Του Μανώλη Κοττάκη
Η πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής κυρία Γκίλφοϊλ επικαλέστηκε τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για να «επιστρέψει» στο έτος 2008 και να δικαιολογήσει την αμερικανική απουσία από την ιδιωτικοποίηση του λιμανιού του Πειραιά. Η αναδρομή αυτή είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για αναστοχασμό. Όχι μόνο για το τι συνέβη στο λιμάνι του Πειραιά, το οποίο από τότε πάντως εκτοξεύθηκε σε ό,τι αφορά τη διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων στα κορυφαία της Ευρώπης και πράγματι έγινε κόμβος για τη διακίνηση των κινεζικών προϊόντων στις ευρωπαϊκές αγορές, αλλά για το τι συνέβη και με την ενεργειακή πολιτική της περιόδου εκείνης, η οποία κατηγορήθηκε από στελέχη του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ως φιλορωσική.
Η ίδια η πραγματικότητα και οι επιλογές που κάνει σήμερα η αμερικανική εξωτερική πολιτική αποδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η ενεργειακή πολιτική Καραμανλή δεν ήταν φιλορωσική, ούτε αντιαμερικανική – ήταν στον σκληρό πυρήνα της αντιτουρκική. Και στα χνάρια της βαδίζουν σήμερα οι ίδιες οι Ηνωμένες Πολιτείες, που πλέον δεν εμπιστεύονται πλήρως τη γειτονική χώρα.
Κεντρική κατεύθυνση εκείνης της πολιτικής ήταν η παράκαμψη του Βοσπόρου και η διαφοροποίηση στον εφοδιασμό της χώρας από ποικίλες πηγές ενέργειας – η αποφυγή της εξάρτησης από έναν και μόνο προμηθευτή. Και, βεβαίως, η απεξάρτηση του ενεργειακού εφοδιασμού της Ελλάδος από το τουρκικό έδαφος. Σήμερα που μιλάμε, όλοι οι αγωγοί εφοδιασμού μας από Μόσχα και Αζερμπαϊτζάν διέρχονται από την Τουρκία! (Εννοείται πως τότε η Αμερική δεν είχε σχιστολιθικό αέριο και δεν βρισκόταν στην αγορά.)
Οι αγωγοί που σχεδιάστηκαν τότε να διέρχονται από την Ελλάδα και από τη Μόσχα (South Stream), αλλά και από το Αζερμπαϊτζάν (IGTB) αυτόν τον στόχο είχαν και εγκρίθηκαν, στο φως της ημέρας, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, της οποίας το δόγμα ήταν «προμήθεια φυσικού αερίου 1/3 από τη Νορβηγία, 1/3 από Αφρική και 1/3 από Ρωσία». Σε ένα από τα βιβλία μου, μάλιστα, υπάρχουν καταγεγραμμένα όλα τα πρακτικά της συνόδου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου υπερασπίζεται αυτή την πολιτική και εγκρίνει τον ελληνικό σχεδιασμό – την πολιτική της πολλαπλής διαφοροποίησης. Ο Καραμανλής θεωρούσε τότε ότι η Ελλάδα είχε χρυσή ευκαιρία να αλλάξει συνολικά, σε βάθος χρόνου, το γεωπολιτικό της βάρος απέναντι στην Τουρκία. Οι νέοι εξοπλισμοί της θα ήταν οι αγωγοί.
Το ΑΕΠ της Ελλάδος τότε, αν και χώρα 10 εκατομμυρίων κατοίκων, ήταν ισοδύναμο με το αντίστοιχο της Τουρκίας των 80 εκατομμυρίων κατοίκων. Η θέση της Ελλάδος στα Βαλκάνια, με ένα ευρύτατο τραπεζικό σύστημα εγκατεστημένο και δικτυωμένο σε όλες τις πρωτεύουσες, ήταν πολύ ισχυρή. Χώρες όπως η Αλβανία η Βουλγαρία και η Σερβία ήταν σε απόλυτη συνεννόηση μαζί της για καθετί. Η χάραξη των αγωγών που θα διέρχονταν από την Αλεξανδρούπολη -ο ένας δυτικός, που θα συνδεόταν και με τον κάθετο διάδρομο, και ο άλλος ανατολικός- θα έδινε τη δυνατότητα στην πατρίδα μας να μπει στον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη, να εξασφαλίσει φθηνό φυσικό αέριο για τους κατοίκους της, να μπορεί να αποπληρώνει καλύτερα το χρέος της και να αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερο εκτόπισμα απέναντι στη γειτονική Τουρκία, η οποία ήταν πάντοτε η μοναδική απειλή εξ Ανατολών για το έθνος μας.
Η Αλεξανδρούπολη από τότε ήταν μια περιοχή κομβικής σημασίας για την Ελλάδα και τη Δύση. Ήταν η εποχή, όμως, που η Δύση είχε μεγάλους έρωτες με την Τουρκία και την εμπιστευόταν πλήρως. Στο σχέδιο αυτό της κυβέρνησης Καραμανλή υπήρξαν αντιρρήσεις μέσα στην καρδιά του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, οι οποίες εκφράστηκαν από τη δράση του γνωστού αναπληρωτή βοηθού υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος ήταν παντρεμένος με τουρκικής καταγωγής επιστήμονα. Η αποσταθεροποίηση για την οποία μίλησε η κυρία Γκίλφοϊλ, επικαλούμενη τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ήταν αποτέλεσμα της δράσης αυτών των κέντρων, που διατύπωσαν με μελέτες στο Ινστιτούτο Hudson στις ΗΠΑ την ψευδή θεωρία ότι η διέλευση αγωγών της Ανατολής από το ελληνικό έδαφος θα έχει ως αποτέλεσμα να φθάσει η επιρροή της Ρωσικής Ομοσπονδίας μέσω της ενέργειας στη Μέση Ανατολή. Θεωρία που διατηρούσε τον Βόσπορο στο παιχνίδι.
Η Μόσχα έφτασε στη Μέση Ανατολή, αλλά όχι μέσω της ενέργειας. Για να εγκαταλειφθεί αυτό το εναλλακτικό σχέδιο ενεργειακής τροφοδοσίας της Ελλάδας, υπονομεύτηκε η εξουσία τού τότε πρωθυπουργού της χώρας (με μεθόδους ευθέως ανάλογες με αυτές που πολεμήθηκε και πολεμιέται ο πρόεδρος Τραμπ στις ΗΠΑ μέχρι σήμερα) και αποσταθεροποιήθηκε η κυβέρνηση, κάτι που πιστοποίησε με αποδείξεις βούλευμα της ελληνικής Δικαιοσύνης (2017).
Παρά ταύτα, η πρώτη ενέργεια που έκανε η Δύση, ύστερα από εκείνη στην ουσία ανατροπή της κυβέρνησης Καραμανλή, ήταν να επαναχαράξει τους ενεργειακούς δρόμους και να δεχθεί τη διέλευση του αγωγού TAP επί κυβερνήσεως Σαμαρά από το ελληνικό έδαφος. Η Τουρκία δεν ήταν πια το αγαπημένο παιδί, αλλά ένας προβληματικός σύμμαχος που τους «πούλησε» στον πόλεμο της Ουκρανίας.
Σχεδόν 10 χρόνια μετά την ανατροπή εκείνης της κυβέρνησης, εκείνου του πρωθυπουργού και εκείνης της πολιτικής, που είχε στόχο την παράκαμψη του Βοσπόρου (στον οποίο ο Τούρκος πρόεδρος σχεδιάζει να δημιουργήσει και το κανάλι της Κωνσταντινούπολης, για να αποφεύγει τους περιορισμούς της Συνθήκης της Μοντρέ), ο Αμερικανός πρέσβης Τζέφρι Πάιατ ήρθε για να επιλέξει την Αλεξανδρούπολη ως κόμβο μεγάλης γεωπολιτικής και στρατιωτικής σημασίας, καθώς και για να παρακάμψει τον Βόσπορο, καθώς η Αμερική δεν εμπιστευόταν την Τουρκία στον πόλεμο της Ουκρανίας.
Η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ, όπως την εκφράζει η πρέσβης Γκίλφοϊλ, να καταστεί η Ελλάδα ενεργειακός κόμβος μέσω της Αλεξανδρούπολης και του κάθετου διαδρόμου παρακάμπτει και πάλι τα Στενά του Βοσπόρου, τα οποία οι Τούρκοι ονομάζουν στους χάρτες τους «τουρκικά», αλλά σφραγίζει και δικαιώνει την πολιτική εκείνης της περιόδου. Πήρε 16 χρόνια στις ΗΠΑ για να καταλάβουν τι έκανε ο Καραμανλής, αλλά ευτυχώς.
Οι Αμερικανοί θέλουν να έχουν άριστες σχέσεις με τους Τούρκους για τη Μέση Ανατολή, αλλά δεν τους εμπιστεύονται να ελέγχουν τα στενά, όταν πρόκειται για ενεργειακές τροφοδοσίες και μεταφορά στρατιωτικού εξοπλισμού.
Η μεγάλη διαφορά τού τότε με το τώρα είναι ότι η Ελλάδα σχεδίασε την πολιτική της για να εξυπηρετήσει πρωτίστως το εθνικό της συμφέρον απέναντι στην Τουρκία και, μέσω του δικού της εθνικού συμφέροντος, να προωθήσει και το συμμαχικό συμφέρον. Η παράκαμψη του Βοσπόρου ήταν μια εθνική πολιτική ελληνικής ιδιοκτησίας με συμμαχικό όφελος. Στις μέρες μας, αυτό έγινε με τον ακριβώς ανάποδο τρόπο, και για την παράκαμψη του Βοσπόρου και για την επιλογή της Αλεξανδρούπολης. Επιβλήθηκε πρωτίστως ως συμμαχική πολιτική, αρχικά από τον πρέσβη Πάιατ ως στρατιωτικός κόμβος και τώρα από την πρέσβη Γκίλφοϊλ ως ενεργειακός κόμβος. Και πάλι, όμως, κάτι λείπει. Όταν αύριο ή το αργότερο σε πέντε χρόνια θα έχει λήξει ο πόλεμος και θα υπάρξει συνεργασία της Αμερικής με τη Ρωσία, θα τεθεί ως ερώτημα εάν ο κάθετος διάδρομος μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αγωγός για τη μεταφορά φυσικού αερίου από Βορρά προς Νότο και όχι μόνο από τον Νότο προς τον Βορρά, όπως συμβαίνει σήμερα. Ώστε να μην μπουν ξανά στο παιχνίδι η Τουρκία, ο Turk Stream και ο Βόσπορος. Αυτό δεν πρέπει να το σκεφτούμε, κυρία πρέσβη; Τροφή για σκέψη!
ΠΗΓΗ https://www.antinews.gr/