Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, διευκρίνισε ότι οι επόμενες αυξήσεις θα είναι επίσης μισής ποσοστιαίας μονάδας, αλλά υπονόησε ότι θα γίνουν αρκετές μέσα στο 2023
Το μήνυμα που έστειλαν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) την περασμένη εβδομάδα είναι ότι ο πληθωρισμός θα μειώνεται μεν, αλλά με βραδύτερο ρυθμό από αυτόν που προβλεπόταν, με συνέπεια τα επιτόκια να πρέπει να αυξηθούν συνολικά περισσότερο και να διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα για μεγαλύτερο διάστημα.
Μπορεί η αύξηση που αποφασίσθηκε την Πέμπτη από την ΕΚΤ και την προηγούμενη ημέρα από τη Fed να ήταν μικρότερη σε σχέση με αυτές που είχαν ανακοινωθεί τις προηγούμενες φορές – μισή ποσοστιαία μονάδα αντί τρία τέταρτα της μονάδας – αλλά το επίπεδο στο οποίο θα κορυφωθούν τα επιτόκια θα είναι υψηλότερο.
Με άλλα λόγια, η προσαρμογή των επιτοκίων προς τον τελικό σταθμό τους θα είναι πιο σταδιακή αλλά θα έχει και μεγαλύτερη διάρκεια. Αντίστοιχα, οι δόσεις που θα κληθούν να πληρώσουν οι δανειολήπτες θα αυξάνονται λιγότερο απότομα από εδώ και πέρα, αλλά ο λογαριασμός θα είναι τελικά μεγαλύτερος.
Η Λαγκάρντ είπε ότι η εκτίμηση της αγοράς, ότι το τελικό επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ θα είναι το 3%, δεν αντιστοιχεί στις προβλέψεις της κεντρικής τράπεζας για τον πληθωρισμό, υπονοώντας, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η πρόθεση είναι το τελικό επιτόκιο να φθάσει σημαντικά υψηλότερα από το επίπεδο αυτό. Με δεδομένο ότι σήμερα το επιτόκιο καταθέσεων ανέρχεται στο 2%, θα πρέπει να αναμένονται τουλάχιστον τρεις ακόμη αυξήσεις από την ΕΚΤ της μισής ποσοστιαίας μονάδας.
Αν και ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ είναι χαμηλότερος σε σχέση με την Ευρωζώνη, καθώς οι αυξήσεις επιτοκίων άρχισαν νωρίτερα και το ενεργειακό πρόβλημα είναι λιγότερο έντονο, η Fed εκτιμά ότι η επιστροφή στον στόχο του 2% δεν θα είναι δυνατή πριν από το 2025.
Παρά την υποχώρηση του πληθωρισμού στις ΗΠΑ τους τελευταίους μήνες, η Fed θεωρεί ότι πρέπει να υπάρξουν και άλλες αυξήσεις επιτοκίων για να φθάσει στον στόχο του 2%. Η μέση πρόβλεψη των στελεχών της είναι ότι το βασικό επιτόκιο θα φθάσει στο 5,1% το επόμενο έτος, δηλαδή τρία τέταρτα της ποσοστιαίας μονάδας υψηλότερα από ό,τι είναι σήμερα.