Κατά 2,5% μειώθηκε ο μέσος ακαθάριστος μισθός στην Ελλάδα το 2020 σε σχέση με το προηγούμενο έτος, καθώς το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ δείχνει ότι η χώρα εμφάνισε τη δέκατη τέταρτη χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη μέσα στην πανδημία.
Η εξέλιξη αυτή δεν επηρέασε την αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα, αφού το 2020 παρέμεινε σταθερή στην ίδια θέση με αυτή του 2019. Παρά το γεγονός ότι η φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα είναι χαμηλή προς μεσαία, ο καθαρός μέσος μισθός έχει επίσης χαμηλή προς μεσαία αγοραστική δύναμη, ξεπερνώντας τον αντίστοιχο ορισμένων χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και της Πορτογαλίας.
Η μείωση του μέσου μισθού στην Ελλάδα γίνεται εμφανής και μέσα από την εξέταση της μεταβολής των αποδοχών ανά κλάδο. Δεδομένης της περιορισμένης μεταβολής της απασχόλησης, η πτώση των αμοιβών προέρχεται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη μείωση των ωρομισθίων. Στο σύνολο οι αμοιβές μειώθηκαν κατά 4,5% το β’ τρίμηνο σε σχέση με το ίδιο τρίμηνο του 2019, ενώ, αν και μικρότερου μεγέθους, η μείωση συνεχίστηκε και το γ’ και δ’ τρίμηνο. Ωστόσο, η μελέτη σημειώνει ότι υπάρχει μεγάλη ανομοιογένεια αναφορικά με τις αρνητικές πιέσεις στους μισθούς ανάμεσα στους κλάδους.
Οι κλάδοι στους οποίους η μείωση των μισθών ήταν εντονότερη είναι της γεωργίας, της μεταποίησης, των κατασκευών, του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος και των μεταφορών, καθώς και των τεχνών και της ψυχαγωγίας. Ειδικότερα στον τελευταίο κλάδο η μείωση είναι εξακολουθητική λόγω της παρατεταμένης αναστολής λειτουργίας των επιχειρήσεων, ξεπερνώντας σε ποσοστό το 8% σε κάθε τρίμηνο. Εξίσου αναμενόμενη ήταν η μεγάλη πτώση στον ευρύτερο κλάδο του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος και των μεταφορών, ειδικότερα το β’ και το δ’ τρίμηνο (-11,2% και -5,1% αντίστοιχα). Στη γεωργία η μείωση των μισθών δεν ήταν του ίδιου μεγέθους, αλλά γίνεται εντονότερη το δ’ τρίμηνο, ενώ στη μεταποίηση η πτώση των μισθών είναι σχεδόν σταθερή από το ξέσπασμα της πανδημίας κι ύστερα.
Στον αντίποδα, εντύπωση προκαλεί η πολύ μεγάλη αύξηση των μισθών το δ’ τρίμηνο στους κλάδους της επικοινωνίας και της ενημέρωσης, και των χρηματοοικονομικών και των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων.
Δεδομένου ότι στους συγκεκριμένους κλάδους οι μισθοί είναι συγκριτικά υψηλοί, υπάρχει ισχυρό ενδεχόμενο ενίσχυσης των δύο άκρων στα εισοδηματικά κλιμάκια. Η πόλωση αυτή αν επιβεβαιωθεί θα εκτινάξει την εισοδηματική ανισότητα, αφού θα συμπιεστούν τα μεσαία εισοδήματα, αναφέρει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ.
«Το τελευταίο στοιχείο αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα αν συνυπολογιστεί ότι η εισοδηματική ανισότητα είναι ήδη υψηλή», σημειώνει η μελέτη. Μπορεί το 2020 η κρίση πανδημίας να μην μετέβαλε ιδιαίτερα την κατανομή των μισθωτών, αλλά ήδη παρατηρείται μια πολύ μεγάλη συγκέντρωση στα χαμηλότερα εισοδήματα, Συγκεκριμένα, μεταξύ 2019 και 2020 οι μεταβολές στα εισοδηματικά κλιμάκια ήταν οριακές, όπως, για παράδειγμα, η αύξηση του ποσοστού των ατόμων που λαμβάνουν από 701 έως 900 ευρώ και η μείωση όσων λαμβάνουν λιγότερα από 500 ευρώ σε μηνιαία βάση. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο μεγαλύτερος αριθμός μισθωτών συγκεντρώνεται στα κλιμάκια 0 έως 500 ευρώ και 701 έως 900 ευρώ.
Όπως καταλήγει το ΙΝΕ ΓΣΕΕ, δεδομένου ότι η οικονομική δραστηριότητα, ειδικά στον κλάδο του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος και των μεταφορών, αναμένεται να παραμείνει αβέβαιη έως το τέλος της πανδημίας COVID-19, η πλήρης ανάκαμψη της αγοράς εργασίας μπορεί να καθυστερήσει πολύ. Αυτό θα έχει ως συνέπεια την επιδείνωση του κινδύνου εργασιακής φτώχειας, αλλά και την επιβράδυνση της αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας. «Αν πράγματι θέλουμε να πετύχουμε μια πιο ανθεκτική και αποτελεσματική ανάκαμψη της οικονομίας, καθίστανται απολύτως αναγκαίες παρεμβάσεις που εγγυώνται την ασφάλεια του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων με επιλογές αύξησης του κατώτατου μισθού και του μέσου εισοδήματος και διασφάλισης και δημιουργίας θέσεων εργασίας», τονίζει η μελέτη. Πολύ σημαντική είναι επίσης η αύξηση της κοινωνικής προστασίας για όσους βρίσκονται στο κάτω μέρος της κατανομής του εισοδήματος, επισημαίνεται, καθώς αυτό θα ενίσχυε την κατανάλωση και τη δυναμική της ανάκαμψης.