Αντίστροφα μετρά ο χρόνος για τη συγκομιδή της φετινής ελαιοπαραγωγής με τον προβληματισμό για μια σειρά από ζητήματα να μη λείπει. Από τη μία το αυξημένο καλλιεργητικό κόστος, όπου ακόμη και αν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις για καλή τιμή, ποιότητα και ποσότητα, θα… μειώσει αρκετά το όποιο κέρδος, από την άλλη, η έλλειψη εργατικών χεριών που θα καταστήσει τόσο ακριβά, όσο και δυσεύρετα όσα προκύψουν με την αγωνία, έκδηλη.
Μέσα σε όλα, στο φόντο της ενεργειακής κρίσης και το θέμα του αυξημένου κόστους στα ελαιοτριβεία, τα οποία ζητούν στήριξη με σχετική επιδότηση από το κράτος αντίστοιχη με εκείνη των αρτοποιείων, προκειμένου αυτό, να μην μετακυλιστεί στον παραγωγό. Χαρακτηριστικές ήταν στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων της τηλεόρασης Best οι αναφορές του προέδρου του Συνδέσμου Ελαιοτριβείων Μεσσηνίας Γιάννη Ηλιάδη, ο οποίος έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου τονίζοντας πως αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα για την προστασία του προϊόντος, η φετινή ελαιοκομική περίοδος θα οδηγηθεί σε καταστροφή.
Θα πρέπει να υπογραμμιστεί η μεγάλη οικονομική και κοινωνική σημασία της παραγωγής και εξαγωγής αυτού του προϊόντος, αφού συμβάλει σημαντικά στο ΑΕΠ της χώρας, με περίπου 1 δισ. ευρώ, είναι άμεσα εξαγώγιμο και συμβάλει θετικά στο εμπορικό ισοζύγιο. Συμβάλει, επίσης, στο εισόδημα 500.000 περίπου ιδιοκτητών ελαιόδεντρων, 1.300 ελαιοτριβείων, 32 πυρηνελαιουργείων και περίπου 600 τυποποιητηρίων, καθώς επίσης και του ανθρώπινου δυναμικού που εργάζεται στους ελαιώνες και στις ανωτέρω επιχειρήσεις. Η χώρα μας είναι η 3η σε μέγεθος χώρα παραγωγής ελαιολάδου στον κόσμο, με μέσο όρο παραγωγής 300.000 τόνους ανά έτος, ενώ φέτος η παραγωγή αναμένεται να είναι αυξημένη κατά 30.000 τόνους.
Να σημειωθεί ότι τα ελαιοτριβεία λειτουργούν εποχικά και όπως επισημαίνεται «η ελαιοκομική περίοδος έχει ξεκινήσει σε μια συγκυρία αρνητική, αναφορικά με τα έξοδα λειτουργίας τους και ιδιαίτερα το ενεργειακό κόστος, που θα τα οδηγήσει σε αδιέξοδο στο οποίο θα συμπαρασύρουν αγρότες και όλες τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που στηρίζονται στη δική τους παραγωγή εντός της παραγωγικής αλυσίδας, γεγονός που θα έχει επιπτώσεις συνολικά στην οικονομία της χώρας μας».
Συγκεκριμένα, σήμερα, μετά την αύξηση των τιμολογίων ρεύματος, το κόστος για ένα ελαιοτριβείο, ανά τόνο παραγόμενου ελαιόκαρπου θα κυμαίνεται από 10 εύρω που ήταν το 2019 σε 60 έως 80 ευρώ ο τόνος, ανάλογα με τον πάροχο ηλεκτρικής ενέργειας. «Η μεταβολή αυτή είναι της τάξεως από 600% έως 700% χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αύξηση στις ρυθμιζόμενες χρεώσεις (ΔΕΔΔΗΕ κ.λπ.) αφού υπολογίζεται μόνο η αύξηση στην καταναλισκόμενη ενέργεια (Kwh)», τονίζεται στην επιστολή.
Παράλληλα, έως το 2019 ο μέσος όρος αμοιβής ενός ελαιοτριβείου ήταν περίπου 70 ευρώ ανά τόνο ελαιόκαρπου (συμπεριλαμβανομένων όλων των εξόδων). Με τις σημερινές αυξήσεις στο κόστος ενέργειας η αμοιβή του ελαιοτριβείου, (χωρίς να υπολογιστεί καμία άλλη αύξηση πχ σε υλικά, εργατικά κλπ), θα πρέπει να αυξηθεί από 130 έως 150 ευρώ ανά τόνο ελαιόκαρπου κι αν υπολογιστούν και οι υπόλοιπες αυξήσεις το εκθλιπτικό δικαίωμα θα πρέπει να φθάσει έως 180 ευρώ ανά τόνο ελαιοκάρπου, το οποίο σε τιμές παραγόμενου ελαιολάδου θα προσεγγίσει ποσοστό άνω του 25% με 30 %, αμοιβή που ο παραγωγός θα αδυνατεί να καταβάλει αφού το εισόδημα που θα αντλήσει από την πώληση του ελαιολάδου θα φθάσει οριακά να καλύψει τα δικά του έξοδα συγκομιδής. Αυτό ενέχει τον σοβαρό κίνδυνο να μην συγκομιστούν μεγάλες ποσότητες ελαιοκάρπου.
Χαρακτηριστικά ήταν όσα ανέφερε και για τη στήριξη στα πυρηνελαιουργεία, σημειώνοντας πως «αν… φρακάρουν δε θα μπορούμε κι εμείς να δουλέψουμε. Η Περιφέρεια πρέπει να κάνει το αυτονόητο», είπε ο κ. Ηλιάδης.