Κυριακή
24
Νοέμβριος
TOP

Όταν οι New York Times υμνούσαν τις ελληνικές λόγχες

«Είχαν τις ξιφολόγχες τους. Το ηθικό τους. Και τα κλαδιά των πεύκων. Κι απέναντι, οι Ιταλοί είχαν τα άρματά τους, αλλά δεν ήξεραν τι να τα κάνουν.»: Αυτό διαπίστωνε ο ανταποκριτής των New York Times στο ενθουσιώδες ρεπορτάζ του που δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 24ης Νοεμβρίου του 1940 στη μεγάλη αμερικανική εφημερίδα.

Όταν οι New York Times υμνούσαν τις ελληνικές λόγχες

Είχαν τις ξιφολόγχες τους. Το ηθικό τους. Και τα κλαδιά των πεύκων. Κι απέναντι, οι Ιταλοί είχαν τα άρματά τους, αλλά δεν ήξεραν τι να τα κάνουν. Με πενιχρά μέσα, αλλά με πολλή επινοητικότητα και επιδεξιότητα στο πεδίο, κατάφεραν οι Ελληνες να υπερισχύσουν των καλύτερα εξοπλισμένων αντιπάλων τους στο αλβανικό μέτωπο. Αυτό διαπίστωνε ο ανταποκριτής των New York Times στο ενθουσιώδες ρεπορτάζ του που δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 24ης Νοεμβρίου του 1940 στη μεγάλη αμερικανική εφημερίδα.

Πρόκειται για μία από τις πρώτες ανταποκρίσεις, γραμμένη σχεδόν ένα μήνα μετά την κήρυξη του πολέμου, που επικαλείται και μαρτυρίες των στρατιωτών οι οποίοι μόλις είχαν αρχίσει να επιστρέφουν τραυματίες στα μετόπισθεν. Είναι μια γλαφυρή ιστορική αφήγηση, όπου όχι μόνο καταγράφονται λεπτομερώς οι μέθοδοι που είχαν επιστρατευθεί στο θέατρο των επιχειρήσεων, αλλά αποτυπώνεται και η εντύπωση που είχε προκαλέσει στην άλλη άκρη του Ατλαντικού ο ελληνικός αγώνας.

Ο συντάκτης ξεκινάει από αυτό: από την έκπληξη για το γεγονός ότι μια μικρή ευρωπαϊκή χώρα κατάφερνε αυτό που άλλες, μεγαλύτερες, είχαν αποτύχει: «Για πρώτη φορά σε αυτόν τον πόλεμο», γράφει, «με την εξαίρεση της βραχείας νορβηγικής εκστρατείας, οι πολεμικές επιχειρήσεις στο ελληνοϊταλικό μέτωπο πραγματοποιούνται σύμφωνα με ένα παλαιό επιχειρησιακό πρότυπο. Η μηχανοκίνηση και τα σύγχρονα όπλα δεν υπερτερούν της πολεμικής δεξιότητας και του θάρρους των Ελλήνων στρατιωτών».

Ο Αμερικανός ανταποκριτής επικαλείται έμπειρους στρατιωτικούς παρατηρητές, οι οποίοι του επισημαίνουν ότι «τα τρία τέταρτα των μαχών στα αλβανικά σύνορα πραγματοποιούνται, επί του παρόντος, με ξιφολόγχες και τυφέκια, παρόμοια με εκείνα που χρησιμοποιούνταν πριν από είκοσι πέντε χρόνια. Οι μαρτυρίες των τραυματιών που επιστρέφουν από το μέτωπο υποδεικνύουν ότι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό των εχθροπραξιών είναι οι μάχες σώμα με σώμα».

Ακολουθεί αναλυτική περιγραφή των τεχνασμάτων που από τις πρώτες ώρες του πολέμου χρησιμοποιούσαν οι Ελληνες στρατιώτες με μεγάλη επιτυχία, καθώς η ελληνική αντεπίθεση είχε ξεκινήσει στις 14 Νοεμβρίου 1940 και σε οκτώ ημέρες είχε καταφέρει να αναγκάσει τους Ιταλούς να εγκαταλείψουν την Κορυτσά. Δύο ημέρες μετά, οι Times της Νέας Υόρκης εξηγούσαν πώς είχε επιτευχθεί ο άθλος: «Οι Ελληνες έφεραν εις πέρας εγχειρήματα με εξαιρετική επιτυχία εφαρμόζοντας “πρωτόγονες” τεχνικές. Αψήφησαν χωρίς δισταγμό όλα τα προσκόμματα και ρίχτηκαν στη μάχη. Υπάρχουν αναρίθμητες αναφορές για μικρές ομάδες Ελλήνων στρατιωτών που αιχμαλωτίζουν αιφνιδιαστικά τα ισχυρά τσιμεντένια οχυρά του εχθρού, με τυφέκια, ξιφολόγχες και ίσως λίγες χειροβομβίδες.

»Για να καταστούν αόρατοι από τα εχθρικά αεροσκάφη, οι Ελληνες στρατιώτες προελαύνουν, μέσα από ορεινά φαράγγια, κρατώντας, σαν ομπρέλες πάνω από τα κεφάλια τους, κλαδιά πεύκων. Το στοιχειώδες καμουφλάζ αποδείχθηκε εξαιρετικά αποτελεσματικό. Σε κάποιες περιπτώσεις, εξάλλου, οι Ελληνες κατάφεραν να εξοικονομήσουν πυρομαχικά, πλήττοντας τους εχθρούς με μεγάλα αγκωνάρια, ακριβώς όπως έκαναν και οι πρόγονοί τους στον πόλεμο για την ανεξαρτησία του 1821.

«Για να καταστούν αόρατοι από τα εχθρικά αεροσκάφη, οι Ελληνες στρατιώτες προελαύνουν, μέσα από ορεινά φαράγγια, κρατώντας, σαν ομπρέλες πάνω από τα κεφάλια τους, κλαδιά πεύκων».

»Ο πολεμικός εξοπλισμός, όλμοι, τυφέκια, κανόνια, που χρησιμοποιούνται στις μάχες, μεταφέρεται με μουλάρια. Στην πραγματικότητα, μόλις πρόσφατα ο ελληνικός στρατός απέκτησε μηχανοκίνητα μέσα, εξέλιξη για την οποία πρέπει να ευχαριστεί τους Ιταλούς που εγκατέλειψαν πολύτιμο στρατιωτικό υλικό κατά τις διαδοχικές άτακτες υποχωρήσεις τους».

Η σύγκριση

Ο συντάκτης του άρθρου εξηγεί ότι η τεχνολογική υπεροχή των επιτιθέμενων αποδείχθηκε ανώφελη λόγω της μορφολογίας των εδάφους. Νέου τύπου πολεμικά μέσα, που είχαν ήδη δοκιμαστεί σε προηγούμενες μάχες στην Ευρώπη, ήταν απρόσφορα για την αναμέτρηση στα βουνά της Ηπείρου: «Στην Πολωνία και στη Φλάνδρα», γράφει, «οι μηχανοκίνητες μονάδες έκαναν περίπατο. Χάρη στο επίπεδο έδαφος αυτές οι μονάδες κατάφεραν να καλύψουν τάχιστα τεράστιες αποστάσεις. Το θάρρος εκείνων που τις αντιμετώπισαν δεν απέδωσε. Tανκς, τεθωρακισμένα οχήματα και βομβαρδιστικά κάθετης εφόρμησης απλώς συνέχιζαν να βάλλουν τον αντίπαλο κατά κύματα. Τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά στις μάχες που σήμερα μαίνονται στις ορεινές περιοχές των αλβανικών συνόρων. Τα μηχανοκίνητα μέσα είναι, σχεδόν, περιττά.

»Οι Ελληνες στρατιώτες αναγκάστηκαν να βασιστούν στις αρχαϊκές μεθόδους επίθεσης, με εντυπωσιακή επιτυχία. Πρόκειται για ένα είδος πολέμου στο οποίο η ανθρώπινη ψυχή διαδραματίζει και πάλι ρόλο. Το ανθρώπινο στοιχείο είναι σημαντικό. Το θερμό αίμα είναι πιο πολύτιμο από τη βενζίνη.

»Από την άλλη, οι Ιταλοί βασίστηκαν στα πιο σύγχρονα οπλικά μέσα, προσπαθώντας, χωρίς αμφιβολία, να πραγματοποιήσουν ένα είδος ορεινού γερμανικού blitzkrieg, αστραπιαίας προέλασης. Απέτυχαν. Ενας από τους λόγους της αποτυχίας τους είναι ότι δεν κατάφεραν να αντιληφθούν τις τακτικές που απαιτεί η συγκεκριμένη μορφολογία του εδάφους. Επίσης, υποτίμησαν τον χαρακτήρα των Ελλήνων και το αρχέγονο ένστικτο υπεράσπισης των εστιών και της τιμής».

Ο ανταποκριτής μεταφέρει και τον σαρκασμό ενός αξιωματικού του ελληνικού στρατού, ο οποίος δήλωσε στους New York Times ότι «οι Ιταλοί ήταν σαν παιδιά με τα καινούργια μηχανοκίνητα παιχνίδια τους. Ενιωσαν ότι με κάποιον τρόπο θα έπρεπε να εντυπωσιάσουν με αυτά τον κόσμο».

To ρεπορτάζ επισημαίνει τα λάθη στον στρατηγικό σχεδιασμό και την ψυχολογική τους επίπτωση στο στράτευμα. «Οι Ιταλοί συχνά παρεμπόδιζαν τις ίδιες τους τις κινήσεις, και τελικά συνέβαλαν στην ήττα τους, από την εμμονή μεταφοράς αντιαρματικών όπλων στα ορεινά πεδία, παρότι το Γενικό Στρατηγείο τους έπρεπε να γνωρίζει ότι δεν θα είχαν καμία χρησιμότητα. Με αυτόν τον τρόπο, οι Ιταλοί υπονόμευσαν οι ίδιοι τον σκοπό τους, επενδύοντας υπέρμετρα στη σφοδρή, εμπρηστική προπαγάνδα. Από τις ανακρίσεις Ιταλών αιχμαλώτων προκύπτει ότι οι περισσότεροι είχαν παραπλανηθεί και πίστευαν ότι οι Ελληνες θα τους καλωσόριζαν σαν επισκέπτες. Οταν η αλήθεια αποκαλύφθηκε, το σοκ ήταν τεράστιο, προκαλώντας τέτοια καταρράκωση του ηθικού τους, ώστε επήλθε η συντριπτική τους ήττα».

Πηγή: kathimerini.gr