Παρακολουθούσα, τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου 2007, από την Αθήνα, με κομμένη ανάσα την εξέλιξη των πυρκαγιών που αφάνιζαν τόπους που αγαπούσα και πλησίαζαν επικίνδυνα και την ίδια την ιδιαίτερή μου πατρίδα στον Μεσσηνιακό κάμπο. Οταν ανακοινώθηκε ότι οι φωτιές είχαν τεθεί υπό έλεγχο, πήρα, χωρίς δισταγμό, τον εξοπλισμό μου και πήγα οδικώς στις καμένες περιοχές. Φωτογραφικές εικόνες από τα κατεστραμμένα από τη φωτιά σπίτια και αυτοκίνητα στα χωριά της Ηλείας είχαν ήδη δει τη δημοσιότητα και με είχαν συγκλονίσει.
Ομως το δικό μου έργο, όπως το είχα συλλάβει, ήταν να περιγράψω ένα φαινόμενο. Φαινόμενο τόσο ακραίο κι εκτεταμένο που η προσέγγισή του θα απαιτούσε δουλειά σε πολλές τοποθεσίες και σε βάθος χρόνου. Το θεωρούσα καθήκον απέναντι στον τόπο να αποτυπωθεί ένα τόσο δυσοίωνο –ήμουν βέβαιος– γεγονός. Τίποτα όμως δεν με είχε προετοιμάσει για την πρώτη επαφή με το τοπίο που πρόβαλλε εμπρός μου. Εμεινα άφωνος! Ηταν η αίσθηση ενός άλλου πλανήτη.
Σημειώσεις των ημερών εκείνων: «Σκληρές γραμμές σαν σε χαρακτικό του Durer, το γυμνό έδαφος ακτινογραφία του αρχικού τοπίου. Τοπίου σιωπηλού τώρα κι απόκοσμου, θύματος της μεγαλύτερης περιβαλλοντικής καταστροφής των νεότερων χρόνων».
Στο καμένο πευκόδασος του Καϊάφα με τα πόδια χωμένα ως πάνω απ’ τον αστράγαλο σε κάτασπρη στάχτη ψιλή σαν σκόνη, μέσα σε μία άκρα, νεκρική ησυχία που τόνιζε την απουσία κάθε ζωντανού πλάσματος, αντικρίζοντας όρθια ακόμα, αλλά νεκρά τα δέντρα, να εκπέμπουν πύρινα χρώματα από τις καψαλισμένες πευκοβελόνες, άρχισα να καταλαβαίνω ότι υπήρχε και κάτι πέρα, κάτι διαφορετικό από τον τρόμο της καταστροφής.
Αν, από την ανθρώπινη οπτική, οι συγκλονιστικότερες στιγμές του δράματος αυτού ήταν τα τελευταία λόγια της μητέρας που χάθηκε με τα παιδάκια της στο υπόγειο του παραδομένου στις φλόγες σπιτιού, ιδίως σε αντιπαράθεση με τις εικόνες των αδιάφορων λουόμενων στην παραλία της Ζαχάρως με φόντο τις θεόρατες φλόγες και τον καπνό, αυτό δεν σήμαινε ότι η φύση εξέφραζε τα όσα υφίστατο με όρους σαν τους παραπάνω. Καταλάβαινα ότι ακόμα και μέσα στην πιο ακραία της μορφή, αυτή της ολικής καταστροφής από τη φωτιά, αυτή γεννά πράγματα φανταστικά, εξώκοσμα και υπερβατικά. Και ξαναγεννιέται με έναν τρόπο που μόνο αυτή ξέρει, αρκεί να την αφήσουμε να το κάνει.
Σε αυτές τις υπερβάσεις προσπάθησα να δώσω μορφή.
«Μεγάλη χαρά όταν βγαίνει μια φωτογραφία που εναρμονίζει τα στοιχεία της καταστροφής σε μία εικόνα που δεν τα αποσιωπά αλλά τα εξυψώνει. Χαρά, λίγο αργότερα, όταν βλέπω ότι αρχίζει το έργο της αναγέννησης».
«Ανάγκη να προλάβω. Τα πράγματα αλλάζουν από μέρα σε μέρα».
Συνέχισα να φωτογραφίζω για έναν ολόκληρο χρόνο στα ίδια μέρη, συχνά από την ίδια ακριβώς θέση. Οι φθινοπωρινές βροχές έφεραν νέα θαύματα μέσα από την εμπλουτισμένη με στάχτη γη. Αλλά και τα αντιπλημμυρικά φράγματα και η κοπή των μεγάλων δέντρων. Η συγκίνηση της επούλωσης σε κάθε φυλλαράκι και μίσχο. Την άνοιξη η φύση είχε βρει «την καλή και τη γλυκιά της ώρα». Μέσα όμως από τα αγριολούλουδα ξεπρόβαλαν μαύροι κορμοί που ήταν αμφίβολο αν θα βλάσταιναν πάλι.
Το επόμενο καλοκαίρι όλα τα δέντρα του Καϊάφα ήταν κομμένα. Επικρατούσε ξεραΐλα και ελλόχευε ο κίνδυνος νέων πυρκαγιών. Ολοκλήρωσα τις λήψεις ακριβώς ένα χρόνο από τότε που ξεκίνησα.
Οι σημειώσεις μου κατέληγαν: «Ομως τα βράδια, στον ύπνο μου, έχω εφιάλτες ότι οι φωτιές συνεχίζουν να καίνε και ελικόπτερα πετάνε από πάνω μου».
* Ο κ. Περικλής Μπούτος είναι διπλωμάτης και φωτογράφος.
ΠΗΓΗ: WWW.KATHIMERINI.GR