Δευτέρα
4
Νοέμβριος
TOP

Ο καύσωνας έκαψε 0,9% του ΑΕΠ

Σχεδόν 1% του ΑΕΠ έχουν κοστίσει στην Ελλάδα οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, συμπεριλαμβανομένου του καύσωνα και των φυσικών καταστροφών, από τις αρχές Μαΐου έως τις 4 Αυγούστου, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Allianz Research. Το ποσοστό αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, καθώς «αφαιρεί» ουσιαστικά λίγο λιγότερο από τη μισή ανάπτυξη που έχει εκτιμηθεί ότι θα καταγράψει η ελληνική οικονομία φέτος. Σημειώνεται πως, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης, της Τράπεζα της Ελλάδος, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ο ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας φέτος έχει τοποθετηθεί στο 2,2% με 2,4%, χωρίς φυσικά να υπολογιστούν τα κόστη αυτά.

Πιο αναλυτικά, όπως σημειώνει η Allianz, τους τελευταίους περίπου δύο μήνες οι ΗΠΑ, η Ευρώπη, η Κίνα και άλλες χώρες της Ασίας αντιμετώπισαν υψηλές θερμοκρασίες ρεκόρ, γεγονός που υπογραμμίζει τον φυσικό κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής και αμφισβητεί την οικονομική ανθεκτικότητα στις ακραίες θερμοκρασίες. Η κλιματική αλλαγή θα αυξήσει τη συχνότητα και την ένταση του ακραίου καύσωνα, καθιστώντας τα κύματα καύσωνα, τις ξηρασίες και τις πυρκαγιές τη «νέα κανονικότητα». Τέτοια γεγονότα δεν επηρεάζουν μόνο τους ανθρώπους και την άγρια ζωή, αλλά και τις οικονομίες, όπως τονίζει ο οίκος.

Οι φυσικές καταστροφές έχουν σημαντικές, έμμεσες αλλά και άμεσες αρνητικές οικονομικές συνέπειες. Οι καθαρές μακροοικονομικές απώλειες είναι πιθανό να είναι μικρές για τις μεγάλες, ανεπτυγμένες οικονομίες, καθώς είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν καλύτερα τα αρνητικά σοκ από το μέτωπο της παραγωγής (π.χ. αντιστάθμιση της χαμένης παραγωγής με αυξημένη παραγωγή αλλού). Επιπλέον, ενώ η καταστροφή του κεφαλαιακού αποθέματος επηρεάζει το ΑΕΠ μόνο ελαφρώς και μάλλον μακροπρόθεσμα, τα μέτρα ελάφρυνσης (κυρίως χρηματοδοτούμενα από το χρέος) που δίνουν οι κυβερνήσεις εμφανίζονται αμέσως στη μέτρηση του ΑΕΠ. Οι έμμεσες οικονομικές επιπτώσεις είναι γενικά πιο σοβαρές για τις χώρες χαμηλού εισοδήματος και τις μικρότερες, λιγότερο διαφοροποιημένες οικονομίες.

Επιπλέον, οι εργαζόμενοι που επηρεάζονται από τη ζέστη μειώνουν τις ώρες εργασίας τους, ενώ η μειωμένη παραγωγικότητα ως αποτέλεσμα των ακραίων θερμοκρασιών είναι ένα καλά τεκμηριωμένο φαινόμενο, τονίζει η Allianz. Οι αρνητικές επιπτώσεις είναι πιο έντονες σε φτωχές χώρες που έχουν συχνά υψηλότερη έκθεση (π.χ. Αφρική, Νότια Ασία) και ευπάθεια (π.χ. ποιότητα κατοικίας, κλιματισμός). Ο αποφασιστικός παράγοντας για τις απώλειες παραγωγικότητας είναι ο αριθμός των ημερών με υπερβολική ζέστη (συνήθης μέτρηση: ημέρες με θερμοκρασίες πάνω από 32° C). Σύμφωνα με επίσημες έρευνες, η ικανότητα εκτέλεσης σωματικής εργασίας μειώνεται κατά περίπου 40% όταν οι θερμοκρασίες αγγίζουν τους 32 βαθμούς Κελσίου. Επιπλέον, όταν οι θερμοκρασίες εκτινάσσονται στους 38° C, η μείωση της παραγωγικότητας είναι ακόμη πιο δραματική, υποχωρώντας κατά τα δύο τρίτα.

Διαβάστε την συνέχεια του ρεπορτάζ από το www.kathimerini.gr πατώντας εδώ