Τα καλά νέα είναι ότι οι διεθνείς τιμές των τροφίμων, ως πρώτες ύλες- δηλαδή σιτάρι, γαλακτοκομικά, σπορέλαια, κρέας, γαλακτοκομικά, ζάχαρη- δείχνουν να υποχωρούν μετά από ένα πολύμηνο κρεσέντο.
Τα κακά νέα είναι ότι παρά τη μείωση τους το 2023 κατά 13,7% σε σχέση με το 2022, οι διεθνείς τιμές παραμένουν περίπου 30% υψηλότερες από τα προ κρίσης επίπεδα. Τα ακόμα χειρότερα νέα είναι ότι ακόμα κι αυτές οι μειώσεις δεν έχουν περάσει στα ράφια, καθώς δεν μιλάμε για μικρότερες λιανικές τιμές αλλά για μικρότερες αυξήσεις.
Τα σημερινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το Δεκέμβριο επιβεβαιώνουν αυτά που έδειξαν και οι πρώτες εκτιμήσεις της Eurostat: αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων πριν “κλείσει” η χρονιά και επίμονες αυξήσεις στα τρόφιμα. Η μόνη, ίσως, διαφορά με τους προηγούμενους μήνες είναι ότι ενώ στην περίοδο της πληθωριστικής τρέλας, τη διαφορά την έκαναν κυρίως τα τυποποιημένα τρόφιμα, από το καλοκαίρι και μετά καταγράφονται υψηλές “πτήσεις” στα νωπά προϊόντα.
Μια κατηγορία μόνο του είναι το ελαιόλαδο, καθώς η “βουτιά” της παραγωγής σε όλη τη Μεσόγειο, επιτρέπει άγρια παιχνίδια με τις τιμές. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΔΗΚ, στις δημοπρασίες της 9ης Ιανουαρίου, η τιμή παραγωγού του extra παρθένου ελαιόλαδου “χτύπησε” τα 9,20 ευρώ το κιλό στα Ανώγεια και τα 9,35 ευρώ στην Κέρκυρα και τη Λακωνία. Στη γειτονική Ιταλία, οι τιμές παραγωγού φτάνουν ακόμα και τα 12 ευρώ, στην Ισπανία τα 9,73 ευρώ, στην Τυνησία τα 7,88 ευρώ.
Αυτό που “καίει” περισσότερο τους Έλληνες καταναλωτές είναι ότι ενώ μέχρι τα μέσα του 2023 ο πληθωρισμός τροφίμων στην Ελλάδα ήταν χαμηλότερος, ως πολύ χαμηλότερος από το μέσο όρο της Ευρωζώνης, από τον Ιούνιο και μετά η εικόνα έχει αναστραφεί. Ειδικά όσον αφορά στο Δεκέμβριο, οι πρώτες μετρήσεις της Eurostat δείχνουν ότι ο πληθωρισμός τροφίμων, οινοπνευματωδών, καπνικών στην Ελλάδα “έτρεξε” με 7,6% στην Ελλάδα έναντι 6,1% στην Ευρωζώνη. Όσο, δε, για τις συγκρίσεις με άλλες χώρες, από τα μόνα διαθέσιμα στοιχεία για χώρες του Νότου, προκύπτει ότι η Ιταλία κινήθηκε πολύ χαμηλότερα (5,5%). Στη Κεντρική Ευρώπη, η Γαλλία βρέθηκε περίπου στα ίδια επίπεδα με την Ελλάδα (7,4%) αλλά με πτωτική τάση, ενώ Γερμανία- Ολλανδία κινήθηκαν στο 5,8% και 5,3% αντιστοίχως.
Συγκρίσεις τιμών
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και τα συγκριτικά στοιχεία της Nubeo, που αφορούν στη μέση τιμή βασικών καταναλωτικών αγαθών σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Προφανές είναι ότι θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν και η διαφορά στην αγοραστική δύναμη των καταναλωτών από χώρα σε χώρα.
Η πρώτη ανάγνωση δείχνει ότι στην Ελλάδα πληρώνουμε το ακριβότερο φρέσκο γάλα (πάντα μιλάμε για μέση τιμή), με τη χαμηλότερη τιμή (κάτω από 1 ευρώ) να καταγράφεται στην Πορτογαλία. Ιδιαιτέρως “αλμυρά” είναι και τα ελληνικά αυγά, καθώς συναγωνίζονται σε ακρίβεια μόνο τα αντίστοιχα γαλλικά, ενώ το εγχώριο τυρί πωλείται κατά μέσο όρο ακριβότερα απ’ ότι τα αντίστοιχα τυριά στην Ιταλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία.
Αντιθέτως, οι τιμές στα οπωροκηπευτικά είναι χαμηλότερες, ως πολύ χαμηλότερες. Για παράδειγμα, 1 κιλό μήλα πωλούνται (μέση τιμή) προς 1,78 ευρώ στην Αθήνα, όταν στο Παρίσι φτάνουν να πωλούνται προς 3,32 ευρώ.
Όσον αφορά στα “ελαφρά” οινοπνευματώδη- δηλαδή μπύρα και κρασί- οι Έλληνες θα πρέπει να νιώθουμε… Βορειοευρωπαίοι με αυτές τις τιμές. Ενώ ένας Μαδριλένος θα πληρώσει 1,16 ευρώ για μια ντόπια μπύρα, ένας Αθηναίος θα πρέπει να πληρώσει 0,45 ευρώ παραπάνω.
Τα μέτρα που ανακοίνωσε το υπουργείο Ανάπτυξης και ξεκίνησαν ήδη να εφαρμόζονται- κυρίως στο ελεγκτικό πεδίο- φιλοδοξούν να βελτιώσουν την εικόνα στα ράφια, δηλαδή όχι απλώς να “φρενάρουν” τις αυξήσεις αλλά να ρίξουν τις τιμές.
Ως μεγάλο στοίχημα χαρακτηρίζεται το “σκανάρισμα” των πιστωτικών τιμολογίων από τους προμηθευτές στα super markets, αφού μόνο έτσι μπορεί να υλοποιηθεί ο στόχος της μεταφοράς αυτών των εκπτώσεων στις τσέπες των καταναλωτών. Στοίχημα χαρακτηρίζεται, επίσης, ο έλεγχος στις προωθητικές ενέργειες, έτσι ώστε να σταματήσουν οι πλασματικές προσφορές και όχι οι προσφορές εν γένει, που λειτουργούν σαν καταφύγιο για 6 στους 10 καταναλωτές, σύμφωνα με τη σχετική έρευνα του ΙΕΛΚΑ.
Πηγή: iefimerida.gr