Δευτέρα
25
Νοέμβριος
TOP

Τρεις κίνδυνοι για Ελλάδα, Ευρωζώνη και τραπεζικό σύστημα

Οι επιπτώσεις του πολέμου στις τιμές ενέργειας, ο πληθωρισμός και η χαμηλότερη ανάπτυξη ενισχύουν τους κινδύνους για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και την οικονομία της Ευρωζώνης. Οι κίνδυνοι αυτοί είναι μεγαλύτεροι για τις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος, ακριβότερο κόστος δανεισμού και μικρότερο διαθέσιμο εισόδημα.

Πρόκειται για ένα από τα βασικότερα συμπεράσματα της Έκθεσης Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία, αναφερόμενη στο ελληνικό δημόσιο χρέος, σημειώνει ότι αυτό παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ευαισθησία στην αύξηση των επιτοκίων σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, όσον αφορά το κόστος εξυπηρέτησής του και τη μεγέθυνσή του. Γενικά η ΕΚΤ αναφέρει ότι ο πληθωρισμός αυξάνει το κόστος δανεισμού, ενώ από την άλλη μειώνει την πραγματική αξία του χρέους. Αυτό ισχύει τόσο για το δημόσιο χρέος όσο και για τα χρέη νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

Παράλληλα, το δημοσιονομικό έλλειμμα εισήλθε στην κόκκινη περιοχή, καθώς μετατοπίζεται υψηλότερα για το 2022 σε σχέση με τις προηγούμενες προβλέψεις. Αυτό παρατηρείται και σε άλλες χώρες, με τη μεγαλύτερη επιδείνωση να εμφανίζει η Μάλτα, την οποία ακολουθούν Ιταλία, Γαλλία, Σλοβενία, Λετονία, Ισπανία, Σλοβακία. Ακόμα και η Αυστρία πλησιάζει το όριο της κόκκινης περιοχής. Αιτίες αποτελούν οι δαπάνες για τη στήριξη των οικονομιών κατά την πανδημία, οι οποίες συνεχίζονται, λόγω της αβεβαιότητας του πολέμου, με υψηλότερες τιμές ενέργειας (πληθωρισμός), υψηλότερα επιτόκια και χαμηλότερη ανάπτυξη.

Η αύξηση των επιτοκίων έχει σημαντική επίπτωση στις χρηματοδοτικές ανάγκες των υπερχρεωμένων χωρών της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με τα δύο σενάρια που έχει τρέξει η ΕΚΤ, η μεγαλύτερη επίπτωση, σχεδόν κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες ως προς το ΑΕΠ, προκύπτει από αύξηση των επιτοκίων κατά 100 μονάδες βάσης και μείωση του ρυθμού ανάπτυξης κατά 1 ποσοστιαία μονάδα για τρία χρόνια. Αντίθετα, αρκετά μικρότερη, σχεδόν 1-2 ποσοστιαίες μονάδες προς το ΑΕΠ, είναι η επίπτωση που προέρχεται μόνο από την αύξηση των επιτοκίων κατά 100 μονάδες βάσης, χωρίς υποχώρηση της ανάπτυξης.

 Αγορά ακινήτων

Η ελληνική αγορά ακινήτων κατατάσσεται αρκετά μακριά από τις πιθανές χώρες όπου εντοπίζονται αυξημένοι κίνδυνοι για “φούσκα” και όπου η ΕΚΤ έχει ζητήσει αυξημένη εποπτεία. Ειδικά η Ελλάδα εμφανίζεται η χώρα με τη μικρότερη αύξηση τιμών και με τη μεγαλύτερη αποπληρωμή χρέους για απόκτηση στέγης.

Για τα ελληνικά νοικοκυριά, πιθανή διόρθωση στην αγορά ακινήτων, σε συνδυασμό με αύξηση επιτοκίων και μείωση εισοδημάτων λόγω πληθωρισμού, μετατοπίζει τη χώρα στο “βαθύ κόκκινο”, όπου βρίσκονται Κύπρος, Ολλανδία, Λουξεμβούργο και Φινλανδία. Στο όριο εμφανίζονται Βέλγιο, Πορτογαλία και Ισπανία. Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους ως προς το εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα υπολογίζεται στο 17% και είναι το τρίτο υψηλότερο στην Ευρώπη. Ταυτόχρονα, το χρέος των νοικοκυριών προς το ΑΕΠ πλησιάζει το 60%, όπου εκεί βρίσκονται χώρες όπως το Βέλγιο και η Γερμανία.

 Επιχειρήσεις

Οι υψηλότεροι κίνδυνοι για τις επιχειρήσεις εντοπίζονται σε χώρες με αυξανόμενο δημόσιο χρέος, υψηλό ποσοστό κόκκινων δανείων και υψηλή διασύνδεση μεταξύ τραπεζών και δημοσίου χρέους. Παρ’ όλα αυτά, η ΕΚΤ αναφέρει ότι ο δείκτης κινδύνου (Z-score) παραμένει χαμηλότερος σε σχέση με την περίοδο πριν από την πανδημία. Ωστόσο, στο γράφημα που παραθέτει η έκθεση, η Ελλάδα εμφανίζεται με το υψηλότερο ποσοστό δημοσίου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ, υψηλό ποσοστό ευάλωτων επιχειρήσεων (μαζί με την Ιταλία) και το μεγαλύτερο ποσοστό κόκκινων δανείων. Όμως ο τελικός κίνδυνος επηρεάζεται και από άλλους παράγοντες, όπως η έκθεση στο δημόσιο χρέος και σε ευάλωτους κλάδους της οικονομίας.

Η Ελλάδα εμφανίζεται περισσότερο εξαρτημένη στις εισαγωγές από τη Ρωσία σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε., ενώ η εξάρτηση από τις εξαγωγές είναι πολύ μικρή. Το ποσοστό εισαγωγών της Ελλάδος από τη Ρωσία, σε σχέση με το εμπορικό ισοζύγιο, υπολογίζεται γύρω στο 5%, όταν στην Ε.Ε. είναι γύρω στο 4%.

Διαβάστε περισσότερα εδώ

πηγη capital.gr