Κυριακή
22
Δεκέμβριος
TOP

ΔΝΤ: Το ιδιωτικό χρέος απειλεί την παγκόσμια ανάκαμψη – Τα διλήμματα των κεντρικών τραπεζών

Το ιδιωτικό χρέος θα επιβαρύνει την παγκόσμια οικονομική ανάκαμψη, αναφέρουν σε μελέτη τους που δημοσιεύεται στο IMFBlog, οι αναλυτές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Silvia Albrizio, Sonali Das , Christoffer Koch , Jean-Marc Natal και Philippe Wingender.

Μια αύξηση ρεκόρ του ιδιωτικού χρέους θα μπορούσε να επιβραδύνει την οικονομική ανάκαμψη, αλλά το «φρενάρισμα» στην ανάπτυξη θα ποικίλλει μεταξύ των χωρών αλλά και εντός αυτών.

Στην μελέτη επισημαίνουν ότι, οι κυβερνήσεις πέτυχαν να μειώσουν τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας παρέχοντας άφθονη ρευστότητα στους πληττόμενους καταναλωτές και επιχειρήσεις μέσω πιστωτικών εγγυήσεων, δανείων με ευνοϊκούς όρους και μορατόριουμ στις πληρωμές τόκων.

Όμως, παρόλο που αυτές οι πολιτικές αποδείχθηκαν αποτελεσματικές στη στήριξη των ισολογισμών, οδήγησαν επίσης σε άνοδο του ιδιωτικού χρέους, επεκτείνοντας μια σταθερή αύξηση της μόχλευσης που υποκινήθηκε από υποστηρικτικές χρηματοοικονομικές συνθήκες από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008.

Κατακόρυφη αύξηση

Το παγκόσμιο ιδιωτικό χρέος αυξήθηκε κατά 13% του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος το 2020—γρηγορότερα από την άνοδο που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και σχεδόν τόσο γρήγορα όσο το δημόσιο χρέος.

Οι αναλυτές του ΔΝΤ εκτιμούν ότι τα πρόσφατα επίπεδα μόχλευσης θα μπορούσαν να επιβραδύνουν την οικονομική ανάκαμψη κατά 0,9% του ΑΕΠ στις προηγμένες οικονομίες και 1,3% στις αναδυόμενες αγορές κατά μέσο όρο τα επόμενα τρία χρόνια.

Η… «άλλη» ιστορία

Ωστόσο, τα συγκεντρωτικά στοιχεία δεν λένε όλη την ιστορία. Ο αντίκτυπος της πανδημίας στα οικονομικά των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ποικίλλει μεταξύ των χωρών και εντός αυτών, αντανακλώντας τις διαφορές στις απαντήσεις πολιτικής τους και την τομεακή σύνθεση των οικονομιών τους.

Για παράδειγμα, οι υπηρεσίες έντασης επαφών, όπως η ψυχαγωγία, κατέγραψαν πτώση καθώς οι άνθρωποι έμεναν στο σπίτι, αλλά η παραγωγή και οι εξαγωγές υπολογιστών, λογισμικού και άλλων αγαθών επεκτάθηκαν καθώς οι καταναλωτές ξόδευαν περισσότερα σε συσκευές.

Ο αντίκτυπος στους ισολογισμούς των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, ειδικά εκείνων που ήταν περισσότερο εκτεθειμένοι στην πανδημία, διέφερε πολύ ανάλογα με την υποστήριξη που παρείχαν οι κυβερνήσεις.

Η ανάλυση του ΔΝΤ δείχνει ότι η μετά την πανδημία επιβράδυνση στην ανάπτυξη θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερη σε χώρες όπου, (1ον) το χρέος είναι πιο συγκεντρωμένο στα οικονομικά τεταμένα νοικοκυριά και στις ευάλωτες επιχειρήσεις, (2ον)ο δημοσιονομικός χώρος είναι περιορισμένος, (3ον) το καθεστώς αφερεγγυότητας είναι αναποτελεσματικό, και (4ον) η νομισματική πολιτική πρέπει να αυστηροποιηθεί ταχέως.

Οι πιο «εκτεθειμένοι»

Τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα και οι ευάλωτες επιχειρήσεις (υψηλά χρεωμένες και μη κερδοφόρες επιχειρήσεις που αγωνίζονται να πληρώσουν τόκους) είναι συνήθως λιγότερο ικανά να αντέξουν ένα υψηλό επίπεδο χρέους.

Ως αποτέλεσμα, είναι πιθανό να κάνουν πιο έντονες περικοπές στην κατανάλωση και τις επενδυτικές δαπάνες στο μέλλον. Ως εκ τούτου, η επιβράδυνση στη μελλοντική ανάπτυξη αναμένεται να είναι μεγαλύτερη σε χώρες που παρουσίασαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις στο χρέος μεταξύ των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος και των ευάλωτων επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Κίνα και Νότια Αφρική

Οι καταναλωτές στην Κίνα και τη Νότια Αφρική σημείωσαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις στους δείκτες χρέους των νοικοκυριών μεταξύ των χωρών για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα λεπτομερή στοιχεία.

Αλλά η εμπειρία των νοικοκυριών σε αυτές τις δύο χώρες ήταν πολύ διαφορετική: στην Κίνα η μόχλευση αυξήθηκε περισσότερο μεταξύ των νοικοκυριών με χαμηλότερο εισόδημα, ενώ τα νοικοκυριά με υψηλότερα εισοδήματα αντιπροσώπευαν το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης στη Νότια Αφρική.

Μεταξύ των προηγμένων οικονομιών, τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο είδαν συγκριτικά μεγαλύτερες αυξήσεις στο χρέος από εκείνα στη Γαλλία και την Ιταλία, όπου η μόχλευση μειώθηκε στην πραγματικότητα για τα φτωχότερα νοικοκυριά.

Οι διαφορές στις επιχειρήσεις

Ο αντίκτυπος της πανδημίας στις επιχειρήσεις διέφερε επίσης. Οι ευάλωτες εταιρείες -με μεγάλη συγκέντρωση σε υπηρεσίες έντασης επαφών- συχνά δανείζονταν για να επιβιώσουν από την πτώση των εσόδων που προκάλεσε η πανδημία. Ως εκ τούτου, οι μελλοντικές επενδύσεις είναι πιθανό να είναι χαμηλότερες σε χώρες με υψηλότερο μερίδιο τομέων έντασης επαφών.

Αύξηση του πληθωρισμού και των επιτοκίων

Η μελέτη επισημαίνει επίσης, ότι καθώς οι οικονομίες ανακάμπτουν και ο πληθωρισμός επιταχύνεται, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να λάβουν υπόψη τον αντίκτυπο της σύσφιξης της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής στους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις που έχουν μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση, όταν επιταχύνουν την έξοδο από τις έκτακτες πολιτικές στήριξης.

Για παράδειγμα, εκτιμούν ότι μια αιφνιδιαστική μείωση κατά 100 μονάδες βάσης θα επιβράδυνε τις επενδύσεις από τις εταιρείες με τη μεγαλύτερη μόχλευση κατά 6,5 ποσοστιαίες μονάδες σωρευτικά σε διάστημα δύο ετών—τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες περισσότερες από ό,τι για τις εταιρείες με τη μικρότερη μόχλευση.

Όπου η ανάκαμψη βρίσκεται σε καλό δρόμο και οι ισολογισμοί είναι σε καλή κατάσταση, η δημοσιονομική στήριξη θα μπορούσε να μειωθεί ταχύτερα, διευκολύνοντας το έργο των κεντρικών τραπεζών. Κατά τα άλλα, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να στοχεύσουν τη δημοσιονομική στήριξη στους πιο ευάλωτους στη μετάβαση στην ανάκαμψη, τηρώντας παράλληλα αξιόπιστα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά πλαίσια .

Τα διλήμματα των κεντρικών τραπεζών

Για να αποτραπεί η ταχεία σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής από το να προκαλέσει μεγάλες και δυνητικά μακροχρόνιες διαταραχές, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στις δυσμενείς εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα.

Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε χώρες όπου ένα κύμα χρεοκοπιών σε τομείς που επλήγησαν έντονα από την πανδημία θα μπορούσε να μεταδοθεί και στην υπόλοιπη οικονομία. Οι κυβερνήσεις σε αυτές τις χώρες θα μπορούσαν να δώσουν κίνητρα για αναδιάρθρωση έναντι της ρευστοποίησης και, όπου χρειάζεται, να επεκτείνουν τη στήριξη φερεγγυότητας .

Αφερεγγυότητα, καθεστώτα αναδιάρθρωσης

Οι αρχές θα πρέπει επίσης να ενισχύσουν τους μηχανισμούς αναδιάρθρωσης και αφερεγγυότητας (μέσω αποκλειστικής εξωδικαστικής αναδιάρθρωσης, για παράδειγμα) για να προωθήσουν την ταχεία ανακατανομή κεφαλαίων και εργασίας προς τις πιο παραγωγικές επιχειρήσεις.

Ομοίως, εάν τα μεγάλα χρέη των νοικοκυριών απειλούν την ανάκαμψη, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να εξετάσουν οικονομικά αποδοτικά προγράμματα αναδιάρθρωσης χρέους που στοχεύουν στη μεταφορά πόρων σε σχετικά ευάλωτα άτομα που είναι πιο πιθανό να ξοδέψουν το εισόδημά τους. Αυτά τα προγράμματα θα πρέπει, με το σχεδιασμό τους, να επιδιώκουν την ελαχιστοποίηση του ηθικού κινδύνου .

Οι κίνδυνοι

Εν ολίγοις, η πρόσφατη αύξηση του χρέους των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων εγκυμονεί κινδύνους για τον ρυθμό ανάκαμψης. Ωστόσο, αυτός ο κίνδυνος δεν κατανέμεται εξίσου. Η προσεκτική παρακολούθηση σε πραγματικό χρόνο των ισολογισμών των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα και των ευάλωτων επιχειρήσεων είναι το κλειδί για τη βαθμονόμηση της απελευθέρωσης των μέτρων στήριξης. Αυτό θα μπορούσε να αποτρέψει την ξαφνική δυσφορία όταν οι οικονομικές συνθήκες σφίγγουν.

Πηγη: ot.gr