Μάλλον θετικά, ως λελογισμένη απόφαση η οποία πάντως θα πρέπει να συνοδευτεί και από περαιτέρω παρεμβάσεις μείωσης του μη μισθολογικού κόστους για τις επιχειρήσεις, υποδέχεται η αγορά την απόφαση της κυβέρνησης να αυξήσει κατά 2% τον κατώτατο μισθό από το 2022. Ηχηρή είναι η αντίδραση της ΓΣΕΕ στον αντίποδα.
Έμποροι: «Ναι μεν, αλλά»
«Η κυβέρνηση, με τη σημερινή της απόφαση για τον κατώτατο μισθό, έδειξε ότι λαμβάνει σοβαρά υπόψη τα εύλογα επιχειρήματα των εργοδοτικών και επιστημονικών φορέων, «παγώνοντας» καταρχήν οποιαδήποτε μεταβολή για το τρέχον έτος. Για να μην υπάρξουν ωστόσο επιπτώσεις στην λειτουργία της επιχειρηματικότητας αμέσως μετά την πανδημία, θα πρέπει να εξασφαλιστεί ότι και η προβλεπόμενη από 1-1-2022 αύξηση 2% στον κατώτατο μισθό, θα αντισταθμιστεί από αντίστοιχες παροχές προς τις επιχειρήσεις, όπως είναι οι μειώσεις των φορολογικών συντελεστών ή/και το ύψος των εργοδοτικών εισφορών», αναφέρει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ, Γιώργος Καρανίκας.
Οι έμποροι τονίζουν ότι η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα ακόμη «αναρρώνει» από τις επιπτώσεις των lockdowns που συνόδευσαν τη διαχείριση της πανδημίας και υπ’ αυτήν την έννοια εκφράζουν «την ελπίδα, στις 31 Δεκεμβρίου, όλες οι επιχειρήσεις να είναι σε θέση να καλύψουν την αύξηση 2% στις ελάχιστες αποδοχές».
Η ΕΣΕΕ επαναλαμβάνει επίσης την πάγια θέση της ο προσδιορισμός του κατώτατου μισθού να αποτελεί αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων. «Καλούμε λοιπόν την κυβέρνηση, εφόσον το 2022 είναι πράγματι έτος ανάκαμψης για την ελληνική οικονομία, να δρομολογήσει την ίδια χρονιά την επαναφορά του δικαιώματος αυτού εντός του πλαισίου διαβούλευσης για την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας».
Σημειωτέον, ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ Βασίλης Κορκίδης προέβη στην εξής δήλωση: «Το ΔΣ του ΕΒΕΠ επικροτεί τη συμβολική και ρεαλιστική αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2%, σύμφωνα με τα επίπεδα του ετήσιου πληθωρισμού. Η απόφαση του Πρωθυπουργού σηματοδοτεί τις μελλοντικές προθέσεις της κυβέρνησης για αξιοπρεπείς μισθούς και καλοπληρωμένη εργασία. Μια μικρή, αλλά σταδιακή και σταθερή αύξηση δεν θέτει σε κίνδυνο την υφιστάμενη απασχόληση, δεν προβληματίζει τις επιχειρήσεις και δεν περιορίζει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Δει δε χρημάτων, και άνευ τούτων ούδεν έστι γενέσθαι των δεόντων, έλεγε ο Δημοσθένης».
«Ησυχία» από το μέτωπο των βιομηχάνων
Η διαμόρφωση του κατώτατου μισθού, όπως επεσήμανε και το ΚΕΠΕ στο σχετικό πόρισμα, στην πράξη αφορά κυρίως τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, δεδομένου ότι στις μεγάλες επιχειρήσεις το ποσοστό των εργαζομένων με κατώτατο μισθό είναι σαφώς χαμηλότερο – τα εισοδήματα είναι συνήθως υψηλότερα. Συνεπώς, κύκλοι από τον τομέα των βιομηχάνων παραπέμπουν στην αρχική εισήγηση του ΣΕΒ, σύμφωνα με την οποία μία περιορισμένης κλίμακας αύξηση του κατώτατου μισθού δεν θα είχε ιδιαίτερη επίδραση – προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση – στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.
«Χρυσή τομή» χαρακτηρίζει την εξέλιξη ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνος Μίχαλος: «Δίνει έστω και μικρές ανάσες στους εργαζομένους, ενώ επιφέρει επίσης μία μικρή επιβάρυνση στο σύνολο των επιχειρήσεων. Θεωρούμε ότι για να υπάρξει απόλυτη ισορροπία, η απόφαση αυτή για αύξηση του κατώτατου μισθού θα πρέπει να συνοδευτεί από μειώσεις των φορολογικών συντελεστών των επιχειρήσεων και μειώσεις των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών. Και βεβαίως, οι επιχειρήσεις για να μπορέσουν να κρατηθούν στη ζωή εξαιτίας και των τεράστιων οικονομικών προβλημάτων που έχουν δημιουργηθεί από την πανδημία, θα πρέπει να ενισχυθούν περαιτέρω τόσο από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, όσο και γενικότερα από άλλα κοινοτικά κονδύλια».
Υψηλοί τόνοι από τα συνδικάτα
Κατώτατη των προσδοκιών χαρακτηρίζει την αύξηση κατά 2% η ΓΣΕΕ:
«Η οριακή αύξηση του κατώτατου μισθού και μάλιστα από 1.1.2022, δεν ενισχύει σε καμία περίπτωση την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα και ανάπτυξη, δεν βελτιώνει τις συνθήκες διαβίωσης και φυσικά δεν μειώνει την ανασφάλεια και επισφάλεια που διακρίνουν σήμερα την αγορά εργασίας. Η ΓΣΕΕ έχει τεκμηριώσει μέσω του Ινστιτούτου εργασίας της Συνομοσπονδίας το αίτημά της για την αναγκαιότητα άμεσης επαναφοράς του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και στη συνέχεια της προσαρμογής του στο 60% του διαμέσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης, δηλαδή στα 809 ευρώ, με την υπογραφή Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Η αύξηση των 13 ευρώ την οποία αποφάσισε η κυβέρνηση δεν αλλάζει το γεγονός ότι ο κατώτατος μισθός βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους. Οι εργαζόμενοι στη χώρα μας κρίνουν κατώτερη των προσδοκιών και των αναγκών τους την απόφαση της κυβέρνησης. Σε μία κρίσιμη για αυτούς περίοδο λόγω και της πανδημίας -και μετά από 11 συνεχή χρόνια μνημονίων και σκληρών δημοσιονομικών μέτρων- χρειάζονται την ουσιαστική ενίσχυση των εισοδημάτων και της προστασίας τους, την καταπολέμηση της παραβατικότητας σε βάρος τους και τη θεσμική κατοχύρωση και ενίσχυση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συμβάσεων εργασίας».
Διαβάστε εδώ την ανάλυση της ΕΣΕΕ για το κόστος που συνεπάγεται για τις επιχειρήσεις το 2%.
moneyreview.gr