Οι επιδόσεις της Ελλάδας στους διεθνείς δείκτες που μετρούν την ποιότητα της Εκπαίδευσης Κατάρτισης Ενηλίκων (ΕΚΕ) και των θεσμών της είναι απογοητευτικές. Η Ελλάδα συγκεντρώνει “βαθμό” μόλις 1,3 στα 5 σε μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 2019.
Η κακή αυτή επίδοση αφορά κάθε πτυχή της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης: από την ποιότητά της, μέχρι το ενδιαφέρον των πολιτών και των εργοδοτών, την ισότητα των ευκαιριών πρόσβασης, τα διαθέσιμα προγράμματα και τις σχετικές πολιτικές. Η χώρα κατατάσσεται δε τελευταία μεταξύ των χωρών της ΕΕ στην ίδια μελέτη. Επιπλέον, έρευνα του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (γνωστό ως CEDEFOP, με έδρα στη Θεσσαλονίκη) υπογραμμίζει ότι η συνεισφορά των θεσμών της ΕΚΕ στην Ελλάδα στις δεξιότητες του πληθυσμού είναι πενιχρή.
Η ίδια απαισιόδοξη εικόνα επαναλαμβάνεται και σε πολλές μελέτες που μετρούν το επίπεδο των δεξιοτήτων του πληθυσμού. Η Ελλάδα έρχεται πάλι τελευταία μεταξύ των χωρών της ΕΕ στον Ευρωπαϊκό Δείκτη Δεξιοτήτων (ESI), ο οποίος μετράει το κατά πόσο οι εργαζόμενοι σε μια χώρα διαθέτουν τις δεξιότητες που ζητάει η οικονομία. Η επίδοση της χώρας είναι μόλις 23 στα 100. Επίσης, η Ελλάδα κατατάσσεται 23η μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ στην ενότητα του Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) που αφορά τις ψηφιακές δεξιότητες του πληθυσμού.
Πρόκειται για μια διπλή αποτυχία: στην κατάρτιση και την επιμόρφωση των εργαζομένων, αλλά και στις δεξιότητες που οι εργαζόμενοι ήδη έχουν (ή δεν έχουν). Φαίνεται το ένα πρόβλημα να τροφοδοτεί το άλλο.
Πού οφείλεται όμως αυτή η εικόνα; Η νέα μελέτη της διαΝΕΟσις, με συντονιστή τον Ομότιμο Καθηγητή Εκπαίδευσης Ενηλίκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Αλέξη Κόκκο, επιχειρεί να φωτίσει έναν παραμελημένο αλλά πολύ σημαντικό τομέα. Οι συγγραφείς “χαρτογραφούν” διεξοδικά το πλαίσιο λειτουργίας των αντίστοιχων θεσμών, μεταξύ άλλων των Κέντρων Διά Βίου Μάθησης, των ΙΕΚ, των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας, καθώς και των σχετικών δράσεων των ΑΕΙ, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, των κολεγίων και των επιχειρήσεων.
Η δημοσίευση της μελέτης συμπίπτει με τη διάθεση πολύ σημαντικών πόρων του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης σε δράσεις σχετικές με την ΕΚΕ. Oι πόροι αυτοί, περίπου 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ πλέον των προγραμματισμένων, αντίστοιχου ύψους πόρων του ΕΣΠΑ, όπως γράφουν οι συγγραφείς “αναμένεται να επηρεάσουν σε ικανό βαθμό τον όλο προσανατολισμό του συστήματος ΕΚΕ”.
Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη την έρευνα εδώ (PDF link), μια συνοπτική περιγραφή της εδώ, και μια σύντομη παρουσίαση των βασικών σημείων της (PDF).
Μάλιστα, με αφορμή τη δημοσίευση της έρευνας, η διαΝΕΟσις διοργανώνει μια εκδήλωση στο περίπτερο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης στη ΔΕΘ, την Δευτέρα 13/9 στις 19:30, κατά τη διάρκεια της οποίας θα παρουσιαστεί σειρά σχετικών ερευνών της διαΝΕΟσις από μέλη των ερευνητικών ομάδων.
Τι εννοούμε όμως όταν λέμε “Εκπαίδευση και Κατάρτιση Ενηλίκων”; Οι συγγραφείς της έρευνας, οι οποίοι προτιμούν τον παραπάνω όρο από το εξίσου διαδεδομένο “διά βίου μάθηση”, σημειώνουν ότι το “πεδίο ΕΚΕ ως όλο προσφέρει γνώσεις και δεξιότητες που επιτρέπουν στους ενήλικους να αναπτύσσονται ως συντελεστές της παραγωγικής διαδικασίας και ταυτόχρονα να ολοκληρώνονται ως προσωπικότητες και κοινωνικά υποκείμενα”. Είναι δηλαδή εκείνοι οι θεσμοί που προσφέρουν δεξιότητες στον πληθυσμό μέσα από προγράμματα εκπαίδευσης και επηρεάζουν τόσο την οικονομία, μέσω της κατάρτισης σε ανταγωνιστικές δεξιότητες που ζητάει η αγορά, αλλά και την προσωπικότητα των πολιτών μέσω της διαδικασίας της εκπαίδευσης.
Η σημασία των θεσμών της ΕΚΕ για ένα κράτος είναι μεγάλη. Πολλά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης την αναφέρουν ως προτεραιότητα για την οικονομική ανάπτυξη ενώ έχουν δαπανηθεί γι’ αυτή σημαντικά ευρωπαϊκά κονδύλια σε όλες τις χώρες-μέλη. Σύμφωνα με μελέτη του 2016, το επίπεδο ανάπτυξης των δεξιοτήτων των εργαζομένων σχετίζεται σημαντικά με την παραγωγικότητα της οικονομίας σε όλες τις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ. Το 2017, μελέτη του CEDEFOP ανέδειξε ότι τα άτομα με χαμηλές δεξιότητες έχουν πολύ λιγότερες πιθανότητες να βρουν απασχόληση από ό,τι εκείνα με υψηλότερες δεξιότητες -οι πιθανότητες είναι αντίστοιχα 57% και 92%.
Όμως και οι ίδιοι οι Έλληνες δεν είναι αδιάφοροι απέναντι στην ανάπτυξη των δεξιοτήτων: 1 στις 2 ελληνικές επιχειρήσεις θεωρούν ότι η έλλειψη δεξιοτήτων των υπαλλήλων αποτελεί εμπόδιο στον επενδυτικό σχεδιασμό τους. Επιπλέον, οι ίδιοι οι πιθανοί ωφελούμενοι θεωρούν την ΕΚΕ μια καλή ιδέα, ακόμα και στο αναποτελεσματικό ελληνικό πλαίσιο. Περισσότεροι από 9 στους 10 Έλληνες θεωρούν ότι η ΕΚΕ συμβάλλει στην επαγγελματική ανάπτυξη και στην προσωπική πρόοδό τους.
Πολυνομία και κακονομία
Επομένως, παρότι η ΕΚΕ είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα για την οικονομική και κοινωνική ζωή, η πραγματικότητα των δεικτών αλλά και των εμπειρικών παρατηρήσεων στην Ελλάδα, όπως τις καταγράφουν οι συγγραφείς της έρευνας, διαπιστώνουν μια εικόνα εγκατάλειψης. Παρότι το 2020 άρχισε η προσπάθεια για τη δημιουργία ενός νέου, καλύτερου θεσμικού πλαισίου για την εκπαίδευση και κατάρτιση ενηλίκων στην Ελλάδα, με τον νόμο 4763/2020, τα προβλήματα παραμένουν πολλά.
Αναφερόμενοι στις δράσεις ΕΚΕ του πολύ πρόσφατου παρελθόντος, της περιόδου 2012-2019, οι συγγραφείς σημειώνουν ότι “οι δράσεις ΕΚΕ υλοποιούνταν χωρίς συνεκτικό ιστό μεταξύ τους, από ένα ευρύτατο, ετερόκλητο και αχαρτογράφητο πλήθος ιδιωτικών φορέων, καθώς και δημόσιων οργανισμών που εποπτεύονται από δέκα τουλάχιστον Υπουργεία. Τα προβλήματα, δε, επιτείνονταν για λόγους που αφορούν στις συχνές αλλαγές πολιτικής κατεύθυνσης, στην καταιγιστική παραγωγή νομοθετικών πράξεων αλληλοαναιρούμενων και ατελώς διαμορφωμένων, στις ρευστές αρμοδιότητες και στην αβελτηρία των κεντρικών υπηρεσιών, και ταυτόχρονα στον ατελέσφορο συγκεντρωτισμό του συστήματος”.
Και συνεχίζουν: “Γενικά, το πεδίο ΕΚΕ λειτούργησε με κυρίαρχο γνώμονα την απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων και τη διανομή τους, συχνά με μη αξιοκρατικό τρόπο, σε διάφορες ομάδες συμφερόντων. Σε ό,τι αφορά, δε, στο περιεχόμενο των προγραμμάτων, στη συντριπτική πλειοψηφία τους εντάσσονταν στο πεδίο της επαγγελματικής κατάρτισης, με τη γενική εκπαίδευση ενηλίκων να έχει περιθωριακό ρόλο”.
Μισή χρονιά χωρίς εκπαιδευτές
Προκειμένου να αναδείξουν τη σημαντική έλλειψη στρατηγικής γύρω από τις σχετικές δράσεις, οι συγγραφείς δίνουν ένα διαφωτιστικό παράδειγμα, εκείνο του νόμου 4386 που ψηφίστηκε τον Μάιο του 2016. Ο νόμος αυτός κατάργησε τις Περιφερειακές Διευθύνσεις Διά Βίου Μάθησης, που υπάγονταν στο Υπουργείο Παιδείας και μάλιστα είχαν θεσπιστεί μόνο τρία χρόνια νωρίτερα με τον Ν. 4186/2013. Η αλλαγή αυτή είχε ως σκοπό να απλοποιήσει τη λειτουργία των σχετικών δομών. Όμως οι Περιφερειακοί Διευθυντές, μεταξύ άλλων καθηκόντων, συμμετείχαν στα συμβούλια που επέλεγαν τους εκπαιδευτές των ΚΔΒΜ στις αντίστοιχες περιφέρειες. Ο νόμος πρακτικά καθιστούσε απίθανο να διοριστούν εκπαιδευτές στα ΙΕΚ και στα Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας, αφού έπρεπε να συμφωνήσουν σε αυτό κάποιοι των οποίων η θέση είχε μόλις καταργηθεί!
Ασφαλώς, η ανακολουθία εντοπίστηκε και διορθώθηκε με επόμενο νόμο, τον Ν. 4445/2016. Όμως, ο νέος νόμος ψηφίστηκε έξι μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 2016. Επομένως, από τον Μάιο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2016 δεν διορίζονταν εκπαιδευτές. Είναι ρεαλιστικό να υποθέσει κάποιος ότι οι κενές θέσεις πληρώθηκαν λίγο αργότερα, τους πρώτους μήνες του 2017. Επομένως, όπως συμπεραίνουν οι συγγραφείς της έρευνας, “στο μισό εκπαιδευτικό έτος 2016-2017, οι φορείς ΕΚΕ λειτούργησαν χωρίς να διαθέτουν τους απαραίτητους εκπαιδευτές”.
Ελλιπής έλεγχος
Οι αρρυθμίες στη διακυβέρνηση των φορέων ΕΚΕ και οι συνεχείς αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο δεν είναι τα μοναδικά προβλήματα που εντοπίζουν οι ερευνητές. Υπογραμμίζουν, μεταξύ άλλων, το γενικευμένο έλλειμμα κουλτούρας και τεχνογνωσίας ΕΚΕ στη χώρα, το αποδιοργανωμένο σύστημα εκπαίδευσης και πιστοποίησης εκπαιδευτών, την υπολειτουργία της συμβουλευτικής και της πρακτικής άσκησης, καθώς και την έλλειψη αξιολόγησης του συστήματος.
Μία ακόμη διάσταση που προσθέτουν οι ερευνητές (στην αρχή της πανδημίας απασχόλησε την επικαιρότητα και η σχετική υπόθεση “σκοιλ ελικικου”) είναι η ανεξέλεγκτη λειτουργία φορέων παροχής υπηρεσιών. Οι συγγραφείς, στο πλαίσιο της έρευνας, πραγματοποίησαν δεκάδες συνεντεύξεις με εμπειρογνώμονες που γνωρίζουν τα ζητήματα της ΕΚΕ. Μεταξύ όσων μεταφέρουν στο κύριο κείμενο της έρευνας είναι και αποσπάσματα τα οποία αναδεικνύουν το πρόβλημα:
“Οργανώνουν πλέον εκπαιδευτικά προγράμματα πολλοί φορείς οι οποίοι δεν έχουν τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για την ποιότητα αυτού που προσφέρουν”, λέει ένας από τους ειδικούς. “Απουσιάζει ο κρατικός έλεγχος των εκπαιδευτικών δράσεων με αποτέλεσμα να δημιουργούνται θύλακες πλουτισμού σε βάρος της εκπαίδευσης ενηλίκων”, συμπληρώνει κάποιος άλλος.
Μακριά από την αγορά εργασίας
Επιπλέον, η έρευνα επισημαίνει την αποσύνδεση πολλών -ίσως των περισσότερων- προγραμμάτων κατάρτισης από τις ανάγκες της αγοράς εργασίας στη χώρα. Αφενός οι ερευνητές σημειώνουν τη δυσκολία με την οποία κάποιος μπορεί να παρακολουθήσει ένα τέτοιο πρόγραμμα, αφού το 44,6% των προγραμμάτων ΕΚΕ που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα είναι αυτοχρηματοδοτούμενα από τους ίδιους τους συμμετέχοντες, έναντι 19,4% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Όμως επίσης σημειώνουν ότι “η ελληνική Πολιτεία επέλεξε οι χρηματοδοτικοί πόροι να διοχετεύονται περισσότερο σε παθητικές πολιτικές απασχόλησης (επιδοτήσεις) παρά στη συμμετοχή στην κατάρτιση”. Το 2016, ενώ η Ελλάδα ήταν η 21η κατά σειρά χώρα μεταξύ των 28 της ΕΕ στο ποσοστό του ΑΕΠ που διέθετε για την κατάρτιση, αντίστροφα, ήταν στις πρώτες θέσεις (5η) στα προγράμματα επιδοτήσεων απασχόλησης.
Ακόμα και οι σχετικές δράσεις κατάρτισης και επιμόρφωσης των ίδιων των επιχειρήσεων δεν μοιάζουν ιδιαίτερα επιτυχημένες: απορροφούν λιγότερους από 2 στους 10 συμμετέχοντες σε προγράμματα ΕΚΕ, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι υπερδιπλάσιος.
Σχετικά νέος θεσμός
Αναζητώντας τις αιτίες της σημερινής κατάστασης η συγγραφική ομάδα της μελέτης δεν κοιτάζει μόνο στο παρόν, αλλά και στο παρελθόν. Οι ερευνητές αφιερώνουν ένα εκτενές κεφάλαιο σε μια χρήσιμη ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη των δράσεων και των φορέων ΕΚΕ στη χώρα.
Επιχειρούν να αναδείξουν, όπως γράφουν χαρακτηριστικά, ότι “αντίθετα με ό,τι συνέβη στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, στη Βόρειο Αμερική και στην Αυστραλία, [στην Ελλάδα η ΕΚΕ] δεν δημιουργήθηκε εκ των ένδον της κοινωνίας, μέσα από μακρά ιστορική εξέλιξη, ως ένας θεσμός που υπηρετεί την οικονομική, κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη. Διαμορφώθηκε από το κράτος μέσα σε ελάχιστα χρόνια και γρήγορα εξελίχθηκε σε μηχανισμό απορρόφησης των κοινοτικών πόρων που συνέρρεαν, ιδίως από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 με το Α’ ΚΠΣ.”
Τα νυχτερινά σχολεία για ενηλίκους το 1929 αποτελούν τις πρώτες δράσεις ΕΚΕ στην Ελλάδα. Πολύ αργότερα, τη δεκαετία του 1950 ιδρύονται Κέντρα Γεωργικής Εκπαίδευσης, το Ελληνικό Κέντρο Παραγωγικότητας καθώς και το Δίκτυο Λαϊκής Επιμόρφωσης, το οποίο είχε βασικό στόχο την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού. Ωστόσο, ο θεσμός της Λαϊκής Επιμόρφωσης στην περίοδο της δικτατορίας λειτούργησε περισσότερο ως μηχανισμός προπαγάνδας.
¬Κατά τη δεκαετία του 1980, μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ, στα προγράμματα που λειτουργούσαν ήδη ήρθαν να προστεθούν άλλες δράσεις, όπως αυτές του ΟΑΕΔ. Επιπλέον, αναμορφώθηκε πλήρως και ενισχύθηκε “από τα πάνω” ο θεσμός της Λαϊκής Επιμόρφωσης: μέχρι το 1988 είχαν ιδρυθεί 350 Κέντρα Επιμόρφωσης και περισσότεροι από 1 εκατομμύριο πολίτες παρακολούθησαν τα αντίστοιχα προγράμματα (παραδοσιακές βιοτεχνικές δραστηριότητες, κοινωνικά, πολιτιστικά θέματα, κ.ά.), μάλιστα συνήθως σε μαθήματα με διάρκεια άνω των 100 ωρών.
Ευρωπαϊκά κονδύλια και “βαλιτσάκιας”
Ωστόσο, η “άνοιξη” της κατάρτισης σε δεξιότητες με απήχηση στην αγορά και στην κοινωνία της εποχής ήταν σύντομη. Από το 1989 και έπειτα, όπως γράφουν οι ερευνητές, ο θεσμός της ΕΚΕ “ακολουθώντας μηχανιστικά και με υπερβάλλοντα ζήλο τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προκειμένου να εξασφαλίσει τη σχετική χρηματοδότηση, και υφιστάμενος ταυτόχρονα τις πάγιες παθογένειες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης (…) στράφηκε σχεδόν αποκλειστικά προς πρόχειρα σχεδιασμένες δράσεις επαγγελματικής κατάρτισης, μέσα σε συνθήκες αγοραίου και συχνά αθέμιτου ανταγωνισμού”.
Ήταν η περίοδος που δημιουργήθηκαν περίπου 3.500 κερδοσκοπικές εταιρείες (αρκετές από τις οποίες εξελίχθηκαν αργότερα στα γνωστά σήμερα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης) συχνά χωρίς έλεγχο, τεχνογνωσία ή υλικοτεχνική υποδομή. Είναι χαρακτηριστική η μαρτυρία του πρώην Ειδικού Γραμματέα Διαχείρισης Τομεακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων του ΕΚΤ Γ. Ιωαννίδη σχετικά με το “boom” της αγοράς:
“Δίπλα σε αυτό τον αστερισμό εταιρειών έκανε την εμφάνισή του ένας νέος τύπος ‘επιχειρηματία’, ο επονομαζόμενος από τους σχετικούς με τον κλάδο ‘βαλιτσάκιας’. Μεσάζοντες δηλαδή που αναλάμβαναν να παίξουν τον ρόλο του διοργανωτή προγραμμάτων κατάρτισης, μονοπρόσωποι ‘φορείς κατάρτισης’ που –με ένα βαλιτσάκι με τις σχετικές αιτήσεις στο χέρι– αναζητούσαν επιχειρήσεις και άνεργους προκειμένου να τους εντάξουν σε προγράμματα των οποίων η δαπάνη πληρώθηκε, χωρίς όμως να είναι βέβαιο ότι πραγματοποιήθηκε.”
Μετά το 1994 υπήρξαν πιέσεις της Κομισιόν να εξορθολογιστεί το παραπάνω “μαξιμαλιστικό” πλαίσιο, με τη δημιουργία του θεσμού του ΚΕΚ, αλλά και Κέντρου Πιστοποίησης Δομών Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης και Συνοδευτικών Υπηρεσιών. Το 2003 θεσπίστηκε το Εθνικό Σύστημα Σύνδεσης της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης με την Απασχόληση, το οποίο όμως υπολειτούργησε μέχρι το 2009 και έπειτα αδρανοποιήθηκε. Μετά το 1997 άρχισαν επίσης να λειτουργούν σχετικά με την κατάρτιση ενηλίκων προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών σε πέντε ελληνικά πανεπιστήμια. Οι παραπάνω αλλαγές εξορθολόγισαν εν μέρει την κατάσταση των θεσμών ΕΚΕ στην Ελλάδα, όμως δεν στάθηκαν ικανές να ανατρέψουν την εικόνα. Επιπλέον, η γενικότερη αδράνεια της περιόδου 2012-2019, που συνέπεσε με τη χειρότερη φάση της οικονομικής κρίσης, εν μέρει ανέστρεψε την όποια πρόοδο.
Καλές Πρακτικές
Παρότι η “μεγάλη εικόνα” της ΕΚΕ δεν είναι καθόλου κολακευτική για τη χώρα εδώ και δεκαετίες, οι συγγραφείς της μελέτης, πέρα από την αναλυτική καταγραφή των παθογενειών, ξεχώρισαν πολλά καλά παραδείγματα προγραμμάτων κατάρτισης και εκπαίδευση ενηλίκων. Δημοσιεύονται όλα λεπτομερώς τόσο στο βασικό κείμενο της μελέτης αλλά, κυρίως, στο Παράρτημα 1.
¬Οι ερευνητές γράφουν αναλυτικά για το ολοκληρωμένο πρόγραμμα “Πιλοτικό Ελευσίνας”, που σχεδιάστηκε από κοινού με την Παγκόσμια Τράπεζα και την ευρωπαϊκή SRSS (πρώην μέλος της τρόικας), το οποίο στόχευε στους ανέργους ηλικίας 45-65 ετών στην Ελευσίνα. Αντί να αρχίσει με μια απλή ανακοίνωση-προκήρυξη, το πρόγραμμα άρχισε με διάγνωση των ελλείψεων των τοπικών επιχειρήσεων σε ειδικότητες και έπειτα προσάρμοσε το περιεχόμενό του στις 10 ειδικότητες για τις οποίες εκφράστηκε ενδιαφέρον. Ταυτόχρονα οι υπεύθυνοι προσπάθησαν να αντιστοιχήσουν τους ενδιαφερόμενους με τις ειδικότητες μέσω ειδικών εργαλείων “διάγνωσης δεξιοτήτων”. Τελικά, οι 917 ωφελούμενοι προωθήθηκαν ενεργητικά στην απασχόληση, αφού το πρόγραμμα έμεινε ανοιχτό για έναν χρόνο.
Όμως τα καλά παραδείγματα δεν σταματούν εκεί. Στο Παράρτημα 1 μπορείτε να διαβάσετε αναλυτικά 15 διαφορετικές περιπτώσεις καλών πρακτικών που η καθεμία έχει το δικό της ενδιαφέρον. Για παράδειγμα, από το 2015, η πόλη της Λάρισας υπό την αιγίδα της UNESCO, στο πλαίσιο του προγράμματος Learning Cities, άρχισε πολλούς κύκλους μαθημάτων για την προώθηση της έννοιας του ενεργού πολίτη -“σχολές γονέων”, μαθήματα ελληνικών για μετανάστες, ευαισθητοποίηση σε θέματα αναπηρίας, μαθήματα ηλεκτρονικών υπολογιστών για ηλικιωμένους, κ.ά.
Το 2017 το Υπουργείο Παιδείας άρχισε επτά επιτυχημένα πιλοτικά σεμινάρια επιμόρφωσης για τους εκπαιδευτικούς και τα στελέχη των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας. Το 2019, πριν το ξέσπασμα της πανδημίας, το υπουργείο παιδείας σχεδίασε ηλεκτρονικό μάθημα (MOOC) για πιλοτική εξ αποστάσεως εκπαίδευση εκπαιδευτών ενηλίκων. Οι ερευνητές ξεχωρίζουν επίσης προγράμματα επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, όπως των ομίλων Titan, ΕΖΑ και Μυτιληναίος.
Προτάσεις Πολιτικής
Πώς μπορούν όμως καλές πρακτικές όπως οι παραπάνω να αυξηθούν, να γενικευτούν και τελικά να γίνουν ο κανόνας; Προς αυτή την κατεύθυνση, οι συγγραφείς της έρευνας παραθέτουν δεκάδες προτάσεις πολιτικής -συγκεκριμένες θεσμικές και τεχνικές παρεμβάσεις- για τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης και κατάρτισης ενηλίκων στην Ελλάδα. Οι προτάσεις αφορούν στη διακυβέρνηση των σχετικών φορέων, στη χρηματοδότησή τους, στην ενίσχυση και στη διάχυση της κουλτούρας της ΕΚΕ στην κοινωνία και τελικά στη βελτίωση της ποιότητας των ίδιων των προγραμμάτων. Οι παραπάνω προτάσεις χωρίζονται και ανάλογα με τον ιδανικό χρονικό ορίζοντά τους, σε βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες αλλά και μακροπρόθεσμες.
Μεταξύ των πολλών λύσεων που προτείνει η μελέτη είναι η συγκροτημένη κατάρτιση του τριετούς Στρατηγικού Σχεδίου για την Επαγγελματική Εκπαίδευση, Κατάρτιση και Διά Βίου Μάθηση που προβλέπει ο νέος νόμος 4763/2020, η ανάπτυξη και αξιοποίηση συστημάτων διάγνωσης αναγκών σε επαγγέλματα και δεξιότητες, η πιλοτική εφαρμογή συστήματος “Χρηματοδότηση Βάσει Αποτελεσμάτων”, η διαμόρφωση προδιαγραφών για την εκπαίδευση από απόσταση, καθώς και η καταγραφή όλων των φορέων που εντάσσονται στο πεδίο της ΕΚΕ.