Ένα από τα πλέον επαναλαμβανόμενα κυβερνητικά αφηγήματα είναι ότι η ελληνική οικονομία «τρέχει με διπλάσιες ταχύτητες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο». Η διατύπωση αυτή, εκτός του ότι είναι μόνο εν μέρει ακριβής (αφορά τα έτη 2023 και το 2024, όμως για το διάστημα 2019-2024 η διαφορά είναι πολύ μικρότερη: 2% για την Ελλάδα και 1,3% για τον ευρωπαϊκό μέσο όρο), είναι και παραπλανητική. Διότι η επίκληση του «ευρωπαϊκού μέσου όρου» ως μέτρου προόδου της χώρας δεν φωτίζει την πραγματικότητα. Αντίθετα, τη συσκοτίζει. Δημιουργεί την αίσθηση –άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε ρητά– ότι η Ελλάδα «συγκλίνει». Όμως, δυστυχώς η πραγματικότητα είναι ακριβώς αντίθετη: η Ελλάδα αποκλίνει. Η σχετική της θέση στον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας υποχωρεί.
Η «ταχύτερη από τον μέσο όρο της ΕΕ» ανάπτυξή μας οφείλεται κυρίως στη στασιμότητα των πλουσιότερων χωρών της ΕΕ –όπως της Γερμανίας, Γαλλίας, Ολλανδίας, Αυστρίας.
Μπορεί κάποιος να αναρωτηθεί: «Πώς είναι δυνατόν μία χώρα να αναπτύσσεται ταχύτερα από τον μέσο όρο της ΕΕ και συγχρόνως να χάνει έδαφος μέσα στην ίδια την Ένωση;». Κι όμως, αυτό όχι μόνο είναι δυνατόν, αλλά συμβαίνει ήδη. Ένα απλό αριθμητικό παράδειγμα αρκεί για να το καταδείξει: εάν τρεις χώρες έχουν ΑΕΠ 18, 1 και 1, ώστε το συνολικό τους ΑΕΠ να είναι αθροιστικά 20, και τον επόμενο χρόνο το μεγάλο ΑΕΠ παραμείνει στάσιμο ενώ τα δύο μικρά ΑΕΠ διπλασιαστούν και τριπλασιαστούν αντίστοιχα, ώστε το νέο αθροιστικό ΑΕΠ να είναι 23 αυξανόμενο επομένως κατά 15%, η χώρα με την αύξηση 100% μπορεί να έχει τρέξει πολλαπλάσια του μέσου όρου, αλλά παρ’ όλα αυτά η σχετική της θέση υποχωρεί έναντι εκείνης που αυξήθηκε ακόμη περισσότερο.
Διαβάστε περισσότερα στο ρεπορτάζ του ot.gr πατώντας εδώ