Στη Βενετία, τα μεγάλα κρουαζιερόπλοια έχουν πλέον απαγορευτεί από τα κανάλια και οι τουρίστες που θέλουν να δουν από κοντά το ιστορικό κέντρο της πόλης θα πρέπει σύντομα να πληρώσουν εισιτήριο. Στο Άμστερνταμ, την Πράγα, τη Βαρκελώνη και τη Φλορεντία, η πανδημία του κορωνοϊού αποτέλεσε μία σπάνια ανάσα από τη μάστιγα του υπερτουρισμού. Τώρα που τα εμβόλια θέτουν την πανδημία υπό έλεγχο και η ευρωπαϊκή βιομηχανία πατά το κουμπί της επανεκκίνησης, κάποιες χώρες δηλώνουν αποφασισμένες να μην επιστρέψουν στο προ-κορωνοϊού φαινόμενο του ενίοτε άναρχου τουρισμού. Το ίδιο και η Ελλάδα.
Στην Ελλάδα, η ανάκτηση όσο το δυνατόν περισσότερων από τις χαμένες αφίξεις του 2020 έγινε σχεδόν εθνικός σκοπός, αφού ο τουρισμός κινεί πάνω από το 20% της ελληνικής οικονομίας και ακόμα μεγαλύτερο ποσοστό της απασχόλησης. Όμως από τον Ιούλιο κιόλας, όταν έγινε σαφές ότι το φετινό καλοκαίρι θα ξεπερνούσε τις προσδοκίες, τα προβλήματα άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια.
Στα πιο δημοφιλή νησιά των Κυκλάδων κυρίως, όπως είναι η Μύκονος, η Σαντορίνη και η Πάρος, οι υποδομές «αναστενάζουν». Το κυκλοφοριακό πρόβλημα και το ζήτημα της ανεπάρκειας των χώρων στάθμευσης γύρω από τους οικισμούς που μαζεύουν τον περισσότερο κόσμο λαμβάνουν έως και ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Και την ίδια στιγμή, οι διακοπές στην υδροδότηση και την ηλεκτροδότηση τείνουν να γίνουν καθημερινότητα σε αρκετά νησιά.
Βιολογικοί καθαρισμοί που λειτουργούν στα όριά τους, δημιουργώντας δυσάρεστες οσμές που χαλάνε την εικόνα των νησιών, σκουπιδοτενεκέδες που ξεχειλίζουν από σκουπίδια, λιμάνια και αεροδρόμια που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τα πλήθη έκαναν την εμφάνισή τους ακόμα και σε αυτή τη μεταβατική τουριστική σεζόν, όπου οι αφίξεις υπολείπονται ακόμα σε σχέση με τα «κανονικά» επίπεδα.
Όσο για την εμπειρία των τουριστών και των επισκεπτών, αυτή δεν μπορεί παρά να επηρεάζεται αρνητικά. Γιατί κάθε αίσθηση καλοκαιρινής ανεμελιάς χάνεται όταν κάποιος πρέπει να προγραμματίζεται 4 ή και 5 ημέρες νωρίτερα για να βρει τραπέζι σε κάποιο παραθαλάσσιο ταβερνάκι. Ή όταν αναγκάζεται να σπρώχνεται για να διασχίσει τα σοκάκια.
Και βέβαια, οι παρεχόμενες υπηρεσίες δεν μπορούν παρά να πάσχουν όταν οι κρίσιμοι τομείς της φιλοξενίας και της εστίασης αντιμετωπίζουν τόσο δραματικές ελλείψεις προσωπικού. Όσοι θέλησαν να πάνε σε ένα νησί για να πιάσουν δουλειά για την καλοκαιρινή σεζόν διαπίστωσαν ότι ακόμα και εάν έβρισκαν ένα σπίτι για να μείνουν, το ενοίκιο θα «έτρωγε» ένα δυσανάλογα μεγάλο μέρος του μισθού τους. Η μαζική στροφή των ιδιοκτητών ακινήτων στις βραχυχρόνιες μισθώσεις, δημιουργεί τεράστια πρόβλημα στέγασης για όσους εργάζονται στους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς.
Στο πρόβλημα, άλλωστε, αναφέρθηκε αυτές τις ημέρες και ο πρωθυπουργός. «Θέλω να σας μιλήσω ειλικρινά: Υπάρχουν προορισμοί που φτάνουν στα απόλυτα όριά τους, αν δεν τα έχουν ξεπεράσει», τόνισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Και προανήγγειλε τη λήψη μέτρων, αποκαλύπτοντας ότι ειδικά ο τομέας της κρουαζιέρας βρίσκεται στο μικροσκόπιο.
«Δεν θα διστάσουμε για κάποιους από αυτούς τους προορισμούς, που βρίσκονται κατεξοχήν στις Κυκλάδες, να πάρουμε πιο δραστικά μέτρα. Αν πρέπει, δηλαδή, να φτάσουμε στο σημείο να αυξήσουμε το κόστος πρόσβασης – να δώσω ένα παράδειγμα – στην κρουαζιέρα για προορισμούς οι οποίοι αυτήν τη στιγμή δεν μπορούν να υποστηρίξουν πέντε κρουαζιερόπλοια ταυτόχρονα, δεν θα διστάσουμε να το κάνουμε. Το κάνουν κι άλλες χώρες πια», σημείωσε ο πρωθυπουργός.
«Πρέπει να προστατεύσουμε τον πυρήνα του προϊόντος μας. Θα φτάσουμε στο σημείο να έχουμε το ανάποδο πρόβλημα. Δηλαδή να έχουμε τόσο μεγάλη προσέλευση επισκεπτών που να πρέπει να τους διαχειριστούμε με έναν διαφορετικό τρόπο», πρόσθεσε.
Η επανεκκίνηση του κλάδου μετά την πανδημία γίνεται αφορμή για να ανοίξει η συζήτηση ως προς το μοντέλο του τουρισμού που θέλει να ακολουθήσει η Ελλάδα. Το Άμστερνταμ, η Βαρκελώνη, η Πράγα, η Βουδαπέστη, η Βιέννη, η Βενετία, η Φλωρεντία, είναι μερικές μόνο από τις πόλεις που απορρίπτουν το μοντέλο του μαζικού τουρισμού που καθιερώθηκε τα τελευταία χρόνια, με τη βοήθεια των αεροπορικών εταιρειών χαμηλού κόστους και των πλατφόρμων βραχυχρόνιων μισθώσεων (Airbnb κτλ) που έριξαν το κόστος των ταξιδιών.
Λιγότεροι τουρίστες, που δεν «απομυζούν» τους τουριστικούς προορισμούς, αλλά ακολουθούν περισσότερο τους ρυθμούς της ζωής των ντόπιων και αφήνουν περισσότερα χρήματα στις τοπικές επιχειρήσεις είναι το μοντέλο στο οποίο στρέφονται οι περισσότεροι δημοφιλείς ευρωπαϊκοί προορισμοί.
Στην Ελλάδα, το παζλ των ταξιδιωτικών απαγορεύσεων και περιορισμών άλλαξε φέτος τον τουριστικό χάρτη. Το γεγονός ότι οι ελληνικοί προορισμοί βρέθηκαν στις πρώτες θέσεις των προτιμήσεων των Αμερικανών ταξιδιωτών αποτέλεσε μία τουλάχιστον ευπρόσδεκτη τάση, αφού είναι γνωστό ότι η συγκεκριμένη ομάδα τουριστών αφήνει τα περισσότερα χρήματα –σε κατά κεφαλήν επίπεδο- στην οικονομία. Όμως μετά από αυτό το πρώτο μετα-πανδημικό καλοκαίρι, όπου ακόμα και ο τελευταίος τουρίστας ήταν κρίσιμος για την επιβίωση πολλών επιχειρήσεων, η στροφή σε λιγότερο αλλά πιο ποιοτικό τουρισμό αναδεικνύεται στο επόμενο στοίχημα.