Αυξάνονται οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις στη χώρα, κρατώντας την Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ των υπόλοιπων χωρών της Ευρώπης
Με νοσοκομειακή λοίμωξη – συνήθως πνευμονία – προσβάλλεται το 12,1% των νοσηλευομένων στα νοσοκομεία της χώρας, μέσα σε 48 ώρες από την εισαγωγή, σχεδόν στο 70% των περιπτώσεων (69,6%). Ειδικά στις ΜΕΘ, το ποσοστό εκτινάσσεται στο 45,7% των νοσηλευομένων.
Και μάλιστα το 69,3% των μικροβίων είναι ανθεκτικά στα αντιβιοτικά.
Η ενδονοσοκομειακή λοίμωξη από SARS-CoV-2 είναι η τέταρτη συχνότερα δηλούμενη (8,4%), με πρώτη την κλεμπσιέλλα που αφορά το 20,5% των περιπτώσεων. Όμως σε κάθε ασθενή με λοίμωξη, αντιστοιχεί παραπάνω από μία λοίμωξη – κατά μέσο όρο 1,2 λοιμώξεις.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από έρευνα του ΕΟΔΥ για τις νοσοκομειακές λοιμώξεις και την μικροβιακή αντοχή. Στη μελέτη συμμετείχαν 50 νοσοκομεία από όλη τη χώρα και συνολικά συμπεριλήφθηκαν 9.707 νοσηλευόμενοι. Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε δύο περιόδους, Απρίλιο έως Αύγουστο 2022 και Οκτώβριο έως Δεκέμβριο 2022.
Από αυτούς που εισάγονται στο νοσοκομείο με λοίμωξη (το 28,6%), η προσβολή έχει ήδη συμβεί από προηγούμενη νοσηλεία του και γίνεται επανεισαγωγή στο 7,5% των περιπτώσεων, άλλο νοσοκομείο στο 8,9%, μονάδες χρονίως πασχόντων στο 2,9% και μη καθορισμένης προέλευσης στο 9,2%. Για το 1,8% των λοιμώξεων η προέλευση δε μπορούσε να καθοριστεί.
Σύμφωνα με την έρευνα, οι νοσοκομειακές λοιμώξεις είναι συχνότερες στις ΜΕΘ (45,7% των νοσηλευομένων), ενώ ακολουθούν οι ασθενείς που νοσηλεύονταν σε κλινικές του παθολογικού τομέα (μεταξύ αυτών εσωτερική παθολογία, καρδιολογία, ογκολογία κ.α.) με επιπολασμό 13,5% και σε κλινικές του χειρουργικού τομέα (γενική χειρουργική, ΩΡΛ κ.α.) με επιπολασμό 8,2%. Αντίθετα, οι λοιμώξεις αυτές καταγράφηκαν λιγότερο συχνά στους νοσηλευόμενους παιδιατρικών κλινικών (3%), μαιευτικής – γυναικολογίας (1,4%) και ψυχιατρικής (1,2%).
Ήδη με τα δεδομένα του 2016-2017, η Ελλάδα είχε καταταχθεί στην 1η θέση από πλευράς νοσοκομειακών λοιμώξεων στην Ευρώπη, όταν η συχνότητα έφτανε το 10% με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στο 5,9%, ενώ φέτος με το 12,1% αναμένεται να διατηρήσει τη δυσάρεστη αυτή πρωτιά.
Τα μικρόβια
Σχεδόν για το 60% των λοιμώξεων, εντοπίστηκε τουλάχιστον ένας μικροοργανισμός, ενώ συνολικά δηλώθηκαν 1259 μικροοργανισμοί.
Τα συχνότερα μικρόβια ήταν η κλεμπσιέλλα (20,5%), το acetinobacter (12,8%),και η P. aeruginosa (10,2%). Αυτά τα τρία βακτήρια ευθύνονται για τις μισές περίπου νοσοκομειακές λοιμώξεις.
Τέταρτος σε κατάταξη βρέθηκε ο μύκητας candida με συχνότητα 7,9%, ενώ ο staphylococcus aureus και το escherichia coli δεν είναι τόσο συχνά στη χώρα μας (6,3% και 4,9% αντίστοιχα).
Το 69,3% των βακτηρίων που βρέθηκαν ήταν ανθεκτικά στελέχη τα οποία κυρίως αφορούν στελέχη S. aureus ανθεκτικά στη μεθικιλλίνη (MRSA), Εντεροκόκκους ανθεκτικούς στη βανκομυκίνη (VRE), Εντεροβακτηριακά ανθεκτικά στις 3ης γενιάς κεφαλοσπορίνες και στελέχη P. aeruginosa και A. baumannii ανθεκτικά στις καρβαπενέμες.
Τα στελέχη MRSA (53,8%, τα 21 από 39) παρέμειναν σε παρόμοια επίπεδα σε σχέση με την προηγούμενη μελέτη (58%), όμως αρκετά πάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο (31%).
Ιδιαίτερα, τα στελέχη εντερόκοκκου ανθεκτικού στη βανκομυκίνη ήταν φέτος διπλάσια 51,5% (35/68) από 25,4% το 2016, όταν στην Ευρώπη εκτιμάται σε 11,4%. Συνολικά, από τα Εντεροβακτήρια που ελέγχθηκε η ευαισθησία τους στα αντιβιοτικά, το 46,8% των στελεχών ήταν ανθεκτικά στις καρβαπενέμες (80/171). Ειδικότερα, τα στελέχη Klebsiella spp. ήταν μη ευαίσθητα σε ποσοστό 64% (73/114), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2016 ήταν 67%.
Πόσα αντιβιοτικά
Περισσότεροι από τους μισούς νοσηλευόμενους (55,4%, οι 5.376 νοσηλευόμενοι σε σύνολο 9.707) λάμβαναν τουλάχιστον ένα αντιμικροβιακό την ημέρα της καταγραφής.
Το 51,9% αυτών λάμβανε ένα αντιμικροβιακό, το 35,2% λάμβανε δύο, ενώ το 13% λάμβανε τουλάχιστον τρία (έως 9 αντιμικροβιακά).
Κατά μέσο όρο κάθε ασθενής υπό αντιμικροβιακή αγωγή λάμβανε 1,7 αντιμικροβιακά.
Τα παραπάνω ποσοστά έχουν παραμείνει σχετικά σταθερά, όμως είναι αρκετά υψηλότερα από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η Ελλάδα κατείχε την πρώτη θέση στην ευρωπαϊκή κατάταξη και στις δύο προηγούμενες μελέτες.
Το 2011-12 ο αδρός ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν 35% (με εύρος 21,4% – 54,7%), ενώ το 2016-17 ήταν στο 32,9% (εύρος χωρών: 15,9% – 55,6%)
Πηγή: in.gr