Πώς περιγράφει ο θρυλικός καπετάν Νικηφόρος το πρωινό του Ελληνοϊταλικού πολέμου στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων
OΔημήτρης Δημητρίου, ήταν αξιωματικός της Σχολής Ευελπίδων (1938) και πολέμησε ως ανθυπίλαρχος εναντίον των Γερμανών στη Δοϊράνη (1941). Ήταν ο πρώτος μόνιμος Αξιωματικός της Αντίστασης που κατατάχτηκε στον ΕΛΑΣ, με το όνομα «Νικηφόρος». Διοικητής της Εφεδρείας στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, με καθοριστική επέμβαση σε κρίσιμη εμπλοκή της επιχείρησης. Για τις μάχες Ρεκάς, Μικρού Χωριού και τον Γοργοπόταμο, ο Άρης Βελουχιώτης πρότεινε προαγωγή του για ανδραγαθία.
Μετά την Κατοχή αποτάχθηκε από τον Στρατό, καταδικάστηκε με ανυπόστατες κατηγορίες σε θάνατο και φυλακίστηκε (1946-1952). Επί δικτατορίας αρχικά εξορίστηκε στη Γυάρο, στη συνέχεια τέθηκε σε επιτήρηση. Με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης (1982) αποκαταστάθηκε ηθικά, επανήλθε στην στρατιωτική τάξη και εν μέρει στην στρατιωτική ιεραρχία με τον βαθμό του Συνταγματάρχη ε.α. Ο καπετάν «Νικηφόρος» έφυγε από τη ζωή τον Φεβρουάριο του 2000.
«Παιδιά, έχουμε πόλεμο!»
Στο τρίτομο έργο του «Αντάρτης στα βουνά της Ρούμελης», ο Δημήτρης Δημητρίου περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια και με συγγραφική δεινότητα το έπος της Εθνικής Αντίστασης, την ηρωική αρχή και το τραγικό τέλος, σε απλή γλώσσα και με ήθος. Η αρχή του πολέμου του ’40 βρίσκει τον Δημητρίου στη Σχολή Ευελπίδων. Έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον η περιγραφή του:
«Το πρωί, σχεδόν πριν χαράξει, έγιναν ξανά όλα όπως την κάθε φορά. Ξυπνήσαμε με το εγερτήριο. Ζεστά ακόμα από τον ύπνο και μισοκοιμισμένα τα νεανικά μας κορμιά, γεμίσαμε τα μελετητήρια για την πρωινή μελέτη. Στην αίθουσα του δικού μας τμήματος της τρίτης τάξης υπήρχε τη μέρα αυτή διαολεμένο κέφι. Κανένας σχεδόν δεν είχε όρεξη για διάβασμα, λες και προαισθανόμασταν πως ό,τι είχαμε να μάθουμε σ’ αυτά τα θρανία το ‘χαμε μάθει πια… Μπήκε ξαφνικά στην αίθουσα ο αρχηγός, είχε σκύψει στη θέση του, κλείδωνε το γραφείο του. Έκανε αργά. Σηκώθηκε κατόπιν ορθός. Το πρόσωπό του, είχε ένα αινιγματικό παιγνίδισμα: «Παιδιά! Έχουμε πόλεμο!» έκαμε ήρεμα. Μέσα στο θόρυβο, η μισή τάξη δεν καλοκαταλάβαμε τι είπε. Στα πρώτα όμως θρανία είχε σηκωθεί αναταραχή και φτερούγισε στον αέρα η μακάβρια λέξη: Πόλεμος! Αποσβολωθήκαμε όλη η τάξη. Πόλεμος; Με ποιον; Η Ιταλία!
Η Σχολή ολόκληρη, όλα τα σκυθρωπά τετράγωνα, άρχισαν ξάφνου να τραντάζονται συθέμελα. Κοπαδιαστά ορμούσαμε έξω απ’ τα μελετητήρια. Στους διαδρόμους ασφυκτικός, λαχανιαστός συνωστισμός. Από κάπου απέξω αντηχούσαν άγριες ιαχές…
Εκείνη τη στιγμή άρχισαν οι σάλπιγγες να σημαίνουν. Συναγερμός! Το πιο σπάνιο σάλπισμα. Και το πιο άγριο. Ανίδεος να ‘σαι σηκώνεσαι στο πόδι, ότι κάτι τεράστιο τρέχει. Δυνάμωσε απότομα ο σεισμός που κουνούσε τη Σχολή. Μ’ άγριες φωνές οι τριτοετείς ανάγκαζαν, προπαντός τους πρωτοετείς, να κάμουν σύντομα. Τακτοποιήσαμε τα κρεβάτια μας, αρπάξαμε τις εξαρτύσεις μας, τα κράνη, όπλα, γυλιούς. Μας έντυνε ο πόλεμος τη δική του στολή.
Ούρλιαζαν οι σειρήνες
Ξάφνου άρχισαν να μουκανίζουν έξω και οι σειρήνες. Βούιζαν όλα τα πέρατα της Αθήνας, κάλπαζε αλαλιασμένο το μουκανητό τους σ’ όλο το λεκανοπέδιο. Άρχισε να ουρλιάζει πάνω απ’ τα κεφάλια μας και η δική μας σειρήνα, στα διάκενα των μυκηθμών της άκουγες τις άλλες, κοντινές και μακρυνές. Ξαπόλαγε ο πόλεμος τα δικά του τελώνια, τη δική του άγρια συμφωνία.
Πάψαν σε λίγο οι σειρήνες και μέσα στο πελώριο κενό που έμεινε, άκουγες την πόλη που κουνιότανε.
Μια οχλοβοή σηκωνόταν από παντού στον ουρανό. Από τα πιο κοντινά οι φωνές ήσαν πιο καθαρές. Ξεχώριζαν ιαχές και τα θούρια αυτών που στρατεύονταν και κατηφόριζαν για το κέντρο της πόλης, κύματα-κύματα. Τα κύματα μεγάλωναν όσο προχωρούσαν…
…Οι γυναίκες, οι γέροι, τα παιδιά, γύριζαν στους καινούριους, τους άνοιγαν δρόμο, εύχονταν και σ’ αυτούς να πάνε στο καλό και να τσακίσουν τους εχθρούς. Και οι καινούριοι διάβαιναν με φωνές και τραγούδια, κραύγαζαν συνθήματα κατά των εισβολέων, αποχαιρετούσαν τα πλήθη, συναρπασμένοι, ωραίοι, και με τα δυο τους χέρια ψηλά. Οι γυναίκες, οι γέροι, τα παιδιά, σμίγαν με άλλες γυναίκες και παιδιά από πίσω. Ο λαός που ‘μενε ξεπροβοδούσε το λαό που ‘φευγε.
Τελειώσαμε κι εμείς με τους θαλάμους. Ορμούσαμε πάλι κάτω στις σκάλες κι όξω, φορτωμένοι την πολεμική μας εξάρτυση. Οι λόχοι συντάσσονταν, μπροστά στο κτίριό του ο καθένας. Άγρια παραγγέλματα αντηχούσαν ανάμεσα στ’ άδεια ψηλά κτίρια και καμπάνιζαν οι χώροι της Σχολής σαν ηχεία: «Διμοιρίαι κατά τριάδας εις παράταξιν! Σύνταξιιιις!». Βρίσκαμε μπροστά μας τους αξιωματικούς μας να μας περιμένουν. Είχαν καταφτάσει ασθμαίνοντας, έστεκαν ωχροί, σιωπηλοί, ταραγμένοι. Η οχλοβοή καταλάγιαζε. Άρχισε αναφορά. Μες στη σιωπή ακούγονταν δονούμενα, πυρετικά τα παραγγέλματα: «προσοχή…», «ανάπαυσις…», «λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω…», χτυπούσαν ξερά τα τακούνια των βαθμοφόρων.
Τέλειωσε κι η αναφορά. Απλώθηκε τέλεια σιγή για λίγο. Άγρια κι αυτή. Μάθαινες πόση άγρια δύναμη μπορεί να ‘χει η σιγή. Ύστερα σε κάποιο λόχο, η φωνή του διοικητή, επίσημη, παλλόμενη, κάτι άρχισε να λέει. Κατόπιν και σε άλλον, και σε άλλον.
Έκρυβε μέσα του τόση δύναμη…
Στο δικό μας λόχο ο διοικητής μας – λοχαγός Γεώργιος Γκαρέτσος – πήρε κι αυτός αναφορά, είπε βραχνά «ευχαριστώ». Ήρθε ένα-δυο βήματα πιο κοντά μας, στάθηκε κοφτά μπροστά στο λόχο του προσοχή, ανεβοκατέβαινε το καρύδι του στο μακρύ ισχνό λαιμό του, τέντωσε ψηλά το λιγνό μακρύ κορμί του, πέταξε εμπρός, λίγο λοξά, το σαγόνι του και μας ατένιζε άπληστα.
Λοιπόν, πάλευε άγρια κι αυτός να συγκρατηθεί. (μας άδραξε κι εμάς ένας κόμπος στο λαιμό). Τέλος μπόρεσε ν’ αρχίσει. Με φωνή βραχνή, με υπεράνθρωπο κόπο, και με τη δική του παράξενη προφορά, που τον έκανε να δίνει τα πιο πολλά ι σαν ε και τα ου σαν ο, έλεγε: «Ε φύσες δεν με επροίκισε με το χάρισμα το λόγο. Μο εχάρεσε όμως μια καρδιά και μια ψυχή ελλενεκή!…».
Μας συγκλόνισε! Αδύνατο να βάλω ποτέ στο μυαλό μου πως ο ισχνός εκείνος και ψυχρός διοικητής μας, μπορούσε να κρύβει μέσα του τέτοια δύναμη, να φέρνεται τόσο συναρπαστικά. Προχώρησε ως το τέλος σταθερά, λέξη προς λέξη, νόημα προς νόημα, ίσιος σαν κολώνα, υπέροχος κι ακούγαμε απ’ το στόμα του την πιο σπάνια προσλαλιά που μπορεί ν’ ακούσει άνθρωπος. Εμείς από τα πρώτα λόγια του, φούσκωναν άγρια τα στήθια μας, καίγανε τα μάτια μας, έτοιμοι να μας πνίξουν οι λυγμοί.
― Ζήτω ε Ελλάς! κραύγασε ολάξαφνα ο λοχαγός μας τινάζοντας το σαγόνι του ψηλά, έτοιμος να τον πνίξουν κι αυτόν οι λυγμοί.
…Άρχισε αμέσως άλλη προετοιμασία. Μας ειδοποίησαν ότι φεύγουμε για τις μονάδες μας. Αμέσως! Για τις μονάδες μας. Έμεινα εκστατικός, συλλογισμένος… «Για τις μονάδες μας…». Μας κάλεσαν, τους τριτοετείς, στη μεγάλη αίθουσα χορού, μια απέραντη σάλα. Φτάσανε βιαστικοί δυο-τρεις αξιωματικοί. Κρατούσε ο ένας τους στα χέρια του χαρτιά. Ανέβηκε σε μια έδρα κι άρχισε, δυνατά, επίσημα, εκφωνούσε τα ονόματά μας ένα-ένα. Μας χόρευε ένα ρίγος. Καθένας μας, ακούγοντας το όνομά του στεκόταν προσοχή, αποκρινόταν δυνατά «παρών!» κι ο αξιωματικός ανάγγελνε το όπλο.
Διαβάστηκε κι ο 14ος, χόρευε η καρδιά μου. Άκουσα το όνομά μου, φώναξα κι εγώ παρών κι έκλεισα τα μάτια.
― Ιππικόν! ανάγγειλε ο αξιωματικός»…
Πηγή: https://www.facebook.com/Δημήτρης-Ν-Δημητρίου-Νικηφόρος – Εθνος