Στην τελική ευθεία μπαίνει η θεσμική διαδικασία για τον κατώτατο μισθό, ωστόσο από τις έως τώρα εισηγήσεις των εμπλεκόμενων επιστημονικών φορέων, από τις κυβερνητικές διαρροές κι από τα… μισόλογα των παραγωγικών φορέων, φαίνεται ότι ο κατώτατος θα παραμείνει στα σημερινά επίπεδα των 650 ευρώ για έναν ακόμα χρόνο. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι το 34% των απασχολούμενων στην Ελλάδα δεν θα δει αύξηση αποδοχών ως τον ερχόμενο Ιούνιο.
“Οι μικρές επιχειρήσεις θα πρέπει να ανακάμψουν. Δεν μπορεί με το “καλημέρα” να τους αυξήσεις το εργατικό κόστος”, σημειώνει κυβερνητικός αξιωματούχος, επιχειρηματολογώντας υπέρ της διατήρησης του ισχύοντος κατώτατου μισθού για έναν ακόμα χρόνο, παρά το ότι από το δεύτερο εξάμηνο της φετινής χρονιάς η οικονομία αναμένεται να “τρέξει”. “Δεν μπορείς να αλλάξεις τον κατώτατο με βάση τα δεδομένα του 2019, πριν επανέλθει η οικονομία στα επίπεδα του 2019”, κατέληξε ο ίδιος αξιωματούχος φωτίζοντας έτσι το σύνολο του σκεπτικού που λέει ότι από τη στιγμή που η οικονομία αναμένεται να καλύψει τις απώλειες του 2020 στη διάρκεια του 2022, τότε και μόνο τότε είναι θεμιτό να θεσμοθετηθεί και η αναπροσαρμογή του κατώτατου.
Αυτή η επιχειρηματολογία βρίσκεται και στον πυρήνα των εισηγήσεων από θεσμικούς και παραγωγικούς φορείς. Η ΤτΕ ενδεικτικά αναφέρει ότι μια αύξηση του κατώτατου μισθού θα έχει αρνητικές επιπτώσεις ιδιαίτερα στους κλάδους με υψηλό ποσοστό αμειβομένων με κατώτατα όρια και άρα ευθεία επίπτωση στην αύξηση της ανεργίας, ενώ το ΙΟΒΕ παρατηρεί ότι μεσοπρόθεσμα κρίνεται σκόπιμο αυξήσεις του κατώτατου μισθού να συνυπολογίζουν τον ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας.
Σύμφωνα με το θεσμικό πλαίσιο, το ύψος του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και νομοθετημένου ημερομισθίου θα πρέπει να καθορίζεται λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές της για ανάπτυξη από την άποψη της παραγωγικότητας, των τιμών, και της ανταγωνιστικότητας, της απασχόλησης, του ποσοστού της ανεργίας, των εισοδημάτων και μισθών. Τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι η πραγματική παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο περιορίστηκε σημαντικά την περσινή χρονιά λόγω της πανδημίας, απορροφώντας πλήρως τις θετικές εξελίξεις του 2019.
Ο αντίλογος από την πλευρά της ΓΣΕΕ είναι κατ’ αρχάς ότι σε άλλα κράτη της Ε.Ε., που επίσης επλήγησαν από την πανδημία, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε ως “μαξιλάρι” για τους εργαζόμενους. Ειδικότερα, από τις 17 χώρες που αύξησαν τον κατώτατο μισθό το 2021, οι 14 τον είχαν αυξήσει και το 2020 σε σχέση με το 2019. Παράλληλα, ανάμεσα στις χώρες που διατηρήσαν την 1η Ιανουαρίου του 2021 τον κατώτατο μισθό σταθερό σε σχέση με την 1η Ιανουαρίου του 2020, η Εσθονία και η Ισπανία, είχαν ήδη αυξήσει τον ωριαίο κατώτατο μισθό σε σχέση με το 2019 κατά 8,15% και 5,55%. Για το 2021, υψηλότερη ήταν η αύξηση του ωριαίου κατώτατου μισθού στη Λετονία (16,3%) και χαμηλότερη στη Γαλλία και στη Μάλτα (1%).
Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι ο ισχύων κατώτατος μισθός δεν επαρκεί για να προστατέψει τους εργαζόμενους από τον κίνδυνο φτώχειας, καθώς η αγοραστική του δύναμη είναι η 5η χαμηλότερη σε όλη την ΕΕ. Επιπλέον, κατά τη ΓΣΕΕ στην περίπτωση που ο κατώτατος αυξηθεί- στα επίπεδα των 751 ευρώ- το 2021 το πραγματικό ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα είναι κατά 0,86% υψηλότερο από το βασικό σενάριο, ενώ το 2022 η αντίστοιχη διαφορά εκτιμάται ότι θα είναι της τάξης του 1,06%.
Αυτήν τη στιγμή, οι εργαζόμενοι με τον κατώτατο μισθό “βλέπουν” μια έμμεση αύξηση αποδοχών- όπως και οι υπόλοιποι μισθωτοί- λόγω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών. Συγκεκριμένα, σε μηνιαίες αποδοχές 650 ευρώ, το ετήσιο όφελος, από τη μείωση των εισφορών κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες, είναι 148 ευρώ.