του
Ο νους όλων μας αυτές τις ώρες βρίσκεται στην ανθρώπινη και περιβαλλοντική τραγωδία των πυρκαγιών και στο κοινωνικό αίτημα για την αποκατάσταση των «νέων κλιματικών μεταναστών» που ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους.
Η κρίση των πυρκαγιών που ζούμε με τραγικό τρόπο στη χώρα μας δεν είναι μόνο Ελληνική και δεν αφορά μόνο τη διακεκαυμένη ζώνη της Μεσογείου.
Κάθε 24 δευτερόλεπτα κάποιος σταθμός πυροσβεστικής κάπου στις ΗΠΑ να λαμβάνει ένα μήνυμα για πυρκαγιά.
Είναι παγκόσμια, μεγάλης διάρκειας και σύνθετη. Οι πυρκαγιές για παράδειγμα που καίνε το βόρειο δάσος της Σιβηρίας έχουν ενταθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια, με τα πυροσβεστικά σώματα να δηλώνουν αδυναμία να τις αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά.
Κι αν είναι δύσκολο να συνδεθούν άμεσα οι πυρκαγιές αυτές με την κλιματική αλλαγή, η άνοδος της θερμοκρασίας σε παγκόσμιο επίπεδο και η ξηρασία τις καθιστούν σίγουρα πιο συχνές, πιο μεγάλες (megafires), πιο έντονες, περισσότερο καταστροφικές και μεγαλύτερης διάρκειας.
Επιπλέον, από τις πυρκαγιές αυτές εκλύονται τρομακτικές ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα, ενώ καταστρέφονται τα δέντρα που θα μπορούσαν να το απορροφήσουν, ανατροφοδοτώντας έτσι την κλιματική αλλαγή και δημιουργώντας ένα «σπιράλ θανάτου».
Είναι χαρακτηριστικό πως τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου λόγω των “lockdown” υπεραντιστάθμισαν οι πρόσφατες μεγάλες πυρκαγιές στην Αυστραλία. Είναι λοιπόν σαφές πως αν δε δράσουμε ολιστικά, θα συνεχίσουμε να κάνουμε «μία τρύπα στο νερό».
Ειδικά για τη Μεσόγειο και τη χώρα μας, όπου έχει που έχει εξελιχθεί σε hotspot πυρκαγιών, είμαστε υποχρεωμένοι να δούμε με προσοχή πώς θα προσαρμόσουμε κατάλληλα τις άμυνές μας, ώστε να ενισχυθεί η προστασία μας απέναντι σε αυτές.
Δεν είναι δυνατό να εξαλείψουμε τελείως τις δασικές πυρκαγιές. Μπορούμε όμως, μέσα από κατάλληλες δράσεις προσαρμογής, να εμποδίσουμε την εξάπλωση τους ή και να μειώσουμε την ένταση τους.
Η φωτιά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του κύκλου διαδοχής των οικοσυστημάτων, ιδίως της μεσογειακής δασικής βλάστησης (όπως είναι το πευκοδάσος), και προϋπήρχε της ανθρώπινης παρουσίας σε αυτά. Σίγουρα δηλαδή μια πυρκαγιά θα εκδηλωθεί σε αυτά, μέσα στη διάρκεια ενός κύκλου μερικών δεκαετιών.
Επιπλέον, με βάση και τα δεδομένα του 2020, το 87% των συλλήψεων για έναρξη πυρκαγιάς αφορούσε εμπρησμούς από αμέλεια και μόλις το 13% εμπρησμό από πρόθεση. Συνεπώς, ο ανθρώπινος παράγοντας, εκούσιος ή ακούσιος, είναι σημαντικός, αλλά όχι ο κρισιμότερος.
Η αποτελεσματική πρόληψη των πυρκαγιών και η ορθή διαχείριση των δασών, με σχέδιο και επιμέλεια, απαιτεί θεσμική και επιχειρησιακή ετοιμότητα.
Αν θέλουμε λοιπόν να γίνουμε αποτελεσματικότεροι στη δασοπροστασία θα πρέπει να αποδεχτούμε ότι δεν είναι δυνατό να εξαλείψουμε τελείως τις δασικές πυρκαγιές. Μπορούμε όμως, μέσα από κατάλληλες δράσεις προσαρμογής, να εμποδίσουμε την εξάπλωση τους ή και να μειώσουμε την ένταση τους.
Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί, κατά βάση, μέσα από ολοκληρωμένα σχέδια και δράσεις πρόληψης και διαχείρισης. Τα εναέρια και επίγεια μέσα κατάσβεσης μόνα τους δε μπορούν να τα καταφέρουν.
Η αποτελεσματική πρόληψη των πυρκαγιών και η ορθή διαχείριση των δασών, με σχέδιο και επιμέλεια, απαιτεί θεσμική και επιχειρησιακή ετοιμότητα.
Πόσα σχέδια αντιπυρικής προστασίας σε επίπεδο δήμων, περιφερειών και δασαρχείων είχαν εκπονηθεί στη χώρα μας όλο αυτό το διάστημα;
Από τον Απρίλιο οι επιστήμονες προειδοποιούσαν πως το φετινό καλοκαίρι, ειδικά για τη Μεσόγειο, θα είναι εξαιρετικά επικίνδυνο για μεγάλες πυρκαγιές. Ο μεγάλος καύσωνας που βρισκόμασταν κατά της διάρκεια των πυρκαγιών ήταν ο τέταρτος του καλοκαιριού, ενώ δεν είχε μπει καν ο Αύγουστος. Οι υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπως το Copernicus) χαρακτήριζαν όλη τη χώρα ως υψηλού κινδύνου για πυρκαγιές.
Αλήθεια, πόσα σχέδια αντιπυρικής προστασίας σε επίπεδο δήμων, περιφερειών και δασαρχείων είχαν εκπονηθεί στη χώρα μας όλο αυτό το διάστημα; Ποια ήταν τα μέτρα πρόληψης των δασικών πυρκαγιών, φύλαξης και διαχείρισης των δασών που έχουν εφαρμοστεί το τελευταίο διάστημα; Η ανάγκη ενίσχυσης/ συντήρησης των υποδομών της χώρας μας και η ανάγκη ανάπτυξης νέων, ανθεκτικών σε ακραία καιρικά φαινόμενα είναι γνωστή. Βρίσκονται οι υποδομές αυτές στην ατζέντα της χώρας και στις προτεραιότητες του Ταμείου Ανάκαμψης;
Οι απαντήσεις φοβάμαι θα μας απογοητεύσουν.
Αντίθετα, και παρά τις προειδοποιήσεις, μοιάζει πως δεν υπήρχαν ούτε τα στοιχειώδη. Μεγάλες εκτάσεις νεκρής βιομάζας που κανείς αρμόδιος δεν είχε καθαρίσει, ανύπαρκτοι δασικοί δρόμοι, ελάχιστες αντιπυρικές ζώνες, νεκρωμένα αντλιοστάσια και πυροσβεστικοί κρουνοί λόγω διακοπών ρεύματος και νερού είναι η εικόνα από τα μέτωπα της φωτιάς.
Τα μέτρα ολοκληρωμένης διαχείρισης δασικών οικοσυστημάτων πρέπει να ξαναδίνουν ρόλο και κίνητρα στους παραδοσιακούς διαχειριστές των δασών.
Βεβαίως, το έλλειμμα πραγματικού ενδιαφέροντος για τα δάση μας είναι χρόνιο. Τις τελευταίες δεκαετίες αντιμετωπίζονται εν πολλοίς ως χώροι παραθεριστικής κατοικίας. Ως αποτέλεσμα, αυξάνονται οι ζώνες ανάμειξης δασών και οικισμών και συνεπαγόμενα οι κίνδυνοι καταστροφικών πυρκαγιών και η πιθανότητα ανθρώπινων απωλειών.
Ταυτόχρονα, τα δάση στερούνται τους παραδοσιακούς φύλακές τους, όπως είναι οι μελισσοκόμοι βοσκοί, αγρότες, ρυτινοπαραγωγοί κλπ, που σήμερα έχουν απομακρυνθεί, καθώς αυτά τα επαγγέλματα δεν παρουσιάζουν οικονομικό ενδιαφέρον.
Τα μέτρα ολοκληρωμένης διαχείρισης δασικών οικοσυστημάτων πρέπει να ξαναδίνουν ρόλο και κίνητρα στους παραδοσιακούς διαχειριστές των δασών. Η εφαρμογή τέτοιων πρακτικών μπορεί να έχει σημαντικά οφέλη για την τοπική οικονομία και την απασχόληση.
Υπάρχει ουσιαστική πρόοδος σε αυτά;
Χρειάζονται άλλες προσεγγίσεις σχεδιασμού και διαχείρισης, λογοδοσίας και δημόσιας ευθύνης, για να μη χαθεί η μάχη της κλιματικής αλλαγής.
«Και καταντήσει το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει».
***
https://www.huffingtonpost.gr/