Σάββατο
23
Νοέμβριος
TOP

Αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα

Ακούγοντας κανείς τους Συριζαίους να επαναλαμβάνουν σε κάθε ευκαιρία και με ιδιαίτερο κομπασμό ότι είναι αυτοί που μας έβγαλαν από τα μνημόνια (παραλείποντας φυσικά να πουν ποιος μας φόρτωσε το τρίτο και επαχθέστερο), θα νόμιζε πως η χώρα μας έχει επιστρέψει για τα καλά στην κανονικότητα και πλέον έχει την άνεση να διαχειρίζεται τα οικονομικά και τις τύχες των πολιτών εν πλήρει ελευθερία.

Οτι απέκτησε ξανά την εθνική της ανεξαρτησία και απελευθερώθηκε από τα δεσμά των δανειστών. Αποφεύγουν όμως όλοι να πουν την πικρή αλήθεια, ότι το μόνο που έχουμε πετύχει στην πράξη ήταν να μας αφήσουν λίγο μακρύτερο σχοινί.

Και παρότι κάθε τόσο με δηλώσεις, συνεδριάσεις και επιτόπου ελέγχους επιμένουν να μας θυμίζουν ότι τίποτα δεν τελείωσε ακόμα και κάθε κυβερνητική πρωτοβουλία τελεί υπό την έγκριση ή την απόρριψη των θεσμών, οι Συριζαίοι επιμένουν πως το ισχυρό τους χαρτί είναι η κληρονομιά που άφησαν στην οικονομία.

Τα παραδείγματα πολλά και τα βρίσκει σε κάθε της βήμα η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που φαντάζομαι τα ήξερε από πριν και γι’ αυτό δεν θα ’πρεπε να έχει θέσει τόσο ψηλά τον πήχη για μια σειρά θεμάτων, από τα πρωτογενή πλεονάσματα έως την ανάπτυξη, τις κοινωνικές παροχές και τη φορολογική ελάφρυνση.

Επρεπε να ξέρει ότι η διαπραγμάτευση για τη μείωση των πλεονασμάτων δεν είναι θέμα ολίγων μηνών, για να αναθεωρεί σήμερα την κατάσταση και να κάνει λόγο περί ισχυρών ενδείξεων ότι θα τα καταφέρουμε από το… 2022 και αφού πρώτα πετύχουμε ένα αναπτυξιακό σοκ!

Ομως, απ’ ό,τι βλέπουμε και διαβάζουμε, ουδείς από Κομισιόν, ΔΝΤ και οίκους αξιολόγησης δεν βλέπει στο ορατό μέλλον τέτοιου είδους ανάπτυξη, καθώς ακόμα και οι πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις την ανεβάζουν το πολύ μέχρι 3%. Επιπλέον, η υποχρέωσή μας για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% φτάνει μέχρι το 2023 και μετά πέφτουμε ούτως ή άλλως στο 2%. Αρα όλη η φασαρία γίνεται για την επίσπευση της μείωσης για ένα, άντε για δύο χρόνια;

Για να επανέλθουμε όμως στα περί εξόδου από τα μνημόνια, πώς μπορεί να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι δεν μας επιτρέπουν να χρησιμοποιήσουμε τα κέρδη των Κεντρικών Τραπεζών της Ευρωζώνης από τα ελληνικά ομόλογα (ANFA & SMP) ύψους 1,2 δισ. και να τα διαθέσουμε όπως εμείς επιθυμούμε και να κλείσουμε κάποιες τρύπες, αλλά μας υποχρεώνουν να τα διαθέσουμε στη μείωση του χρέους;

Πού ακριβώς βρίσκεται ο βαθμός ελευθερίας άσκησης οικονομικής πολιτικής όταν δεν μας αφήνουν να επεκτείνουμε χρονικά τον νόμο περί προστασίας της πρώτης κατοικίας ή την ελάφρυνση των τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια μέσω του σχεδίου κρατικών εγγυήσεων, όπως έκαναν με άλλες χώρες που αντιμετώπισαν παρόμοιο πρόβλημα;

Ειδικά για το τελευταίο, μπορεί τελικά να μας το επιτρέψουν, αλλά σημασία έχει ότι τα βάζουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και για να μας ανάψουν πράσινο φως θα στυλώσουν τα πόδια σε κάτι άλλο. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια, όπως κι αν μας τη γαρνίρουν.

Μήπως μπορούμε να καταρτίσουμε ελεύθερα και απρόσκοπτα τον προϋπολογισμό της χώρας; Σαφώς και όχι. Οι θεσμοί βάζουν τις βασικές παραμέτρους των δαπανών και η εθνική οικονομική πολιτική εξαρτάται, όπως και επί ΣΥΡΙΖΑ, από το πόσο θα υπερκεραστεί ο στόχος των υποχρεωτικών πλεονασμάτων και από το πόσο θα αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα. Με άλλα λόγια, μία από τα ίδια.

Από την άλλη, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η νέα κυβέρνηση, δεδομένου του πλαισίου στο οποίο είναι υποχρεωμένη να κινηθεί, κάνει τη δουλειά της, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, με υπευθυνότητα και νοικοκυροσύνη και, κυρίως, χωρίς διαχωρισμούς και ταξικά πρόσημα. Αλλωστε, με όλα όσα είχαμε βιώσει τα προηγούμενα χρόνια και οι πιο απλές και λογικές κινήσεις μοιάζουν θεαματικές. Αυτό όμως δεν αρκεί ούτε για την ίδια ούτε και για τους πολίτες που τρέφουν υψηλές προσδοκίες.