Σε κρίσιμη καμπή για την συνέχιση της παραγωγικής τους δραστηριότητας βρίσκονται οι κτηνοτρόφοι της χώρας μας, οι οποίοι εδώ και πολύ καιρό εκπέμπουν σήμα κινδύνου, προειδοποιώντας ότι αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, τα επόμενα χρόνια, η χώρα μας θα αντιμετωπίσει ακόμα και διατροφικό πρόβλημα.
Ήδη, οι κτηνοτρόφοι της χώρας μας, παράγουν σε συνθήκες ασφυξίας, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί από την εκτόξευση του κόστους παραγωγής, την εκτίναξη του κόστους ενέργειας, αλλά και από την έλλειψη εργατικών χεριών.
Αυτές οι υψηλές τιμές των ζωοτροφών, του ενεργειακού κόστους καθώς και η μείωση του παραγόμενου αιγοπρόβειου και αγελαδινού γάλακτος συνθλίβουν το εισόδημα των κτηνοτρόφων, βάζοντας ουσιαστικά, ταφόπλακα σε έναν παραγωγικό κλάδο, που στηρίζει την ύπαιθρο, τις τοπικές οικονομίες αλλά και την εθνική οικονομία.
Τα «λουκέτα» και οι απώλειες
Η εικόνα των «λουκέτων» σε κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις και φάρμες γαλακτοπαραγωγής, η μείωση των κοπαδιών ή ακόμα και η εγκατάλειψη του επαγγέλματος, φέρνουν στην επιφάνεια εκτιμήσεις ότι «στο μέλλον, εάν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, στην Ελλάδα δεν θα υπάρχουν ούτε γάλα, ούτε κρέας, ούτε άλλα βασικά αγροτικά προϊόντα».
Αν χαθεί και άλλο παραγωγικό ζωικό κεφάλαιο, όπως επανειλημμένα προειδοποιούν οι κτηνοτροφικές οργανώσεις, θα αυξηθούν οι εισαγωγές σε γαλακτοκομικά προϊόντα, θα χαθούν θέσεις εργασίας πέραν των κτηνοτρόφων και από την μεταποίηση, ενώ ο τελικός αποδέκτης, ο καταναλωτής δεν θα έχει πρόσβαση σε φθηνά, αγνά, ελληνικά ποιοτικά προϊόντα.
Άλλωστε όπως χαρακτηριστικά λένε οι κτηνοτρόφοι «όταν χάνεται ένα κοπάδι, ερημώνει η ύπαιθρος», ενώ η απώλεια του ζωικού πληθυσμού της χώρας μας δύσκολα θα αναπληρωθεί.
Οι αριθμοί αποκαλύπτουν
Μία ανάγνωση των επίσημων στοιχείων που βλέπουν το φως της δημοσιότητας κατά καιρούς είτε αυτά προέρχονται από οργανισμούς της χώρας μας είτε από ευρωπαϊκούς, ή ακόμα και από κτηνοτροφικούς φορείς αρκεί για να διαπιστώσει κανείς πως ο αφανισμός του κλάδου είναι βέβαιος, αν συνεχιστεί η ίδια καταστροφική πορεία.
Αποκαλυπτική είναι άλλωστε και η τελευταία απογραφή που πραγματοποίησε η ΕΛΣΤΑΤ το 2021 (έτος αναφοράς 2020) και η οποία αποδεικνύει ότι τόσο οι κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις όσο και ο αριθμός των κοπαδιών έχουν μειωθεί σημαντικά την τελευταία 10ετία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ από το 2009 έως το 2020 οι αμιγώς κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις μειώθηκαν κατά 20% και από 16.210 έφτασαν να λειτουργούν οι 12.974.
Αποκαλυπτικά είναι τα στοιχεία για την μείωση των κτηνοτροφικών από το 2009 έως το 2020, με τις μεγαλύτερες απώλειες να καταγράφονται σε αυτά με τους χοίρους και τα πουλερικά. Ειδικότερα, μειωμένες κατά 69,4% είναι οι χοιροτροφικές εκμεταλλεύσεις, κατά 66,3% οι πτηνοτροφικές, κατά 48,3% οι εκμεταλλεύσεις με αίγες, κατά 38,3% με πρόβατα και κατά 34,9% με βοοειδή.
Αντίστοιχα, λιγότερα είναι και τα ζώα κατά είδος την τελευταία 10ετία. Η μεγαλύτερη μείωση καταγράφεται στα πουλερικά κατά 26,7% και ακολουθούν οι αίγες κατά 25,3%. Στο 21,6% είναι οι απώλειες στους χοίρους, στο 15,7% στα προβατοειδή και στο 3,7% στα βοοειδή.
Μειώσεις όμως, καταγράφονται και στις νέες παραδόσεις γάλακτος, οι οποίες έγιναν από λιγότερους κτηνοτρόφους.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του ΕΛΓΟ Δήμητρα για τον Ιανουάριο του 2023, παραδόθηκαν μειωμένες ποσότητες αγελαδινού γάλακτος συγκριτικά με τον αντίστοιχο μήνα του 2022. Ειδικότερα, τον πρώτο μήνα του 2023 έγιναν παραδόσεις 55.350.568 κιλών αγελαδινού γάλακτος από 1.810 κτηνοτρόφους, ενώ το 2022 οι ποσότητες ήταν 56.185.034 κιλά από 2.030 παραγωγούς.
Η μέση τιμή παραγωγού το 2023 ήταν στα 0,5741 ευρώ/κιλό, ενώ η αντίστοιχη τιμή το 2022 ήταν στα 0,4380 ευρώ/κιλό.
Λιγότεροι όμως ήταν οι κτηνοτρόφοι που παρέδωσαν πρόβειο γάλα την ίδια χρονική περίοδο. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, παραδόθηκαν τον Ιανουάριο του 2023 73.332.589 κιλά πρόβειου γάλακτος από 24.051 παραγωγούς, ενώ το 2022 οι παραγωγοί ήταν 24.983, οι οποίοι παρέδωσαν 72.352.856 κιλά γάλα.
Υπενθυμίζεται, ότι σημαντικές μειώσεις στις παραδόσεις αγελαδινού γάλακτος είχαν καταγραφεί και το 2022 συγκριτικά με το 2021. Σύμφωνα με προηγούμενα στοιχεία του ΕΛΓΟ Δήμητρα, το πρώτο 10μηνο του 2021 ήταν στους 562.643 τόνους, ενώ το αντίστοιχο διάστημα του 2022 ήταν 538.427 τόνοι.
Αντίστοιχα, μειωμένος ήταν και ο αριθμός των αγελαδοτρόφων. Το 2021 τις παραπάνω ποσότητες παρέδωσαν 2.355 κτηνοτρόφοι, ενώ το 2022 ο αντίστοιχος αριθμός έφτασε τους 2.190.
Όμως, ο αφανισμός του ζωικού κεφαλαίου δεν είναι μόνο ελληνική πραγματικότητα, καθώς και στο σύνολό τους τα ευρωπαϊκά κοπάδια συναντάται η εικόνα της εγκατάλειψης.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, ο πληθυσμός των ζώων της ΕΕ συνέχισε να μειώνεται και το 2022.
Συγκεκριμένα, το Νοέμβριο/Δεκέμβριο του 2022 υπήρχαν 134 εκατομμύρια χοίροι, μειωμένοι κατά 5% σε σύγκριση με το 2021, 75 εκατομμύρια βοοειδή (μείωση κατά 1%), 59 εκατομμύρια πρόβατα (μείωση κατά 2%) και 11 εκατομμύρια κατσίκες (μείωση κατά 3%).
Η συνεχόμενη απώλεια κοπαδιών για όλα τα είδη την τελευταία δεκαετία καταγράφεται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ειδικότερα, ο πληθυσμός των κατσικιών σημείωσε τη μεγαλύτερη πτώση αυτή την περίοδο, με ποσοστό κατά 9% το 2022 σε σύγκριση με το 2012.
Μέχρι το 2020, ο πληθυσμός των χοίρων αποτελούσε εξαίρεση σε αυτή την τάση. Ωστόσο, έκτοτε έχει φτάσει τα υπόλοιπα είδη, με αξιοσημείωτες μειώσεις σε καθένα από τα δύο τελευταία χρόνια.
Οι ελληνοποιήσεις
Το πιο σημαντικό ίσως θέμα που «καίει» την ελληνική κτηνοτροφία είναι οι παράνομες ελληνοποιήσεις εισαγωγών γάλακτος που αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της συνολικής κατανάλωσης αλλά και μεγάλη πληγή για τον κλάδο αφού «πολλές φορές αποδεδειγμένα χρησιμοποιούνται για τη νοθεία ΠΟΠ και ΠΓΕ προϊόντων της χώρας, όπως τη φέτα.
Πάντως, οι κτηνοτροφικοί φορείς εκφράζουν την πεποίθησή τους, ότι εάν δεν περιοριστούν οι ελληνοποιήσεις και οι νοθεύσεις, διακινδυνεύεται το μέλλον της ελληνικής κτηνοτροφίας.
Διαχρονικό και πάντα επίκαιρο θα παραμείνει το αίτημα – έκκληση για ενίσχυση των ελέγχων κατά της κερδοσκοπίας σε βάρος των παραγωγών, που οδηγεί στην πλήρη απαξίωση του Έλληνα αγρότη και κτηνοτρόφου, ενώ επιτακτική ανάγκη αποτελεί η λήψη δραστικών μέτρων για την ενίσχυση της κτηνοτροφίας και των ανθρώπων που μοχθούν και συνεχίζουν να παράγουν.
Πηγή: ot.gr