Κυριακή
17
Νοέμβριος
TOP

Κινδύνους διεθνούς ύφεσης εγκυμονεί ο πόλεμος Πούτιν

Εως και τρία χρόνια ύφεση στην παγκόσμια οικονομία ενδέχεται να προκαλέσει η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που, συνεπικουρούσης και της αντίδρασης της Δύσης, τείνει ήδη να επιταχύνει τον πληθωρισμό, ενώ προκαλεί κραδασμούς στις αγορές ανά τον κόσμο. Οι τιμές της ενέργειας είναι αναμφισβήτητα η κύρια οδός μέσω της οποίας μεταφέρεται ο αντίκτυπος της ουκρανικής κρίσης στις οικονομίες πολύ πέραν των συνόρων της. Η περαιτέρω εκτόξευσή τους εν μέσω ενεργειακής κρίσης είναι όμως αναπόφευκτο συνεπακόλουθο τόσο της εισβολής όσο και των κυρώσεων όπως φάνηκε τις τελευταίες δύο ημέρες, με το πετρέλαιο να υπερβαίνει τα 100 δολάρια το βαρέλι και το φυσικό αέριο τα 140 ευρώ η μεγαβατώρα.

Σύμφωνα με τον Νιλ Σέρινγκ, αναλυτή της Capital Economics, στη χειρότερη περίπτωση οι τιμές του πετρελαίου θα φτάσουν στα 120 με 140 δολάρια το βαρέλι. Αν, όμως, παραμείνουν σε τέτοια επίπεδα μέχρι το τέλος τους έτους, συνοδευόμενες και με την ανάλογη άνοδο των τιμών του φυσικού αερίου, τότε θα αυξηθεί ο πληθωρισμός κατά περίπου δύο ποσοστιαίες μονάδες στις ανεπτυγμένες οικονομίες και κυρίως στην Ευρώπη. Δεδομένου ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη βρίσκεται ήδη στο 5,1% και στις ΗΠΑ στο 7,5%, μια περαιτέρω επιτάχυνσή του θα εξωθήσει τις κεντρικές τράπεζες να επισπεύσουν τη στροφή στην περιοριστική νομισματική πολιτική, αυξάνοντας όμως έτσι και τον κίνδυνο να υπονομεύσουν, την εύθραυστη ανάκαμψη από την ύφεση της πανδημίας.

Στο μεταξύ, συντασσόμενες με το πνεύμα των κυρώσεων κατά της Ρωσίας, ορισμένες ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν ήδη αρχίσει να επιβάλλουν περιορισμούς στη χρηματοδότηση συναλλαγών εμπορευμάτων που σχετίζονται με τη Ρωσία και την Ουκρανία. Ανάμεσά τους οι ολλανδικοί τραπεζικοί κολοσσοί ING Groep και Rabobank που άρχισαν να περιορίζουν τον δανεισμό σε συμφωνίες για μεταφορά εμπορευμάτων από τη Ρωσία και την Ουκρανία. Αλλες ευρωπαϊκές τράπεζες περιορίζουν την έκθεσή τους στις δύο χώρες ή διακόπτουν την έκδοση πιστώσεων και τιμολογίων για φορτία από τη Ρωσία. Μιλώντας στο Bloomberg, ο Ζαν Φρανσουά Λαμπέρ, πρώην τραπεζικό στέλεχος και νυν σύμβουλος της Lambert Commodities, προέβλεψε πως «μακροπρόθεσμα η κατάσταση μπορεί να γίνει πολύ πιο δύσκολη, καθώς οι τράπεζες θα περιορίζουν την έκθεσή τους και στο τέλος θα είναι τρομερά δύσκολο να αγοράσει κανείς οτιδήποτε από τη Ρωσία ή να πουλήσει οτιδήποτε στη Ρωσία».

Εξίσου επιζήμιες αναμένεται να αποδειχθούν οι κυρώσεις κατά των ρωσικών τραπεζών που τα τελευταία χρόνια είναι πολύ πιο ενεργές στη χρηματοδότηση του παγκόσμιου εμπορίου. Στην ενίσχυση της θέσης τους στο παγκόσμιο εμπόριο συνετέλεσε και η απόφαση τραπεζικών κολοσσών, όπως οι ABN AMRO και BNP Paribas, να εγκαταλείψουν τα εμπορεύματα. Οι κραδασμοί στο διεθνές εμπόριο επεκτείνονται ακόμη και στις στενές εμπορικές σχέσεις της Ρωσίας με την Κίνα, που είναι ο μεγαλύτερος πελάτης της Ρωσίας ως προς την αγορά ρωσικού πετρελαίου. Κινεζικές βιομηχανίες που εισάγουν πετρέλαιο από τη Ρωσία «παγώνουν» προς το παρόν τις αγορές τους και δηλώνουν πως θα τηρήσουν στάση αναμονής μέχρις ότου διαπιστώσουν πώς θα επηρεαστούν η χρηματοδότηση και οι πληρωμές, αλλά ακόμη και ο χειρισμός των εισαγωγών.

Ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν αρχίσει να επιβάλλουν περιορισμούς στη χρηματοδότηση συναλλαγών εμπορευμάτων που σχετίζονται με Ρωσία και Ουκρανία.

Σε ό,τι αφορά τη διαφαινόμενη επιτάχυνση του πληθωρισμού, ο Κρίσνα Γκούχα, αντιπρόεδρος της Evercore ISI, δήλωσε στους Financial Times πως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία «περιπλέκει τις προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών στις δύο πλευρές του Ατλαντικού να δρομολογήσουν μια ομαλή προσγείωση του πληθωρισμού από τα υψηλά επίπεδα στα οποία τον οδήγησε η πανδημία». Και όπως επισημαίνει ο Χιου Γκίμπερ, αναλυτής διεθνών αγορών στην J.P. Morgan Asset Management, η πίεση στις κεντρικές τράπεζες αυξάνει την πιθανότητα να προβούν στη λάθος κίνηση υπονομεύοντας την ανάκαμψη. Και την ίδια στιγμή αναλυτές του Bloomberg υπογραμμίζουν πως η συγκυρία επαναφέρει τον κίνδυνο του στασιμοπληθωρισμού. Ο κίνδυνος να ανακοπεί η ανάπτυξη προέρχεται, άλλωστε, από την περαιτέρω εκτόξευση των τιμών της ενέργειας, καθώς αναγκάζει τα νοικοκυριά να διαθέτουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο του διαθέσιμου εισοδήματός τους για θέρμανση και καύσιμα κίνησης, με αποτέλεσμα να περιορίζουν τις δαπάνες τους για την αγορά άλλων αγαθών και υπηρεσιών.

Η αβεβαιότητα που προκαλεί η κρίση ενδέχεται, άλλωστε, να εξωθήσει τόσο τα νοικοκυριά όσο και τις επιχειρήσεις να αυξήσουν την αποταμίευση και επομένως να μειώσουν τις δαπάνες τους επιβραδύνοντας τους ρυθμούς ανάπτυξης. Μιλώντας στους Financial Times, ο Ιαν Σέφερντσον, επικεφαλής των οικονομολόγων της Pantheon Macroeconomics, τονίζει πως η επιβράδυνση της ανάπτυξης είναι αναπόφευκτη καθώς «η καταναλωτική εμπιστοσύνη υποχωρεί παντού και αυτό συνεπάγεται χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από αυτούς που θα περιμέναμε υπό άλλες συνθήκες σε Ευρώπη, ΗΠΑ και αναδυόμενες αγορές». Οικονομικοί αναλυτές, όπως ο Χόλγκερ Σμίντιγκ της επενδυτικής Berenberg, εκτιμούν πως ο αντίκτυπος στην παγκόσμια οικονομία θα εξαρτηθεί από το «πόσο άσχημα θα εξελιχθεί ο πόλεμος στην Ουκρανία».

Πηγή: kathimerini.gr