Στη Βουλή η ετήσια έκθεση της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης – H χώρα μας διαθέτει από τους μεγαλύτερους φοιτητικούς πληθυσμούς της Ευρώπης – Ποιες επιστήμες επιλέγουν οι φοιτητές – Brain drain στην κατηγορία των διδακτόρων.
Είναι χαρακτηριστικό από τους περίπου 80.000 φοιτητές που εισάγονται ετησίως αποφοιτούν περίπου 44.000! Η απασχόληση των πτυχιούχων στην Ελλάδα βρίσκεται σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο από αυτό των χωρών της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ.
Ποιες επιστήμες επιλέγει η πλειονότητα των φοιτητών
Οι περισσότεροι φοιτητές επιλέγουν επιστήμες της μηχανικής, κατασκευών και της δόμησης (20,97%) , διοίκησης επιχειρήσεων και νομικές σπουδές σε ποσοστό 20,66% ενώ ακολουθούν οι τέχνες και οι ανθρωπιστικές επιστήμες με 13,25%, οι κοινωνικές επιστήμες και η δημοσιογραφία με 12,69%, οι φυσικές επιστήμες τα μαθηματικά και η στατιστική με 9,52%, οι επιστήμες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας με ποσοστό 7,8% η εκπαίδευση με 4,6% , η γεωπονική και η κτηνιατρική με 4% και η πληροφορική με 3,4%.
Όπως λέει ο κ. Μήτκας: «Το 2020, έτος και πρώτης λειτουργίας της Αρχής, υπήρξε αναμφισβήτητα ιδιαίτερη χρονιά για τον χώρο της Ανώτατης Εκπαίδευσης, καθώς, λόγω της αιφνίδιας εμφάνισης και ραγδαίας εξάπλωσης του covid-19, τα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης σε όλον τον κόσμο και στη χώρα μας ανέστειλαν στις αρχές της άνοιξης του 2020- προσωρινά τη λειτουργία τους, επηρεάζοντας πάνω από 220 εκατομμύρια φοιτητές, πλήθος ερευνητών, διδακτικό και διοικητικό προσωπικό. Έτσι, τα Πανεπιστήμια αναγκάστηκαν να λειτουργήσουν σε ένα πρωτόγνωρο περιβάλλον εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, προσαρμόζοντας την ακαδημαϊκή, κυρίως, λειτουργία τους σε ένα πλαίσιο σύγχρονης και ασύγχρονης τηλεκπαίδευσης και συνδυασμού εναλλακτικών μεθόδων αξιολόγησης και πληροφόρησης με ψηφιακά εργαλεία και χρήση ΤΠΕ. Το φαινόμενο και οι επιπτώσεις της πανδημίας βρίσκεται, δυστυχώς, σε εξέλιξη και μένει να ερευνηθεί σε βάθος, ωστόσο τα πρώτα συμπεράσματα από μελέτες στην Ελλάδα και το εξωτερικό δείχνουν ότι τα ιδρύματα βρίσκονται αντιμέτωπα με πλήθος προκλήσεων σε βραχυπρόθεσμο και μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα αναφοράς».
Το 2020 υπήρξε, επιπρόσθετα, έτος προσαρμογής για 11 από τα 24 Πανεπιστήμια της Ελλάδας, τα οποία κλήθηκαν να λειτουργήσουν με τη νέα ακαδημαϊκή τους συγκρότηση, σε εφαρμογή των αλλαγών του 2018 και 2019, και να αναπτύξουν νέα Προγράμματα Προπτυχιακών Σπουδών (ΠΠΣ) παράλληλα με τα ήδη λειτουργούντα προγράμματα των πρώην ΤΕΙ. Η ΕΘΑΑΕ παρακολουθεί την πορεία των νέων Τμημάτων και καταγράφει τα προβλήματα και τις προσπάθειες για την αντιμετώπισή τους τόσο από τις διοικήσεις των Ιδρυμάτων όσο και από το Υπουργείο Παιδείας.
Το ποσοστό κατόχων πτυχίου ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα έχει διαχρονική αύξηση
Από τα στοιχεία του ΟΟΣΑ και της Eurostat προκύπτει ότι το επίπεδο ανώτατης εκπαίδευσης του πληθυσμού, διεθνώς, εμφανίζει διαχρονικά ανοδική τάση, τόσο στις ηλικίες 25-34 όσο και στις ηλικίες 25-64. Στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ, τα άτομα ηλικίας 25-34 διαθέτουν κατά μέσο όρο υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης απ’ ό,τι τα μεγαλύτερης ηλικίας άτομα. Αναφορικά με το φύλο, οι γυναίκες απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπερτερούν αριθμητικά έναντι των ανδρών. Στην Ελλάδα, το ποσοστό των κατόχων πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις ηλικίες 25-34 βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ: 42% έναντι 45% στον ΟΟΣΑ. Αντίθετα, στις ηλικίες 25-64 το ποσοστό των κατόχων πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υπολείπεται σημαντικά: 32% έναντι 40% στον ΟΟΣΑ. Αναφορικά με το φύλο, οι γυναίκες με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα υπερτερούν αριθμητικά των ανδρών κατά 15%. Ωστόσο, η αμοιβή των γυναικών με πτυχίο ανώτατης εκπαίδευσης ανέρχεται μόλις στο 78% των αποδοχών των ανδρών.
Η απασχόληση των πτυχιούχων στην Ελλάδα βρίσκεται σε σημαντικά χαμηλότερο επίπεδο από αυτό των χωρών της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ.
Η Ελλάδα βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις των χωρών του ΟΟΣΑ τόσο στην απασχόληση των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 25-64 (76%) όσο και των νέων αποφοίτων ηλικίας 25- 34 (73%) (επίπεδα 5-8) απέχοντας 12 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.
Ωστόσο, η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών αυξάνει τις πιθανότητες απασχόλησης κατά 7%, σε σύγκριση με τις πιθανότητες των κατόχων πρώτου πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ η κατοχή διδακτορικού τίτλου κατά 13%. Όσον αφορά στις αποδοχές των πτυχιούχων, η Ελλάδα βρίσκεται σε σχετικά χαμηλή θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ απέχοντας 16 ποσοστιαίες μονάδες από τον μέσο όρο. Ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι η ανεργία των πτυχιούχων, ιδιαίτερα των νέων, παρουσιάζει αυξητικές τάσεις, ενώ η ανεργία των πτυχιούχων συνολικά στην Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των χωρών της ΕΕ28, παρόλο που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των ετών 2016-2020. Η ανεργία πτυχιούχων γυναικών στην Ελλάδα υπερβαίνει αυτή των ανδρών κατά σχεδόν 20 ποσοστιαίες μονάδες.
Η Ελλάδα διαθέτει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φοιτητών σε σχέση με τον πληθυσμό της
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι επειδή η μέτρηση γίνεται επί των εγγεγραμμένων φοιτητών και ένα μεγάλο ποσοστό από αυτούς θεωρούνται μη ενεργοί, η σύγκριση δεν αποτυπώνει ακριβώς την πραγματικότητα. Για τους ίδιους λόγους, το ποσοστό των αποφοίτων στο σύνολο των φοιτητών ετησίως (8,91)% παραμένει το χαμηλότερο μεταξύ των χωρών της Ευρώπης και υπολείπεται σημαντικά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (25%).
Αξιοσημείωτο, επίσης, είναι το γεγονός ότι στην Ελλάδα παραμένει υψηλότερο το ποσοστό των ανδρών έναντι των γυναικών στον πρώτο κύκλο σπουδών σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες .Ωστόσο, τόσο στο πλήθος των αποφοίτων όσο και στις μεταπτυχιακές σπουδές, οι γυναίκες υπερτερούν αριθμητικά των ανδρών.
Η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη αναλογία φοιτητών ανά διδάσκοντα
Το διδακτικό προσωπικό στην Ελλάδα παραμένει το πλέον ολιγάριθμο σε σχέση με τον φοιτητικό πληθυσμό και παρουσιάζει την δυσμενέστερη αναλογία μεταξύ γυναικών και ανδρών, μεταξύ των χωρών της Ευρώπης και του ΟΟΣΑ.
Η Ελλάδα παραμένει η χώρα με τη μεγαλύτερη αναλογία φοιτητών ανά διδάσκοντα απέχοντας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 28 μονάδες. Η αναλογία αποβαίνει δυσμενής λόγω του σχετικά υπεράριθμου φοιτητικού πληθυσμού, ο οποίος περιλαμβάνει τους μη ενεργούς φοιτητές. Επιπλέον, η Ελλάδα παρουσιάζει τη δυσμενέστερη αναλογία ανδρών/γυναικών στο διδακτικό προσωπικό, με πολύ μεγαλύτερο ποσοστό των ανδρών στο διδακτικό προσωπικό (64,3%) έναντι του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Το ποσοστό διδασκόντων με ηλικία κάτω των 35 ετών (3,30%) είναι ιδιαίτερα χαμηλό (το χαμηλότερο στην Ευρώπη), εξ αιτίας της σημαντικής υστέρησης στις προσλήψεις νέων μελών ΔΕΠ στα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Η δημόσια χρηματοδότηση στην Ελλάδα σημειώνει αύξηση σε σχέση με προηγούμενα έτη
Η δημόσια χρηματοδότηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης στην Ελλάδα, ενώ κατέγραφε τα χαμηλότερα ποσοστά στην ΕΕ, σύμφωνα με στοιχεία της EUA για το 2018, με ταυτόχρονη αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού, κατά το έτος 2020 σημείωσε μικρή αύξηση, ιδίως στη μισθοδοσία προσωπικού, με την ετήσια επιχορήγηση των λειτουργικών δαπανών από το Υπουργείο Παιδείας να παραμένει στα ίδια επίπεδα με προηγούμενα έτη.
Η έρευνα στα ελληνικά ΑΕΙ σημειώνει σχετικά καλές επιδόσεις, οι οποίες ενισχύονται από την ενεργή συμμετοχή των ΑΕΙ στα ευρωπαϊκά ανταγωνιστικά προγράμματα.
Η Ελλάδα συνεχίζει να βρίσκεται σε σχετικά υψηλή θέση (18η) ως προς το πλήθος των επιστημονικών δημοσιεύσεων μεταξύ 52 ευρωπαϊκών χωρών και στη 17η θέση ως προς την αναλογία αναφορών ανά δημοσίευση. Ωστόσο, σχετικά χαμηλή (σε σύνολο 28 χωρών) είναι η επίδοση της χώρας (26η) ως προς την αναλογία πλήθους δημοσιεύσεων ανά ερευνητή.
Η ερευνητική χρηματοδότηση εξακολουθεί να βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, αλλά οι δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη στην Ανώτατη Εκπαίδευση σημείωσαν αύξηση από το προηγούμενο έτος, ενώ το σύνολο του ερευνητικού δυναμικού της ανώτατης εκπαίδευσης αυξήθηκε από το προηγούμενο έτος παραμένοντας, ωστόσο, σε χαμηλότερο επίπεδο από αυτό του 2015. Η συμμετοχή των ελληνικών ΑΕΙ στα ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα είναι αρκετά υψηλή και υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 1,4%.
Οι διδάκτορες-νέοι ερευνητές στην Ελλάδα μεταναστεύουν προς αναζήτηση σταθερής απασχόλησης στο αντικείμενό τους, ενώ σημειώνουν το έλλειμα καινοτομίας και αντίστοιχων θέσεων στις ελληνικές επιχειρήσεις.
Brain drain
Η αντιμετώπιση του φαινομένου διαρροής εγκεφάλων αφορά ειδικά στην κατηγορία των διδακτόρων και σύμφωνα με τις μελέτες συνδέεται τόσο με την ύπαρξη θεσμοθετημένων θέσεων ερευνητών στον ακαδημαϊκό χώρο, όσο και με την αναγνώριση του επαγγέλματος ερευνητή στις επιχειρήσεις.
Τα αποτελέσματα μελετών του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης και Ηλεκτρονικού Περιεχομένου και τα σχετικά συμπεράσματα τους παρουσιάζονται παρακάτω:
Ως προς το εκπαιδευτικό προφίλ των μεταδιδακτόρων προκύπτει ότι σε ποσοστό άνω του 75% και για τα 3 επίπεδα της ανώτατης εκπαίδευσης έχουν αποκτήσει τον τίτλο τους από ελληνικά ιδρύματα. Το μεγαλύτερο ποσοστό τίτλων από ιδρύματα του εξωτερικού καταγράφεται στις μεταπτυχιακές σπουδές (23%).
Σε σχέση με την αντιμετώπιση του φαινομένου διαρροής επιστημονικού δυναμικού προκύπτει ότι ένα 28% των μεταδιδακτόρων διέμενε στο εξωτερικό τα τελευταία 5 έτη, ενώ οι λόγοι για αυτούς ήταν οι εξής: α) επαγγελματικοί (59,1%), β) σπουδές (30,3%), γ) η οικονομική συγκυρία (7,6%) και δ) άλλοι προσωπικοί λόγοι (3%). Σε ποσοστό 24,2% οι μεταδιδάκτορες δήλωσαν ότι αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, προκειμένου να μπορέσουν να συμμετάσχουν σε συγκεκριμένη χρηματοδοτούμενη δράση, ενώ 53% είχαν ήδη επιστρέψει. Αξίζει να αναφερθεί -συνδυαστικά με τη διαπίστωση αυτή- ότι η εν λόγω δράση απέτρεψε την αναζήτηση απασχόλησης στο εξωτερικό σε ποσοστό 33,9%, ωστόσο το 36,4% των μεταδιδακτόρων δήλωσε πως συνεχίζει να σκέφτεται αυτό το ενδεχόμενο. Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι για ποιον λόγο συμβαίνει αυτό. Οι τρεις πλέον σημαντικοί λόγοι είναι η αναζήτηση συγκεκριμένου είδους απασχόλησης με ερευνητικό/ακαδημαϊκό αντικείμενο, η υφιστάμενη κατάσταση στη χώρα και οι προοπτικές επαγγελματικής σταδιοδρομίας.
Η Ελλάδα εμφανίζει σχετική υστέρηση ως προς τις επιδόσεις της στους ευρωπαϊκούς δομικούς δείκτες για την Ανώτατη Εκπαίδευση
Στην ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εκπαίδευση αποτυπώνεται η πρόοδος των εθνικών συστημάτων εκπαίδευσης ως προς την επίτευξη ευρωπαϊκών στόχων μέσω 35 δομικών δεικτών εστιασμένων στις ευρωπαϊκές πολιτικές για την εκπαίδευση. Η πρόοδος καταγράφεται με βάση δείκτες, όπως είναι α) η διεύρυνση συμμετοχής υποεκπροσωπούμενων ομάδων στην ανώτατη εκπαίδευση, β) η παρακολούθηση της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης των φοιτητών, γ) η αναγνώριση της μη τυπικής και άτυπης μάθησης κατά την είσοδο στην ανώτατη εκπαίδευση, δ) η ενσωμάτωση του βαθμού ολοκλήρωσης των σπουδών στις διαδικασίες διασφάλισης ποιότητας και ε) οι μηχανισμοί χρηματοδότησης της ανώτατης εκπαίδευσης με βάση την απόδοση των ιδρυμάτων.
Η παρουσία των ελληνικών πανεπιστημίων στις διεθνείς λίστες κατάταξης παραμένει σχετικά σταθερή, παρά τις διακυμάνσεις της θέσης τους μεταξύ των οίκων αξιολόγησης.
Η θέση των ελληνικών πανεπιστημίων στις κύριες διεθνείς κατατάξεις των οίκων ARWU, THE, QS, Scimago, URAP και Webometrics, παρουσιάζει κάποιες διακυμάνσεις, ενώ παραμένει σχετικά σταθερή από τη δεύτερη εκατοντάδα και κάτω, με βάση τα πιο πρόσφατα δημοσιοποιημέναστοιχεία. Παρατηρείται ότι, μεταξύ των ελληνικών πανεπιστημίων, το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το Πανεπιστήμιο Κρήτης βρίσκονται στις υψηλότερες θέσεις, ωστόσο σημειώνονται αρκετές διακυμάνσεις ως προς τη σειρά κατάταξης ανάλογα με τον οίκο αξιολόγησης.