του Νίκου Φιλιππίδη
Η σύνταξη ενός προϋπολογισμού είναι μια πολυσύνθετη διαδικασία η οποία συνήθως εμπεριέχει ρίσκα και αβεβαιότητες. Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα ρίσκα πάντα περίσσευαν και οι αβεβαιότητες τα τελευταία χρόνια έγιναν ο κανόνας.
Την τελευταία διετία στο δικό μας εσωτερικό αβέβαιο περιβάλλον ήρθε να προστεθεί και ένας απρόβλεπτος εξωτερικός κίνδυνος, συνοδευόμενος από πολλές αλυσιδωτές επιπλοκές, καθεμία από τις οποίες θα μπορούσε να ακυρώσει στην πράξη κάθε πρόβλεψη. Οπότε ο βαθμός δυσκολίας επιβεβαίωσης του προϋπολογισμού του 2022 που ψηφίζεται στη Βουλή αυξάνει ακόμα περισσότερο.
Αρα η συζήτηση επ’ αυτού είναι ακόμα πιο σημαντική.
Προφανώς δεν είναι πρωτοφανή όσα συμβαίνουν. Δηλαδή να ζούμε σε μια εποχή που να μην υπάρχουν εξασφαλίσεις ή διαβεβαιώσεις. Που να μην είναι σίγουρο ότι τα πράγματα θα έχουν τη μια ή την άλλη έκβαση.
Το μακρινό 1921 ο οικονομολόγος Φρανκ Νάιτ μελέτησε το φαινόμενο της διάκρισης μεταξύ αβεβαιότητας – η οποία δεν μπορεί να μετρηθεί – και ρίσκου – το οποίο μπορεί να ποσοτικοποιηθεί και να μετρηθεί με τη βοήθεια της στατιστικής.
Η πανδημία εντάσσεται στο πεδίο της αβεβαιότητας. Το να προσπαθήσεις να σταθμίσεις τον κίνδυνο, δηλαδή την πορεία της, έχει τόσες πιθανότητες όσο το στρίψιμο κορώνα γράμματα ενός νομίσματος.
Τα ρίσκα ωστόσο μπορείς να τα ζυγίσεις με μεγαλύτερη ασφάλεια. Φτάνει να έχουμε επαρκή πληροφόρηση. Τα στοιχεία μπροστά μας.
Αν ακολουθήσουμε την τακτική του Νάιτ, τότε για την πορεία της πανδημίας και τις επιπτώσεις της στην οικονομία, ελάχιστα μπορούμε να κάνουμε. Εξ’ αυτού του λόγου ο προϋπολογισμός του 2022 έχει μπροστά του μια μεγάλη αβεβαιότητα. Μη γελιόμαστε, οι οικονομολόγοι και οι προβλέποντες τα οικονομικά, μπορούν μόνο να παρατηρούν το φαινόμενο. Οχι να προβλέπουν την πορεία του.
Μπορούν ωστόσο να ασχοληθούν με τα ρίσκα, που προκύπτουν από τα δεδομένα που έχουμε μπροστά μας ως χώρα. Να δουν για παράδειγμα πώς θα επηρεάσει τα οικονομικά της χώρας το πληθωριστικό κύμα που μας χτύπησε.
Είναι επαρκείς οι προβλέψεις; Χρειάζονται αναθεώρηση, είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο;
Είναι σημαντικό να εκτιμηθεί το βάθος του ενεργειακού προβλήματος. Θα περάσει σε ύφεση; Ο προσδιορισμός του πιθανού χρόνου είναι σημαντικός για μια σειρά από μεγέθη.
Υπάρχουν και αβεβαιότητες που προκύπτουν από άλλες κανονιστικού χαρακτήρα αποφάσεις και μπορούν να μας επηρεάσουν. Για παράδειγμα, το τέλος των προγραμμάτων ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μας βρει προστατευμένους ή απροστάτευτους. Πώς θα επηρεάσει στη μια ή την άλλη περίπτωση, το κόστος δανεισμού της χώρας;
Οι διαπραγματεύσεις για το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο θα φέρουν σταθερότητα για τα δημόσια οικονομικά μας ή θα προσθέσουν κινδύνους, θέτοντας δυσθεώρητους δημοσιονομικούς στόχους, που θα υποθηκεύσουν τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη;
Υπάρχουν και άλλοι κίνδυνοι, ρίσκα, που πρέπει να τώρα να τα δούμε και να τα εκμηδενίσουμε και αφορούν τις δύο βασικές πηγές επιπλέον εσόδων το 2022. Οι εξαγωγές, δηλαδή ο τουρισμός, θα είναι αυτός του 2021 ή αυτός που έρχονταν το 2019; Θα ξοδέψει κατά κεφαλή ο μέσος τουρίστας όσα ξόδεψε φέτος ή όσα ξόδευε πριν από την πανδημία; Το ιδανικό θα ήταν να έχουμε τις αφίξεις του 2019 και την τουριστική δαπάνη του 2021.
Η άλλη πηγή πλούτου το 2022, οι επενδύσεις, θα μπορέσουν να υλοποιηθούν; Εχουμε κάνει αυτά που πρέπει να κάνουμε ως προς τις συνθήκες έγκαιρης αδειοδότησης και χρηματοδότησής τους;
Αυτή είναι η συζήτηση για την επόμενη μέρα στην οικονομία. Για την οικονομία του 2022. Από την έκβαση αυτών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό η ζωή μας. Τα υπόλοιπα είναι είτε ιδεολογήματα, είτε εικασίες επί θεμάτων που δεν μπορεί κανείς να ελέγξει.
από το www.in.gr