Του Αλέξη Χαρίτση
Βουλευτή Μεσσηνίας,
Τομεάρχη Ανάπτυξης και Επενδύσεων της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Τη στιγμή που όλος ο πλανήτης αναζητεί μια προοδευτική απάντηση στο κοινωνικό ζήτημα της εποχής μας, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, δέσμια των πιο αρχαϊκών ιδεοληψιών, κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση. Ο νόμος για τα εργασιακά που ψήφισε προ ολίγων ημερών, κάνει πολύ πιο δύσκολη τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων συμπολιτών μας: των καθημερινών ανθρώπων, των εργαζόμενων, των αόρατων παραγωγών του πλούτου, της νεολαίας.
Πρόκειται για ένα σχέδιο που είχε προαναγγελθεί προεκλογικά, διατυπώθηκε με σαφήνεια στην έκθεση Πισσαρίδη και στην συνέχεια συμπεριλήφθηκε στην πρόταση της κυβέρνησης για το Ταμείο Ανάκαμψης. Το σχέδιο της εσωτερικής υποτίμησης μέσω της διάλυσης της εργασίας.
Τα πρώτα βήματα έγιναν ήδη από τον Αύγουστο του 2019, όταν η νεοεκλεγείσα τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη περιόρισε τις συλλογικές συμβάσεις, υποβάθμισε το ΣΕΠΕ, μείωσε τα πρόστιμα για παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας, αύξησε τις νόμιμες υπερωρίες κατά 60% και κατάργησε την πρόνοια για τον βάσιμο λόγο απόλυσης.
Τώρα έχουμε την κορύφωση του δράματος. Παρά την τεράστια επικοινωνιακή προσπάθεια για να παρουσιαστεί το μαύρο ως άσπρο, όποιος δεν έχει χάσει πλήρως την επαφή του με την πραγματικότητα, γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνουν οι ρυθμίσεις της κυβέρνησης στα εργασιακά. Διάλυση της καθημερινότητας χιλιάδων ανθρώπων, αφόρητες πιέσεις και εκβιασμοί, νέοι άνθρωποι με σπασμένες ζωές που θα δουλεύουν ένα τρίωρο το πρωί και ένα τρίωρο το βράδυ.
Κι όλα αυτά την στιγμή που το ποσοστό κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις εργασίας είναι 14,7% στην χώρα μας έναντι 60% στην ΕΕ, το ποσοστό ανεργίας 16% έναντι 7,3% και η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα είναι η 5η χαμηλότερη σε όλη την Ευρώπη. Αντί να πάμε αποφασιστικά να αντιστρέψουμε αυτήν την πραγματικότητα, η κυβέρνηση καταργεί το οκτάωρο και εξατομικεύει τη σχέση εργαζόμενου-εργοδότη. Καθιστά ιδιώνυμο τον συνδικαλισμό και κάνει πρακτικά αδύνατη την προκήρυξη απεργίας. Διαλύει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς με τη μετατροπή του ΣΕΠΕ σε ανεξάρτητη αρχή.
Με λίγα λόγια μετατρέπει την χώρα σε αγορά ακόμα πιο φθηνής, ακόμα πιο ελαστικής εργασίας χωρίς δικαιώματα. Μια χώρα που το μέλλον της στον διεθνή καταμερισμό θα είναι αυτό τη ειδικής οικονομικής ζώνης. Χωρίς εργασιακά δικαιώματα, χωρίς περιβαλλοντική προστασία, χωρίς ανάπτυξη δεξιοτήτων για τους δικούς μας ανθρώπους, χωρίς ανάπτυξη τεχνογνωσίας για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Είναι μια επιλογή καταφανώς άδικη κοινωνικά αλλά και καταστροφική. Το ξέρουμε αυτό από τις πιο σκοτεινές μέρες της ύφεσης. Όταν οι μνημονιακές δεσμεύσεις επέβαλαν πολιτικές λιτότητας, αλλά η περιβόητη ανάπτυξη δεν ερχόταν. Ενώ όμως όλο και περισσότεροι σε παγκόσμια κλίμακα συνειδητοποιούν ότι η επιτάχυνση της ανάπτυξης δεν έρχεται από το ξεθεμελίωμα των ρυθμίσεων στην οικονομία αλλά από την ισχυροποίησή τους, η ΝΔ επιμένει σε χαμηλότερους μισθούς, ξεχαρβαλωμένα ωράρια, μηδενικά δικαιώματα. Επαναλαμβάνει τις πολιτικές που οδήγησαν στο brain drain της προηγούμενης δεκαετίας και την αφαίμαξη του παραγωγικού ιστού της χώρας από 500.000 περίπου νέους ανθρώπους με πτυχία και προσόντα.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ σε πολύ δύσκολες συνθήκες δημιούργησε ένα πλέγμα προστασίας της εργασίας, αναστρέφοντας την απορρύθμιση που είχε επιβληθεί την περίοδο των μνημονίων. Ενισχύσαμε το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας και τους ελέγχους στους χώρους εργασίας. Λάβαμε μέτρα για την τήρηση των ωραρίων και την πληρωμή των υπερωριών, τα οποία οδήγησαν στη μείωση της αδήλωτης και της απλήρωτης εργασίας. Επεκτάθηκαν οι κλαδικές συμβάσεις. Ενώ αυξήθηκε ο κατώτατος μισθός, καταργήθηκε ο ντροπιαστικός υποκατώτατος και μειώθηκε η ανεργία κατά 10%.
Δεν θα επιτρέψουμε η κοινωνική αδικία να γίνει η νέα κανονικότητα. Μπορούμε και πρέπει να εφαρμόσουμε δημόσιες πολιτικές που θα βάλουν την εργασία στο επίκεντρο της αναπτυξιακής προσπάθειας, με μείωση του χρόνου εργασίας και αύξηση του κατώτατου μισθού. Που θα διασφαλίσουν την αξιοπρέπεια των εργαζομένων, την ανάπτυξη με κανόνες και την επιδίωξη μιας κοινωνίας αλληλεγγύης. Για αυτήν την προοπτική θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε.