Δευτέρα
23
Δεκέμβριος
TOP

Τουρισμός: Καλύτερες εισπράξεις σε σχέση με το 2019, μικρότερη συνεισφορά στο ΑΕΠ

Η μέση πρόβλεψη για το 2022 βρίσκεται λίγο κάτω από τα €22 δισεκ., δηλαδή αύξηση της τάξης του 20% σε σχέση με το 2019

Oι ταξιδιωτικές εισπράξεις το 2022 ανήλθαν στα €17,7 δισεκ., σημειώνοντας ετήσια αύξηση μεγαλύτερη του 68%, όντας όμως μειωμένες κατά 3% σε σχέση με το 2019. Βάσει των προσωρινών στοιχείων της ΤτΕ για το πρώτο τετράμηνο, η Eurobank στο δελτίο της 7 Ημέρες Οικονομία εκτιμά ότι το 2023 θα είναι άλλη μία καλή χρονιά για τον ελληνικό τουρισμό, με τις τουριστικές εισπράξεις να ξεπερνούν τόσο τα περσινά επίπεδα, όσο και αυτά του 2019, ακόμα και σύμφωνα με το κάτω άκρο της εκτίμησής μας.

Η μέση πρόβλεψη βρίσκεται λίγο κάτω από τα €22 δισεκ., δηλαδή αύξηση της τάξης του 20% σε σχέση με το 2019 (Πίνακας 1 και Σχήμα 2α).


Μια ουσιώδης παρατήρηση σε σχέση με τις παραπάνω εκτιμήσεις είναι ότι αναφέρονται στα ονομαστικά μεγέθη. Για να αποκομίσουμε μια πιο αντιπροσωπευτική εικόνα για την εκτιμώμενη συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία τη φετινή χρονιά, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και το επίπεδο των τιμών, δηλαδή να εξετάσουμε τα αποπληθωρισμένα, ή αλλιώς «πραγματικά» μεγέθη. Βάσει των εκτιμήσεών της Eurobank, η άμεση συμβολή των τουριστικών εισπράξεων στο πραγματικό ΑΕΠ της χώρας θα είναι αυξημένη σε σχέση με πέρσι, παραμένοντας όμως μικρότερη από την αντίστοιχη του 2019, ακόμα και σύμφωνα με το άνω άκρο της προβολής μας (Σχήμα 2β).

Mείωση διανυκτερεύσεων

Πρώτον, η προβλεπόμενη αύξηση των τουριστικών εισπράξεων θα προκύψει ως αποτέλεσμα κλίμακας, δηλαδή της αύξησης του αριθμού των εισερχόμενων τουριστών και της αναλογικά μικρότερης μείωσης της δαπάνης ανά ταξίδι. Αναμένουμε δηλαδή τη συνέχιση μιας τάσης που έχει δημιουργηθεί τα τελευταία 12 περίπου χρόνια και έχει γίνει πιο ξεκάθαρη από το 2014 κι έπειτα, με εξαίρεση τα «πανδημικά» έτη 2020 και 2021.

Από τεχνικής άποψης, αυτή η τάση μπορεί να αποδοθεί κυρίως σε «ποσοτικούς» παρά σε «ποιοτικούς» παράγοντες: αν και η ονομαστική μέση δαπάνη των επισκεπτών στη χώρα μας ανά ημέρα παραμονής σε αυτή δεν φαίνεται να έχει μεταβληθεί σημαντικά την περίοδο 2005–2022 για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία από την ΤτΕ (2005–2010: €71,4˙ 2011–2016: €72,1˙ 2017–2022: €73,5 κατά μέσο όρο), η μέση διάρκεια της παραμονής τους έχει μειωθεί από 9,9 διανυκτερεύσεις κατά μέσο όρο την περίο-δο 2005–2010, σε 7,9 διανυκτερεύσεις την περίοδο 2011–2016 και σε 7,6 διανυκτερεύσεις την περί-οδο 2017–2022 (7,1 εξαιρουμένων των 2020 και 2021). Δεν διαφαίνεται συνεπώς κάποια μετάβαση σε ένα υπόδειγμα με έμφαση στον «ποιοτικότερο» τουρισμό (δηλαδή μικρότερος αριθμός επισκεπτών με μεγαλύτερη δαπάνη ανά ταξίδι), η οποία –όπως έχουμε επισημάνει επανειλημμένα– είναι αναγκαία προϋπόθεση για την αναβάθμιση, αλλά και την ίδια τη βιωσιμότητά του ελληνι-κού τουριστικού μεσοπρόθεσμα.

Δεύτερον, με αφορμή το γεγονός ότι οι εκτιμήσεις μας βασίζονται στην προβολή των τάσεων βάσει των στοιχείων του πρώτου τετραμήνου, αξίζει να σημειώσουμε ότι δεν προκύπτει κάποια μεταβολή στην εποχική διάρθρωση των τουριστικών εισπράξεων. Δεν παρατηρούμε δηλαδή κάποια «επιμήκυνση» της τουριστικής περιόδου, τουλάχιστον από πλευράς εισπράξεων. Τα έσο-δα του τελευταίου τετράμηνου για παράδειγμα αποτελούν κατά μέσο όρο το 27,4% των συνολι-κών ετήσιων τουριστικών εισπράξεων την περίοδο 2002–2022, χωρίς να παρουσιάζουν κάποια αυξητική τάση. Όπως φαίνεται και στο Σχήμα 4, δεν εντοπίζουμε κάποια δομική αλλαγή ή κάποια συστηματική απόκλιση. Αντιθέτως, παρατηρείται μια μείωση την περίοδο από το 2011 και μετά σε σχέση με την περίοδο μέχρι το 2010, η οποία όμως είναι πολύ μικρή ποσοτικά (από το 27,7% στο 27,1%) και δεν είναι στατιστικά σημαντική.

Πηγή: ΟΤ