Παρασκευή
22
Νοέμβριος
TOP

Πόση δημοκρατία έχουμε τελικά;

του Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου*

Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο www.iefimerida.gr

Πόση δημοκρατία έχουμε τελικά;

Σε αντίθεση με την εγκυμοσύνη που δεν μπορεί να είναι «ολίγη» ή «πολλή», τα σύγχρονα φιλελεύθερα δημοκρατικά καθεστώτα έχουν διαβαθμίσεις και χαρακτηρίζονται από ποιότητες.

Οι διάφοροι θεσμοί τους (πρέπει να) υπόκεινται σε διαρκείς ελέγχους και αξιολογήσεις, και κρίνονται διαρκώς από άλλους θεσμούς αλλά και από την ίδια την κοινωνία των πολιτών ως προς το βαθμό που υπηρετούν τις εν γένει δημοκρατικές αξίες και το Κράτος Δικαίου, πάντα με αναφορά στα ευρωπαϊκά δημοκρατικά πρότυπα που έχει θεσπίσει, μετά από δεκαετίες εμπειριών και ωρίμανσης, το ενωσιακό υπόδειγμα.

Έτσι, αυτό που μπορεί φαινομενικά να θεωρηθεί ως η μεγάλη αδυναμία της φιλελεύθερης Δημοκρατίας, δηλαδή ο μόνιμα εύθραυστος και υπό διαπραγμάτευση χαρακτήρας της, είναι ταυτόχρονα και το μεγάλο της προτέρημα: σημαίνει αφενός ότι ποτέ δεν θεωρείται δεδομένη, αφού υπόκειται συνεχώς σε έλεγχο για την ποιότητά της, αφετέρου ότι απαιτεί διαρκώς την εγρήγορση των πολιτών, τους οποίους έτσι αναγκάζει ποτέ να μην επαναπαύονται και ποτέ να μην ικανοποιούνται με τα ψυχία «δημοκρατίας» που τυχόν αυταρχικοί ηγέτες ενδέχεται να τους πετάνε για να κρύψουν τα αντιδημοκρατικά σχέδια επιβολής τους.

Στην Ελλάδα, με το επιβαρυμένο πολιτικό παρελθόν -που κάποιοι επιλέγουν να διατηρούν ακόμη ζωντανό-, η συζήτηση αυτή γίνεται μονίμως με λάθος όρους είτε από εκείνους που έχουν παραμείνει στο μετεμφυλιακό πλαίσιο και αντιμετωπίζουν σταθερά τη δημοκρατία μας ως «καχεκτική» και «υπό επιτήρηση», είτε ακόμη χειρότερα από εκείνο το σταθερά οργισμένο τμήμα της γενιάς του Πολυτεχνείου (και τους επιγόνους του) που βλέπει παντού «δικτατορικές εκτροπές» και «χούντες», οι οποίες δήθεν επέζησαν συγκαλυμμένες από το 1974 και μετά. Έτσι, αντί η συζήτηση να επικεντρωθεί κάθε φορά στους θεσμούς και τις περιοχές του δημοκρατικού καθεστώτος εκείνες που χρήζουν βελτίωσης και διόρθωσης, η κριτική που ασκείται από την εκάστοτε αντιπολίτευση είναι συχνά τόσο υπερβολική και ισοπεδωτική που φθάνει να χαρακτηρίζει συλλήβδην το καθεστώς μας ως αυταρχικό ή και ολοκληρωτικό.

Κι ενώ πίσω από τέτοιες αστόχαστες κριτικές μπορεί εύκολα συνήθως να διακρίνουμε την κομματική ιδιοτέλεια, είναι εντελώς αδικαιολόγητη όταν προέρχεται από το στόμα διανοουμένων και ειδικών της πολιτικής επιστήμης ή της Ιστορίας, οι οποίοι υποτίθεται ότι θα ήταν οι πρώτοι που χάρη στην επιστημοσύνη τους έπρεπε να εγκαλούν όσους παίζουν επικίνδυνα με τέτοιους αστήρικτους χαρακτηρισμούς αναφορικά με τη Δημοκρατία μας. Διότι αν είναι όντως τόσο εύθραυστος ο χαρακτήρας της, όπως τονίσαμε αρχικά, τότε ο κίνδυνος είναι αυτή η ισοπέδωση να λειτουργήσει κάποια στιγμή ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, όπως έχει ξαναγίνει στο παρελθόν: όταν ολημερίς και οληνυχτίς χαρακτηρίζουμε ένα τυπικά δημοκρατικό καθεστώς ως «ολοκληρωτικό», τότε ίσως κάποιος εκμεταλλευθεί μια κατάλληλη συγκυρία για να το κάνει και πράξη. Και όταν θα συμβαίνει όντως, θα είμαστε υπό το σύνδρομο του «ψεύτη βοσκού». Από την πολλή κατάχρηση των όρων, θα αρνούμαστε να πιστέψουμε ότι η Δημοκρατία μας οδηγείται πράγματι στο απόσπασμα.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Ελλάδα έχει εγκαθιδρύσει μετά το 1974 μια φιλελεύθερη δημοκρατία, που μάλιστα, παρότι αριθμείται ως η «Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία», είναι η πρώτη που στην ουσία αξίζει το όνομά της από την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους και μετά. Δεν υπάρχει σύγκριση με οτιδήποτε είχαμε ζήσει πίσω στον χρόνο. Αυτό δεν επιτεύχθηκε με κάποιο μαγικό ραβδάκι σε μια νύχτα, όσο και αν η βελούδινη μετάβασή της από το δικτατορικό καθεστώς πιστώνεται στις ξεχωριστές ικανότητες του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1974-75. Αλλά οικοδομήθηκε και βάθυνε σταδιακά, αυτά τα σχεδόν πενήντα χρόνια, ακριβώς μέσα από τη λειτουργία των θεσμών της και την εμπέδωση της δημοκρατικής κουλτούρας των πολιτών της.

Μόνο που η πρόοδός της είναι μια αδιάκοπη πρόκληση. Η πρόσφατη δημοσίευση του ετήσιου δείκτη δημοκρατίας του Economist δείχνει ότι μετά από μια δεκαετία παλινωδιών, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυροποιείται βελτιώνοντας πολύ τη θέση της σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια: βρίσκεται πλέον στην 25η θέση από 34η πέρυσι, σε σύνολο 167 κρατών, και με συνολική επίδοση 7,97 (7,56, το 2021), δηλαδή απέχοντας ελάχιστα από το 8 που θα την κατέτασσε στις πλήρεις δημοκρατίες. Να σημειώσουμε μόνο ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται χαμηλότερα με 7,85, όπως και η Ιταλία με 7,69, το Βέλγιο με 7,64 και η Κύπρος με 7,38. Δεν υπάρχει συνεπώς καμία αμφιβολία για τον φιλελεύθερο χαρακτήρα της, όσο κι αν ο εχθρός του καλού είναι πάντα το καλύτερο. Και η μόνη συζήτηση που πραγματικά αξίζει είναι αυτή.

Η κατάταξη προκύπτει από την αξιολόγηση πέντε δεικτών: της εκλογικής διαδικασίας και του πλουραλισμού, της λειτουργίας της κυβέρνησης, της πολιτικής συμμετοχής, της δημοκρατικής πολιτικής κουλτούρας και των ελευθεριών.

Η γενική παρατήρηση είναι ότι η Δημοκρατία μας έχει αλλού λειτουργήσει καλύτερα και αλλού επιβάλλεται να ενισχυθεί.

Για παράδειγμα, η οργάνωση καθαρών και δίκαιων εκλογών υπήρξε υποδειγματική μετά το 1974, ενώ και οι ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα ενισχύονται σταθερά, κάτι που αποτυπώνεται και στον σχετικό δείκτη. Η πρόσφατη απόδοση του δικαιώματος ψήφου και στους Έλληνες της διασποράς λειτουργεί ακόμη πιο ενισχυτικά, καθώς διευρύνει την πολιτική συμμετοχή. Στα υπέρ της πιστώνεται και η διαχείριση της πανδημίας και του συστήματος εμβολιασμού, με την έννοια ότι το κράτος τήρησε την πρέπουσα ισορροπία ανάμεσα σε δύο μείζονα αγαθά: στην προστασία της δημόσιας υγείας και τις ατομικές και συλλογικές ελευθερίες. Εξάλλου, η οριστική της έξοδος από την ξένη ενισχυμένη οικονομική εποπτεία τον περασμένο Αύγουστο καθώς και η αντιρωσική στάση της στον πόλεμο στην Ουκρανία θεωρούνται όλα δείγματα μιας υγιούς και σταθερής ευρωπαϊκής Δημοκρατίας που δεν παλινωδεί ή επαμφοτερίζει οικονομικά και γεωπολιτικά.

Τα τρωτά της σημεία, ωστόσο, παραμένουν και, αν θέλουμε να γίνουμε αυστηροί, είναι περισσότερα από αυτά που σημειώνει η έκθεση. Τα σημαντικότερα που θα εντόπιζα είναι η λειτουργία της Δικαιοσύνης της και η υπερσυγκέντρωση αρμοδιοτήτων στην εκτελεστική εξουσία, δηλαδή η απουσία ουσιαστικών θεσμικών αντίβαρων που θα περιόριζαν τον πρωθυπουργοκεντρισμό.

Πρόβλημα υπάρχει και με τον Τύπο, όχι όμως διότι φιμώνεται ή ελέγχεται από κάποια αυταρχικά κέντρα, όπως γράφεται αφελώς, αλλά θα έλεγα για έναν απλούστερο λόγο: ο απίστευτος αριθμός έντυπων ή ηλεκτρονικών μέσων που έχουν προκύψει, θέτει συχνότατα θέμα επιβίωσης σε ορισμένα εξ αυτών (ιδίως των πιο λαθρόβιων), το οποίο με τη σειρά του οδηγεί σε δύο συμπληρωματικές πρακτικές: είτε σε αναγκαστικές εξαρτήσεις, είτε στον κιτρινισμό, στη χαμηλή ποιότητα, τη συνωμοσιολογία και την τοξική γλώσσα, προκειμένου να πουλάνε ή ως μέσο διαπραγμάτευσης, ακόμη και εκβιασμού. Συμβαίνει μάλιστα εδώ το εξής παράδοξο: ο χώρος της Αριστεράς, από τον οποίο κυρίως ασκείται η δριμεία κριτική για την δήθεν ανελευθερία του Τύπου, είναι και εκείνος που συνεχίζει να διατηρεί ακόμη επίσημα ή ημι-επίσημα κομματικά έντυπα οργανωμένα έτσι ώστε να αναπαράγουν τον λόγο και την προπαγάνδα της. Κι εκεί, οι εξαρτήσεις από την πολιτική εξουσία είναι, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, τόσο πασιφανείς και ευθείες που δεν μπορούν να εξαιρούνται από τη συζήτηση αυτή. Στο δε καυτό ζήτημα της συγκυρίας, τη λειτουργία της ΕΥΠ, που αποτελεί ένα διαχρονικό αγκάθι μεταπολιτευτικά και για το οποίο φέρουν ευθύνες όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις, ο Economist, παρότι επικριτικός, αποδίδει τα εύσημα στην κυβέρνηση για τον πρόσφατο νόμο που πέρασε σχετικά με τον εκσυγχρονισμό και τη διαφάνεια της ΕΥΠ, αλλά είναι βέβαιο ότι πρέπει να γίνουν κι άλλα βήματα.

Το συμπέρασμα είναι εντέλει ότι η μόνη κριτική που βοηθάει τη Δημοκρατία μας να ενισχυθεί είναι η καλόπιστη, η ακομμάτιστη και η εντοπισμένη αποκλειστικά σε εκείνους τους θεσμούς όπου απαιτούνται βελτιώσεις και διορθώσεις. Είναι όμως και εκείνη που αναγνωρίζει τις προόδους και τα επιτεύγματα για ένα δημοκρατικό καθεστώς, όπως η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία η οποία κατάφερε να μείνει όρθια και λειτουργική ακόμη και τη δεκαετία της χρεοκοπίας και της ανοικτής αμφισβήτησής της, λόγω και έργω, από αμφότερους τους εθνολαϊκισμούς τόσο της άκρας δεξιάς όσο και της αντισυστημικής Αριστεράς. Και η ισοπεδωτική και υστερική κριτική, καθώς και η επιλογή της τοξικότητας στον δημόσιο διάλογο, από όπου κι αν προέρχεται, τους βοηθάει να παραμένουν ζωντανοί και επικίνδυνοι για τη Δημοκρατία μας.