Συγκρατημένη αισιοδοξία ότι παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία και την άνοδο του πληθωρισμού ο ελληνικός τουρισμός θα σημειώσει περαιτέρω ανάπτυξη φέτος εκφράζει ο ΣΕΤΕ.
Ο ξενοδοχειακός κλάδος καλείται να αντιμετωπίσει και το πρόβλημα της προσέλκυσης εργαζομένων, καθώς παραμένουν κενές οι 23 στις 100 θέσεις στα ξενοδοχεία, τόνισε ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ Γιάννης Ρέτσος.
Αναβολές στα επενδυτικά πλάνα των τουριστικών επιχειρήσεων για κατασκευές νέων ξενοδοχείων ή επεκτάσεις υπαρχόντων προκαλούν οι μεγάλες αυξήσεις των τιμών των πρώτων υλών. Αυτό παραδέχτηκε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), Γιάννης Ρέτσος, σε παρουσίαση που πραγματοποιήθηκε σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας για τις προοπτικές του ελληνικού τουρισμού τη φετινή χρονιά.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση της «Κ» αποκάλυψε μάλιστα πως σε κάποιες περιπτώσεις εργολάβοι και κατασκευαστικές δεν δίνουν καν προσφορές σε όσους τους τις ζητούν επικαλούμενοι αδυναμία να προϋπολογίσουν τα κόστη τους εξαιτίας των συνεχών αυξήσεων σε υλικά, όπως ο μπετοσίδηρος, τα κουφώματα αλουμινίου, ο χαλκός και άλλα. Ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ δήλωσε ευθέως πως είναι φυσιολογικό να πάνε πίσω πολλά έργα, τα οποία βεβαίως περιλαμβάνουν και projects στο πλαίσιο του ψηφιακού μετασχηματισμού και της μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που αποτελούν κορυφαίες προτεραιότητες για τον κλάδο.
Υπενθυμίζεται πως σύμφωνα με τις οικονομικές έρευνες του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), οι ετήσιες κατασκευαστικές δαπάνες των ελληνικών ξενοδοχείων, σε όρους εγχώριας προστιθέμενης αξίας (όχι δηλαδή για εξοπλισμό που εισάγεται, όπως π.χ. τα κλιματιστικά), ανήλθαν το 2018 στο 1,4 δισεκατομμύριο και το 2019 στο 1,2 δισεκατομμύριο.
Η αισιοδοξία πως η φετινή χρονιά θα είναι καλύτερη από την περυσινή, παρά τον πόλεμο και τις επιπτώσεις που έχει στο διαθέσιμο εισόδημα των Ευρωπαίων, διατηρείται. Και αυτό διότι εκτίμηση του ΣΕΤΕ είναι πως το όποιο πλήγμα καταφέρει ο πληθωρισμός στο εισόδημα των νοικοκυριών θα γίνει περισσότερο αισθητό το 2023.
Παράλληλα, ο ΣΕΤΕ προέταξε δύο μεγάλες προκλήσεις για τον κλάδο: πρώτον, τη δυνατότητα να αυξήσει τα τιμολόγιά του για το 2023 σε επίπεδα που θα μπορέσουν να αντισταθμίσουν τις αυξήσεις του κόστους λειτουργίας των ξενοδοχείων και, δεύτερον, την εξεύρεση εργαζομένων. Και αυτό διότι όπως θύμισε, πρόσφατη μελέτη έδειξε πως παραμένουν κενές οι 23 στις κάθε 100 θέσεις στα ξενοδοχεία. Μάλιστα, προς τούτο ο ΣΕΤΕ πρόκειται να ξεκινήσει σύντομα καμπάνια προσέλκυσης νέων στα τουριστικά επαγγέλματα και επιπλέον να χρησιμοποιήσει κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης για την κατάρτισή τους.
Σοβαρότατο ζήτημα χαρακτήρισε και το φαινόμενο των επενδύσεων σε κλίνες φιλοξενίας που λειτουργούν μαζικά ως ξενοδοχεία, δηλαδή με προσφερόμενες υπηρεσίες εστίασης, spa, καθαρισμού και εξυπηρέτησης δωματίων και άλλες υπό τον μανδύα των βραχυχρόνιων μισθώσεων. Πρόκειται για κατάφωρη παραβίαση των αρχών του ανταγωνισμού σύμφωνα με το κ. Ρέτσο και προς την αντιμετώπισή του ο ΣΕΤΕ κινείται σε συνεργασία με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Ξενοδόχων και το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο Ελλάδος.
Αναφορικά με τις οικονομικές επιδόσεις των τουριστικών επιχειρήσεων, ο κ. Ρέτσος ξεκαθάρισε πως πρέπει να γίνεται διαχωρισμός των αποτελεσμάτων του συνολικού τουριστικού εισοδήματος της χώρας από τα νούμερα των επιχειρήσεων που έχουν διαφορετικές αντοχές η κάθε μία και αποτελέσματα ανάλογα με τις περιοχές της χώρας όπου δραστηριοποιούνται. «Τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων επηρεάζονται από τον υψηλό πληθωρισμό που επηρεάζει και τις δανειακές υποχρεώσεις, τις αυξήσεις μισθών, όπου η άνοδος του κατώτατου μισθού φθάνει αθροιστικά γύρω στο 8%, το πολύ αυξημένο ενεργειακό κόστος, που για κάποιους κλάδους ήταν πιο σημαντικό», σημείωσε.
Πηγή:www.kathimerini.gr