξη σήμερα είναι η αναγκαία προϋπόθεση για είναι η «επόμενη μέρα» διαφορετική.
Αυτή η αντίληψη που κερδίζει έδαφος σε παγκόσμια κλίμακα διαπερνά την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία για την οικονομία. Στηρίζεται σε τρεις άξονες: ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους που προέκυψε στη διάρκεια της πανδημίας, ενίσχυση της ρευστότητας των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων, μόνιμο και ολιστικό πλαίσιο διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους με προστασία της πρώτης κατοικίας των ευάλωτων. Οι τρεις αυτοί άξονες εξυπηρετούν αντίστοιχους στρατηγικούς στόχους: την θωράκιση της οικονομίας, τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, την δυναμική ανάπτυξη της χώρας μας.
Ξέρουμε ότι η πρόταση μας για τη ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους ενοχλεί την κυβέρνηση.Αλλά η κυβέρνηση οφείλει να ξεπεράσει τον εκνευρισμό της και να συζητήσει επί της ουσίας. Ποια είναι η δική της πρόταση για το ιδιωτικό χρέος; Αντιλαμβάνεται ότι το κόστος της αδράνειας θα είναι πρωτοφανές, με χιλιάδες λουκέτα, έκρηξη της ανεργίας και οριστική απώλεια πολύτιμων δημοσίων εσόδων; Φαίνεται ότι αυτό είναι ένα τίμημα που στη λογική της Νέας Δημοκρατίας είναι το αναγκαίο διαβατήριο για τη μετάβαση σε μια νέα εποχή που θα σφραγίζεται από το τέλος της μικρής και της μεσαίας ελληνικής επιχείρησης. Πρόκειται για την ανακύκλωση των πολιτικών της εποχής του μνημονίου με άλλο όνομα.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ θέλει να βάλει μια οριστική τελεία σε αυτήν την προοπτική. Η ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους που προέκυψε στις μέρες του lockdown, η ενίσχυση της ρευστότητας και η συνολική διαχείριση των σωρευμένων υποχρεώσεων επιχειρήσεων και νοικοκυριών είναι προτάσεις που εγγράφονται στη σύγχρονη συζήτηση για την έξοδο από την εποχή της πανδημίας. Για τη χώρα μας, αυτή η «επόμενη μέρα» πρέπει να είναι η οριστική «επόμενη μέρα» από μια εξαιρετικά μακρά και επώδυνη δεκαετή εμπειρία. Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να κάνει μια νέα αρχή.