Λιγότερες κενές θέσεις στα περιφερειακά ΑΕΙ, περισσότεροι εισακτέοι σε τμήματα με αντικείμενο υψηλής ζήτησης στην αγορά εργασίας είναι δύο από τους άξονες που περιλαμβάνει το σχέδιο του υπουργείου Παιδείας για τον αριθμό εισακτέων στα ΑΕΙ για το ακαδημαϊκό έτος 2022-2023.
Ο συνολικός αριθμός των θέσεων, όπως θα ορισθεί από το υπουργείο Παιδείας μέσα στον Μάιο, ενδέχεται να είναι ελαφρώς μειωμένος από τα περυσινά επίπεδα. Το 2021 δόθηκαν συνολικά 77.415 θέσεις στα πανεπιστήμια, στην Ανώτατη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (ΑΣΠΑΙΤΕ) και στις Ανώτατες Εκκλησιαστικές Ακαδημίες (δεν περιλαμβάνονται οι θέσεις στις σχολές των υπουργείων Εθνικής Aμυνας, Προστασίας του Πολίτη και Ναυτιλίας). Ωστόσο, με την καθιέρωση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής (ΕΒΕ) αυτό που θα κυριαρχήσει μετά την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής είναι πόσοι υποψήφιοι θα ξεπεράσουν την ΕΒΕ και θα εισαχθούν σε ΑΕΙ.
Με τον φετινό σχεδιασμό του υπουργείου Παιδείας, και σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της ΕΒΕ, δεν αποκλείεται να υπάρξουν ΑΕΙ που θα έχουν τόσους εισακτέους όσους θεωρούν τα ίδια ότι μπορούν να εκπαιδεύσουν. Κατά πάγια παράδοση, οι προτάσεις των ΑΕΙ αγνοούνται από τις ηγεσίες του υπ. Παιδείας που ορίζει πολύ υψηλότερο αριθμό.
Η «Κ» παρουσιάζει τις φετινές προτάσεις των ΑΕΙ όπως έχουν σταλεί στο υπουργείο Παιδείας. Για το 2022 τα ΑΕΙ ζητούν 43.989, ενώ μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα αναμένεται να στείλει τις προτάσεις του και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Ειδικότερα, ο αριθμός θέσεων εισακτέων που θα οριστεί από το υπουργείο Παιδείας θα κριθεί από το εύρος των συγχωνεύσεων και των καταργήσεων τμημάτων στις οποίες θα αποφασίσει να προχωρήσει η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας ενόψει της επόμενης ακαδημαϊκής χρονιάς. Αναμένεται η τελική πρόταση της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) για το θέμα. Καθώς θα συγχωνευθούν και τμήματα χαμηλής ζήτησης, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ» η ηγεσία του υπουργείου σκοπεύει να δώσει μέρος των «χαμένων», λόγω συγχωνεύσεων/καταργήσεων, θέσεων σε τμήματα υψηλής ζήτησης.
Βέβαια, σημαντική θα είναι η ανακατανομή των θέσεων των κεντρικών ΑΕΙ υπέρ των περιφερειακών ιδρυμάτων. Μάλιστα, η μείωση των θέσεων των κεντρικών ΑΕΙ θα είναι μεγαλύτερη στα τμήματα που είναι αντίστοιχα με τμήματα περιφερειακών ΑΕΙ, προσεγγίζοντας κατά περίπτωση έως και το 25%. Η επιλογή αυτή στοχεύει στο να μην «ξεμείνουν» τα ΑΕΙ της περιφέρειας από φοιτητές τόσο λόγω της ΕΒΕ όσο και λόγω των μετεγγραφών για κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους τον προσεχή Νοέμβριο.
Τα πανεπιστήμια έχουν τη δυνατότητα να περιορίσουν, σε σχέση με το 2021, τις απώλειες εισακτέων λόγω ελάχιστης βάσης εισαγωγής, έχοντας επιλέξει χαμηλότερο συντελεστή.
Χαρακτηριστικά, στις Πανελλαδικές Εξετάσεις του 2021 μετείχαν 92.090 υποψήφιοι και εισήχθησαν στα πανεπιστήμια 62.612, και μαζί με τις σχολές των υπουργείων Εθνικής Αμυνας, Τουρισμού και Προστασίας του Πολίτη ο αριθμός αυξήθηκε. Δηλαδή, ένας στους τρεις έμεινε εκτός ΑΕΙ. Βέβαια, καθώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει ελεύθερη πρόσβαση των αποφοίτων λυκείου στα ΑΕΙ, πάντα υπάρχει χάσμα υποψηφίων – επιτυχόντων. Από την άλλη λόγω της ΕΒΕ, που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το 2021, 17.762 θέσεις στα ΑΕΙ έμειναν κενές, παρότι θα μπορούσαν να καλυφθούν. Η συντριπτική πλειονότητα των κενών θέσεων ήταν σε περιφερειακά ΑΕΙ, τα οποία έκτοτε ζητούν τη στήριξη της πολιτείας.
Ετσι, καθώς καλύπτονται όλες οι θέσεις των κεντρικών ΑΕΙ, η ανακατανομή των θέσεων από τα κεντρικά υπέρ των περιφερειακών ΑΕΙ θα περιορίσει τις απώλειές τους. Συγκεκριμένα, έως και πέρυσι το μερίδιο των κεντρικών – περιφερειακών ΑΕΙ στο σύνολο των προσφερόμενων θέσεων ήταν 40% – 60%. Ομως, οι κενές θέσεις «χάνονταν» από το 60% των περιφερειακών. Στο πλαίσιο αυτό, μια αλλαγή της ισορροπίας υπέρ των περιφερειακών θα μειώσει το τελικό έλλειμμα των περιφερειακών ΑΕΙ, ενώ θα δώσει ανάσα και στα κεντρικά ιδρύματα που δηλώνουν ότι δέχονται πολύ περισσότερους εισακτέους από αυτούς που μπορούν να εκπαιδεύσουν. Χαρακτηριστικά, πέρυσι το Πανεπιστήμιο Αθηνών πήρε με την ετήσια απόφαση του υπ. Παιδείας 5.542 πρωτοετείς Γενικών και Επαγγελματικών Λυκείων και φέτος ζητάει 4.935 εισακτέους. Επίσης, το ΕΜΠ το 2021 πήρε 1.072 εισακτέους και φέτος ζητάει 760. Το ΑΠΘ από την πλευρά του το 2021 πήρε 5.007 εισακτέους, αλλά για φέτος ζητάει 4.137. Και να τονισθεί πως οι εισακτέοι των κεντρικών ΑΕΙ θα αυξηθούν με τις μετεγγραφές του προσεχούς Νοεμβρίου.
Αντίστροφα, τα ΑΕΙ της περιφέρειας δεν αποκλείεται να δεχθούν φέτος τελικά τόσους πρωτοετείς όσους ζητούν. Χαρακτηριστικά, το 2021 το υπουργείο Παιδείας όρισε 5.172 θέσεις για το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Τελικά, μετά την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής, πήρε 2.273 εισακτέους ΓΕΛ και ΕΠΑΛ, ενώ για φέτος το ίδρυμα έχει ζητήσει από το υπουργείο Παιδείας 3.255 θέσεις πρωτοετών.
Από την άλλη, τα ΑΕΙ φέτος έχουν τη δυνατότητα να περιορίσουν, σε σχέση με το 2021, τις απώλειες εισακτέων λόγω ΕΒΕ έχοντας επιλέξει χαμηλότερο συντελεστή. Η ΕΒΕ για κάθε τμήμα προκύπτει από τον μέσο όρο των επιδόσεων των υποψηφίων του επιστημονικού πεδίου στο οποίο είναι ενταγμένο το τμήμα πολλαπλασιασμένο με ένα συντελεστή από 0,8 έως 1,2. Ετσι διαμορφώνεται η ελάχιστη τιμή της ΕΒΕ για όσα τμήματα επέλεξαν συντελεστή 0,8 και η μέγιστη τιμή της ΕΒΕ ήταν 14,38 για εκείνα που επέλεξαν συντελεστή 1,2. Πολλά από τα τμήματα των κεντρικών πανεπιστημίων υιοθέτησαν τον υψηλότερο συντελεστή ΕΒΕ 1,2 και τα τμήματα της περιφέρειας τον χαμηλότερο, δηλαδή 0,8.
Συγκεκριμένα, από το σύνολο των τμημάτων και των τεσσάρων επιστημονικών πεδίων, 127 τμήματα επέλεξαν τον υψηλότερο συντελεστή, δηλαδή 1,2. Από αυτά μόνο τα 28 βρίσκονται εκτός Αθηνών και πρόκειται για τμήματα που έχουν πολύ υψηλή βάση, όπως τμήματα Ιατρικής, Νομικής, Μηχανολόγων Μηχανικών και Ηλεκτρολόγων, που η ΕΒΕ έτσι κι αλλιώς δεν επηρεάζει τον αριθμό των φοιτητών που εισάγονται. Στον αντίποδα, 187 τμήματα επέλεξαν συντελεστή 0,8. Επίσης, 55 τμήματα επέλεξαν συντελεστή από 0,81 έως 0,9. Αλλα 68 τμήματα επέλεξαν συντελεστή 1 και 24 τμήματα συντελεστή από 1,01 έως 1,9. Στην προσπάθεια τα τμήματα ΑΕΙ να περιορίσουν τις κενές θέσεις τους μέσω της ΕΒΕ συνέβαλε και το υπουργείο Παιδείας δίνοντάς τους τη δυνατότητα να αλλάξουν συντελεστή σε σχέση με το 2021. Οπως αναφέρει, μιλώντας για το θέμα στην «Κ», ο μαθηματικός-αναλυτής κ. Στράτος Στρατηγάκης, «τα πανεπιστήμια αξιοποίησαν τους συντελεστές διαμόρφωσης της ελάχιστης βάσης εισαγωγής τους ως το εργαλείο που θα τους επέτρεπε να πετύχουν τον στόχο τους. Τα κεντρικά να μειώσουν τον αριθμό των νεοεισερχόμενων φοιτητών και τα περιφερειακά να πάρουν αυτούς που δεν μπορούσαν να εισαχθούν στα κεντρικά πανεπιστήμια».
H ελάχιστη βάση εισαγωγής και τα πολλά παράδοξα
Ενας στους τρεις υποψηφίους των Πανελλαδικών Εξετάσεων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση ετησίως έχει μέση επίδοση τέτοια που, όταν υπάρχει βάσης εισαγωγής, μένει εκτός ΑΕΙ. Το ποσοστό αυτό παραμένει στα ίδια επίπεδα είτε μιλάμε για τη βάση εισαγωγής του 10 που είχε καθιερωθεί το 2006 επί υπουργίας Μαριέττας Γιαννάκου, είτε για την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής (ΕΒΕ) που ισχύει από το 2021 με απόφαση της νυν υπουργού Παιδείας, Νίκης Κεραμέως.
Ειδικότερα, στις Πανελλαδικές Εξετάσεις του 2021 εφαρμόστηκε για πρώτη φορά η ελάχιστη βάση εισαγωγής, η οποία προκύπτει από τον μέσο όρο των επιδόσεων των υποψηφίων κάθε επιστημονικού πεδίου πολλαπλασιαζόμενο με τον συντελεστή βαρύτητας που επέλεξε κάθε τμήμα ΑΕΙ. Τα τμήματα μπορούσαν να επιλέξουν συντελεστή σε ένα εύρος από το 0,8 έως το 1,2. Σύμφωνα με την επεξεργασία των στοιχείων Πανελλαδικών Εξετάσεων από τον μαθηματικό – αναλυτή κ. Στράτο Στρατηγάκη, το 2021 το 35,9% των υποψηφίων αποκλείστηκε καθώς δεν ξεπέρασε την ελάχιστη βάση εισαγωγής.
Η χαμηλότερη ΕΒΕ στο 1ο επιστημονικό πεδίο (ανθρωπιστικές επιστήμες) διαμορφώθηκε στο 8,94, στο 2ο πεδίο (θετικές επιστήμες) στο 9,58, στο 3ο πεδίο (επιστήμες υγείας) ήταν 9,7 και στο 4ο πεδίο (οικονομίας – πληροφορικής) ήταν 8,27. «Το ποσοστό των υποψηφίων που θα αποκλείονταν το 2020 εάν υπήρχε ΕΒΕ ήταν 34,42%, ενώ το 2021 ήταν 35,90%. Η γενική εικόνα είναι, λοιπόν, ότι ένας στους τρεις υποψηφίους αποκλείεται από την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο χρονιές των υποψηφίων που αποκλείονται είναι 1,48%. Τέτοιες διαφορές δικαιολογούνται από την κατανομή των υποψηφίων στη βαθμολογική κλίμακα. Το 2020 τέθηκαν τα δυσκολότερα θέματα όλων των ετών, με αποτέλεσμα την πρωτοφανή μείωση των αριστούχων. Συγκεκριμένα, οι υποψήφιοι που συγκέντρωσαν πάνω από 19.000 μόρια από όλες τις ομάδες προσανατολισμού ήταν 438 το 2021, ενώ το 2020 ήταν μόλις 150», παρατηρεί στην «Κ» ο κ. Στρατηγάκης.
Αντίστοιχα, το 2006 –όταν είχε καθιερωθεί βάση εισαγωγής στο 10 ή στις 10.000 μονάδες– από τους 99.782 υποψηφίους που κατέθεσαν μηχανογραφικό δελτίο, οι 64.392 ξεπέρασαν τη βάση. Και τότε το ποσοστό της αποτυχίας ήταν 35,46%. Το 2007, με ευκολότερα θέματα σε σχέση με το 2006, το ποσοστό όσων δεν ξεπέρασαν το βαθμολογικό όριο ήταν 30,5%. Αρα προκύπτει ένα σταθερό ποσοστό υποψηφίων –ανάμεσα σε 30% με 35%– κάτω από τη βάση, και μάλιστα παρά τις αυξομειώσεις στη δυσκολία των θεμάτων των Πανελλαδικών Εξετάσεων κάθε χρόνο.
Ωστόσο, πέρα από τους υποψηφίους που αποκλείονται κάθε χρόνο, παρατηρείται στρέβλωση και με τους υποψηφίους που βρίσκονται μεταξύ της ελάχιστης (στην περίπτωση των τμημάτων που επιλέγουν τον χαμηλότερο συντελεστή, δηλαδή το 0,8, για να πολλαπλασιάσουν τον μέσο όρο των υποψηφίων του πεδίου στο οποίο ανήκουν) τιμής της ΕΒΕ και της μέγιστης τιμής της ΕΒΕ (στην περίπτωση των τμημάτων που επιλέγουν τον ανώτερο συντελεστή, δηλαδή 0,2). Οι εν λόγω υποψήφιοι ενώ ξεπερνούν την ελάχιστη τιμή της ΕΒΕ δεν έχουν δικαίωμα να δηλώσουν όποια σχολή θέλουν στη μηχανογραφικό τους δελτίο, έχουν δηλαδή περιορισμένη πρόσβαση στο μηχανογραφικό.
Ενα παράδειγμα: Ενας υποψήφιος που είχε το 2021 στο 2ο πεδίο μέσο όρο 14,3 δεν είχε δικαίωμα να δηλώσει το τμήμα Μαθηματικών Θεσσαλονίκης (είχε ΕΒΕ 14,38), στο οποίο έμειναν κενές θέσεις, ενώ είχε δικαίωμα να δηλώσει το τμήμα Μαθηματικών Ιωαννίνων (είχε ΕΒΕ 9,58). Οπως τονίζει ο κ. Στρατηγάκης, «δεν είναι λογικό ένας υποψήφιος να κρίνεται ανεπαρκής για να σπουδάσει Μαθηματικά στη Θεσσαλονίκη, αλλά επαρκής για να σπουδάσει Μαθηματικά στα Ιωάννινα».
Εκλογίκευση
Ως εναλλακτική της ΕΒΕ, που προκαλεί απώλεια θέσεων εισακτέων, τα πανεπιστήμια προτείνουν στο υπ. Παιδείας να αποδεχθεί τα αιτήματά τους για ορισμό μειωμένου αριθμού εισακτέων. «Τα ΑΕΙ κάθε χρόνο ζητούν λιγότερες θέσεις εισακτέων σε σχέση με τον αριθμό που ορίζει το υπουργείο κάθε Μάιο. Με αυτό που προτείνουμε, η μείωση θα οδηγήσει σε εκλογίκευση του αριθμού των φοιτητών και δεν θα προκαλέσει κραδασμούς στα ιδρύματα. Και αυτό γιατί απώλειες θέσεων λόγω της ΕΒΕ έχουν μόνο τα περιφερειακά ΑΕΙ, ενώ τα κεντρικά ΑΕΙ “βουλιάζουν”», παρατηρεί στην «Κ» ο πρύτανης του Παν. Δυτικής Μακεδονίας, κ. Θεόδωρος Θεοδουλίδης. Ωστόσο, με τη θεσμοθέτηση της ΕΒΕ το υπουργείο Παιδείας άφησε τους υποψηφίους με τις επιλογές τους να διαμορφώσουν την κατάσταση. Με τις επιδόσεις τους στις Πανελλαδικές Εξετάσεις εμμέσως βάζουν την κόκκινη γραμμή κάτω από την οποία οι υποψήφιοι θα κόβονται από τα ΑΕΙ, ενώ παράλληλα με την επιλογή ΑΕΙ (κέντρου ή περιφέρειας) οι υποψήφιοι διαμορφώνουν τη ζήτηση ως προς τα ΑΕΙ.
Πηγη: kathimerini.gr