Από τις ακριβότερες χώρες της Ευρωζώνης στα επώνυμα τυποποιημένα προϊόντα σούπερ μάρκετ παραμένει η Ελλάδα, σύμφωνα με αποκαλυπτική μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος που δημοσιεύεται σήμερα, με τις διαφορές να φτάνουν στο 129% στο ανθρακούχο νερό ή στο 56% στο γάλα μακράς διαρκείας UHT.
‘Οπως αναφέρει η εφημερίδα Καθημερινή, παραγωγοί και λιανικό εμπόριο ευθύνονται για μεγάλο μέρος των διαφορών στις τιμές, ενώ και οι καταναλωτικές συνήθειες παίζουν τον ρόλο τους. Σύμφωνα με τους μελετητές, «ο ανταγωνισμός στην αγορά των παραγωγών, η συγκέντρωση της αγοράς λιανικής και οι συνήθειες των καταναλωτών εξηγούν σημαντικό μέρος των διαφορών στις τιμές μεταξύ των χωρών». Δεν είναι τυχαίο ότι ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας έχει αναφερθεί στην ύπαρξη ολιγοπωλιακών συνθηκών στην αγορά, μεταξύ άλλων, τροφίμων.
Οι μελετητές (Αλέξανδρος Καρακίτσιος, Θεοδώρα Κοσμά, Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, Γεώργιος Παπαδόπουλος, Παύλος Πέτρουλας) υπολογίζουν ότι στα προϊόντα με τις υψηλότερες πωλήσεις, η εξομοίωση της δομής της ελληνικής αγοράς και της συμπεριφοράς των καταναλωτών στην Ελλάδα με τα αντίστοιχα επίπεδα της Ευρωζώνης θα οδηγούσε σε μειώσεις στις διαφορές τιμών 17 ποσοστιαίων μονάδων κατά μέσον όρο.
«Υπάρχει δυνατότητα περαιτέρω βελτίωσης, με παρεμβάσεις οι οποίες αυξάνουν τον ανταγωνισμό μεταξύ των παραγωγών, επιφέρουν αλλαγές στη δομή της αγοράς λιανικής και –σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα– έχουν στόχο να οδηγήσουν σε αυξημένο καταναλωτικό αλφαβητισμό», αναφέρει η μελέτη, απευθύνοντας μήνυμα και προς την κυβέρνηση.
Κατά μέσον όρο, η Ελλάδα είναι ακριβότερη (το 2023) σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης κατά 10% σε μια γκάμα 41 κατηγοριών επώνυμων τυποποιημένων προϊόντων και κατατάσσεται μεταξύ των ακριβότερων χωρών της Ευρωζώνης. Υπάρχει, βεβαίως, βελτίωση σε σύγκριση με το 2011, όταν ήταν 19% ακριβότερη. Αλλες χώρες, όμως, όπως η Ιρλανδία, επίσης μεταξύ των ακριβότερων, μείωσαν τη διαφορά από 26% το 2011 σε μόλις 2% το 2023. Κάτω από τον μέσο όρο παραμένουν χώρες όπως η Γαλλία (93%) και η Γερμανία (98%), αν και στην τελευταία η διαφορά έχει μειωθεί από το 2011, όταν ήταν 10% φθηνότερη.
Η μελέτη εστιάζει ειδικότερα σε δύο επιμέρους κατηγορίες προϊόντων, τα πιο ακριβά συγκριτικά με την Ευρωζώνη προϊόντα και αυτά με τα μεγαλύτερα μερίδια πωλήσεων στην Ελλάδα.
• Στα πιο ακριβά –συγκριτικά με την Ευρωζώνη– προϊόντα, οι διαφορές φτάνουν κατά μέσον όρο στο 61%. Ενδεικτικά, ο αλεσμένος καφές είναι 50% ακριβότερος, το βούτυρο 54%, η μαργαρίνη 60% και οι χαρτοπετσέτες 100%.
• Στα προϊόντα με τα υψηλότερα μερίδια πωλήσεων στην Ελλάδα, που είναι και τα πιο αντιπροσωπευτικά για το «καλάθι» του Ελληνα καταναλωτή, η διαφορά περιορίζεται στο 3%, που σημαίνει ότι η Ελλάδα παραμένει, έστω και λίγο, ακριβότερη από την Ευρωζώνη. Αν εξαιρεθεί μάλιστα το ελαιόλαδο, το οποίο είναι 24% φθηνότερο από την Ευρωζώνη, η διαφορά Ελλάδας – Ευρωζώνης ανεβαίνει στο 5%. Ενδεικτικά, στον στιγμιαίο καφέ είναι 17% ακριβότερη, στα δημητριακά 15%, στα ανθρακούχα αναψυκτικά 15% και στο ουίσκι 7%. Εκτός από το ελαιόλαδο, φθηνότερη είναι στο σαμπουάν 13%, στο φρέσκο γάλα 8% και στις βρεφικές πάνες 4%.
Η μελέτη βασίζεται στα αποτελέσματα άλλης ευρωπαϊκής μελέτης των Dixon et al. (2023). Οι μελετητές της Τράπεζας της Ελλάδος κατασκεύασαν υποθετικές τιμές που θα ίσχυαν αν η δομή της ελληνικής αγοράς και της συμπεριφοράς των καταναλωτών εξομοιωνόταν με τα αντίστοιχα δεδομένα της Ευρωζώνης και τα αποτελέσματα στα οποία κατέληξαν είναι εντυπωσιακά:
• Οι τιμές στα πιο ακριβά προϊόντα θα μπορούσαν να είναι 28%-33% χαμηλότερες, περιορίζοντας τη διαφορά των τιμών από την Ευρωζώνη από το 61% στο μισό, δηλαδή στο 31%.
• Οι τιμές στα προϊόντα με μεγάλα μερίδια αγοράς στην Ελλάδα θα μπορούσαν να μειωθούν κατά 17%, κατεβάζοντας το μέσο επίπεδο τιμών στην Ελλάδα κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης. Ωστόσο, στο ελαιόλαδο, που οι Ελληνες συνηθίζουν να το αγοράζουν σε μεγάλες συσκευασίες, η προσαρμογή στις ευρωπαϊκές συνήθειες θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής του κατά 37%!
• Οι τιμές σε άλλα προϊόντα και υπηρεσίες. Οι μελετητές αγγίζουν και το γενικότερο θέμα των τιμών, πέραν των σούπερ μάρκετ, όπως τα μη επεξεργασμένα είδη διατροφής, ενοίκια και υπηρεσίες, με στοιχεία Ιανουαρίου 2024 από τη βάση δεδομένων Numbeo. Σύμφωνα με αυτά, τέσσερις ελληνικές πόλεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο και Λάρισα) κατατάσσονται στην ομάδα των πόλεων με τις χαμηλότερες τιμές για περίπου τα μισά είδη της βάσης δεδομένων (κυρίως μη επεξεργασμένα είδη διατροφής). Για το 13% των ειδών, όπως για είδη σούπερ μάρκετ, φιάλη κρασί, εγχώρια μπίρα και αυγά, αλλά και σερβιριζόμενο καφέ, συγκαταλέγονται σε εκείνες με τις υψηλότερες τιμές. Τέλος, για το 30% των ειδών, όπως τα είδη ένδυσης και ορισμένα επεξεργασμένα είδη διατροφής (φιλέτα κοτόπουλου και εγχώρια τυριά), κατατάσσονται στον μέσο όρο.
πηγη; aftodioikisi.gr