Στην οθόνη του κινητού μου βλέπω τον κύριο Παναγιώτη Τζαναβάρη – και τον ακούω να σφυρίζει το όνομά μου. Η «άρθρωσή» του είναι τόσο καθαρή, που σχεδόν διακρίνω τους φθόγγους στον ήχο του σφυρίγματος, κι ας μην ανήκω στους ελάχιστους εναπομείναντες ομιλητές της «σφυριάς». Η συγκεκριμένη γλωσσική κοινότητα, εξάλλου, αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από τους μετρημένους στα δάχτυλα – και στην πλειοψηφία τους ηλικιωμένους – κατοίκους της Αντιάς, ενός απομακρυσμένου χωριού στα βουνά της περιοχής του Κάβο Ντόρο, στην Εύβοια
Η σφυριά, όπως και οι υπόλοιπες σφυριχτές διάλεκτοι του πλανήτη, δεν μοιάζει σε τίποτα με όσα έχουμε μάθει να ερμηνεύουμε ως γλώσσα. Κι όμως, οι ομιλητές της μπορούν να μεταφέρουν μέσα από τους ιδιαίτερους ήχους της κάθε πιθανό νόημα. Υπάρχουν σφυρίγματα για κάθε φθόγγο της ελληνικής γλώσσας, εκτός από ορισμένα σύμφωνα, τα οποία ο ομιλητής οφείλει να «μαντεύει» από τα συμφραζόμενα – αλλά και αυτά δεν είναι πολλά.
Ο κύριος Τζαναβάρης έμαθε να σφυρίζει, όπως είθισται στα Αντιά, όταν ήταν μόλις 6-7 ετών. Στα 14 του μετακόμισε και, όπως λέει, «μιλούσα τη σφυριά μόνο όταν επέστρεφα στο χωριό, για το φολκλόρ». Το 2010, όταν πήρε σύνταξη, επισκεύασε το πατρικό του και αποφάσισε να κάνει κάτι για το καλό του χωριού. «Είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου ότι είναι κάτι που χάνεται και πρέπει να σωθεί», θυμάται. Έτσι, ίδρυσε τον Πολιτιστικό Σύλλογο Απανταχού Αντιωτών και «άρχισα… ραντεβού στα τυφλά. Δεν ήξερα τι να κάνω, δεν ενδιαφερόταν κανείς. Ήμουν ο γραφικός, που ασχολείται με τη σφυριά που είναι για τα γίδια». Στα χρόνια που μεσολάβησαν, όμως, ο σύλλογος – αλλά και ο ίδιος ο κύριος Τζαναβάρης – έκαναν πολλά βήματα για τη διάσωση της σφυριάς.Όμως, αυτή η τόσο ξεχωριστή γλώσσα κινδυνεύει να εξαφανιστεί από τη χώρα μας. Αν καταφέρει να διασωθεί, θα το οφείλει σε μεγάλο βαθμό στον συνομιλητή μου.
«Το δύσκολο είναι να μάθεις να σφυρίζεις»
Υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες στη διάδοση – και επομένως τη διάσωση – της σπάνιας αυτής διαλέκτου. Η κυριότερη είναι ότι δεν υπάρχει τρόπος οι ήχοι της να μεταφερθούν στο χαρτί. Και έπειτα «το δύσκολο είναι να μάθεις να σφυρίζεις», σύμφωνα με τον κύριο Τζαναβάρη. «Ξεκινώντας, είπα ότι πρέπει να περάσουμε τη γλώσσα σε νέους. Στη Σύρο, όπου μένω μόνιμα, έχω έναν βαφτισιμιό που σφύριζε πολύ ωραία. Του λέω “πρέπει να σε μάθω να μιλάς”, “σου ‘στριψε” μου λέει». Τελικά, όμως, πείστηκε, για να του κάνει το χατίρι. Πήρε μαζί του και έναν φίλο του και, μέσα σε δέκα μαθήματα «είχαν γίνει καταπληκτικοί». Τόσο, ώστε να μπορούν να σφυρίξουν ακόμη και σε… κρητική διάλεκτο. «Έχω κάνει μαθήματα και σε άλλα παιδιά. Άλλοι μάθαιναν πιο εύκολα, άλλοι πιο δύσκολα, άλλοι με τίποτα. Είναι μια δεξιότητα όπως όλες οι άλλες, όμως είναι εύκολο να μεταφερθεί».
Μια γλώσσα άγνωστη επί χιλιετίες
Μέχρι το 1969, η ιδιαίτερη αυτή γλώσσα είχε κατορθώσει να παραμείνει εντελώς άγνωστη. Το γεγονός ότι σήμερα γνωρίζουμε για την ύπαρξή της, κυριολεκτικά οφείλεται σε ένα ατύχημα. Ένα αεροσκάφος συνετρίβη στα βουνά γύρω από τα Αντιά, και οι διασώστες που αναζητούσαν τον πιλότο, έτυχε να ακούσουν τους παράξενους ήχους με τους οποίους επικοινωνούσαν οι ντόπιοι.
Όμως, η γέννησή της χάνεται στα βάθη της ιστορίας. Μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία που να δείχνουν ακριβώς πότε ή από ποιον δημιουργήθηκε, έχουν διατυπωθεί όμως πολλαπλές θεωρίες, βάσει αναφορών στην αρχαία γραμματεία. Μεταξύ άλλων αποδίδεται στους «Πέρσες, τους Πελοποννήσιους, τους Ιλλύριους, τους Βυζαντινούς, όμως τίποτα δεν είναι αποδεδειγμένο», εξηγεί ο κύριος Τζαναβάρης στο in.gr. «Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι κάτοικοι του χωριού Αντιά είναι γηγενείς επί πολλούς αιώνες. Σύμφωνα με τους μύθους ήταν απόγονοι των Περσών και σε όλη την ιστορία τους μιλούν τη σφυριχτή γλώσσα – υπολογίζεται ότι ζουν εδώ επί 2.500 χρόνια».
Οι θεωρίες για τις αιτίες της δημιουργίας της σφυριάς, επίσης ποικίλλουν. Μεταξύ άλλων, έχει διατυπωθεί το ενδεχόμενο να αποτελούσε εφεύρεση των Περσών που είχαν τοποθετηθεί στην περιοχή την εποχή της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, και οι οποίοι αναγκάστηκαν να βρουν καταφύγιο στα βουνά μετά την ήττα τους. Για αυτό και, κατά τη θεωρία αυτή, σφύριζαν για να μην είναι κατανοητοί από τον εχθρό.
Σε κάθε περίπτωση, ήταν σίγουρα μια γλώσσα χρήσιμη: Γενιές και γενιές κτηνοτρόφων, διασκορπισμένων στα απόκρημνα βουνά γύρω από τα Αντιά, την αξιοποιούσαν για να μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους από μεγάλες αποστάσεις.
«Το χωριό είναι μέσα σε μια κοιλάδα, και όλη την ημέρα οι άνθρωποι ήταν στις ράχες: Είτε στα χωράφια, είτε στα ζώα, γιατί ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία», αναφέρει ο κύριος Τζαναβάρης. «Οπότε η φωνή χανόταν, δεν μπορούσε να μεταδοθεί τόσο μακριά. Ενώ η σφυριά, λόγω των συχνοτήτων που χρησιμοποιούνται, μεταφέρεται ακόμη και επί τέσσερα χιλιόμετρα. Η μια χρήση ήταν αυτή, και η άλλη είχε ως στόχο να μην καταλαβαίνουν το μήνυμα οι εχθροί – ή κάποιοι άσχετοι».
Σφυρίγματα από τη μια άκρη της γης ως την άλλη
Σφυριχτές γλώσσες υπάρχουν σε διάφορα σημεία του πλανήτη. Έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον 70 κοινότητες που χρησιμοποιούν τη συγκεκριμένη μορφή επικοινωνίας, και οι οποίες είναι διασκορπισμένες στις πέντε ηπείρους – και συχνά κοντά στις επτά θάλασσες: Κανάρια Νησιά, Μαρόκο, Μαύρη Θάλασσα, Ισπανία, Μεξικό. Το τελευταίο έχει μια σημασία, αφού κατά τη γνώμη του κυρίου Τζαναβάρη, δεδομένης και της αρχαιότητας της σφυριάς, είναι πιθανό αυτός ο τρόπος ομιλίας να διαχύθηκε στον πλανήτη ξεκινώντας από τα μικροσκοπικά Αντιά, κατά τις πρώτες εξερευνήσεις των αρχαίων Ελλήνων θαλασσοπόρων. Στη συνέχεια, οι επαφές των πληθυσμών και η αποικιοκρατία, θα μπορούσαν να έχουν διαδώσει τη σφυριχτή γλώσσα σε κάθε μήκος και πλάτος της γης. Ακόμη, όμως, και αν αυτό δεν ισχύει, ένα πράγμα είναι βέβαιο: Τα μέρη στα οποία η γλώσσα εγκαταστάθηκε, με τον τρόπο τους συγγενεύουν.
«Όταν πήγα στη Γαλλία, στο Αάς, το χωριό που σφύριζαν, έμεινα έκπληκτος γιατί ήταν ένα χωριό σαν το δικό μου», περιγράφει στο in.gr. «Είχε λίγα σπίτια από την απέναντι πλευρά του ποταμού και το υπόλοιπο χωριό ήταν από την άλλη πλευρά, όπως ακριβώς είναι τα Αντιά. Στο Κουσκούι [σ.σ. ένα χωριό στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας] δεν έχω πάει, το έχω δει από το Google και είναι σε μια κοιλάδα. Τα Κανάρια νησιά είναι όλο πλαγιές. Στο Μαρόκο τη μιλούν στον Άτλαντα. Και παντού είχαν τις ίδιες ασχολίες. Στη Γαλλία, η περιοχή είναι αγροτοκτηνοτροφική μέχρι και σήμερα».
Μια εστία αρκεί – θα βρεθεί, όμως;
Οι σφυριχτές γλώσσες έχουν διαστάσεις αδιαμφισβήτητα ποιητικές: Πρώτα από όλα, την ίδια την εκφορά τους, που ακούγεται περισσότερο σαν κελάηδισμα ωδικού πτηνού, παρά σαν ανθρώπινη ομιλία. Έπειτα, είναι ο τρόπος με τον οποίο φθείρονται. Εκτός της απουσίας νέων σφυριχτών, που προκύπτει από την απομάκρυνση των νεότερων ηλικιών από τα ορεινά χωριά τους, η γλώσσα φθείρεται μαζί με το σώμα των ομιλητών της. Φτάνοντας στην τρίτη ηλικία, δεν είναι λίγοι εκείνοι που διαπίστωσαν ότι η τεχνητή οδοντοστοιχία τους δεν τους επέτρεπε να συνεχίσουν να σφυρίζουν τη γλώσσα που γνώριζαν από έξι ή επτά ετών.
Τρίτον και κυριότερον, αρκεί να διασωθεί σε μια μικρή εστία, για να μπορέσει να ξαναφουντώσει και να εξαπλωθεί εκ νέου σε όλο τον πλανήτη. Γιατί, όπως εξηγεί ο κύριος Τζαναβάρης, η σφυριά μπορεί να μιληθεί σε όσες γλώσσες γνωρίζει να μιλά ο σφυριχτής. Εξάλλου, με αυτόν ακριβώς τον τρόπο η σφυριχτή γλώσσα έχει ήδη ξαναζωντανέψει στα Πυρηναία. «Είχε εξαφανιστεί για 25 χρόνια», τονίζει ο κύριος Τζαναβάρης. «Και βρέθηκε ένας γραφικός σαν κι εμένα, Γάλλος καθηγητής, φιλόλογος, που κάναμε το ίδιο ξεκίνημα μαζί. Αυτός ήρθε στα Αντιά να ακούσει, να βιντεοσκοπήσει, όπως έχει πάει και στα Κανάρια Νησιά, για να γυρίσει πίσω με ένα ντοκουμέντο, που θα βοηθούσε να την επαναφέρουν. Πήρε το ντοκουμέντο αυτό, γύρισε πίσω, έπεισε μαζί με έναν πανεπιστημιακό και δυο σφυριχτές την τοπική κοινότητα και έβαλαν τη γλώσσα στο τοπικό κολέγιο. Και, μέσα σε ενάμιση χρόνο, κατασυγκινήθηκα γιατί ήταν 40 παιδάκια που τα περισσότερα ήδη σφύριζαν και μιλούσαν, τα υπόλοιπα μάθαιναν να σφυρίζουν».
Η αδιαφορία της πολιτείας θέτει τη γλώσσα σε κίνδυνο
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που αυτή η ευκολία της επαναφοράς της αποτελεί ευτύχημα. Δυστυχώς, ένας από τους κυριότερους είναι το ότι η ελληνική πολιτεία δεν έχει δείξει αντίστοιχο ενδιαφέρον για τη διάσωσή της. «Εδώ ακόμα αγωνιζόμαστε και είμαστε στο πουθενά», επισημαίνει ο κύριος Τζαναβάρης που, όπως σημειώνει, έχει δαπανήσει τουλάχιστον 15.000€ για αυτό το σκοπό, τη στιγμή που ο Δήμος Καρύστου «είναι ζήτημα αν έχει δώσει δυο-τρία χιλιάρικα».
«Εδώ ο Δήμος αντί να το βοηθήσει το σαμποτάρει, δεν ασχολείται καθόλου. Υπήρξε ένα μικρό ενδιαφέρον από την Περιφέρεια, το οποίο πάλι χάθηκε. Τώρα έχουμε ξανά μια αλληλογραφία, στην οποία μας λένε ότι θα μας βοηθήσουν με κάποια οπτικοακουστικά μέσα», αναφέρει.
Κι όσο για τη γραφειοκρατία που απαιτείται για την προστασία της σφυριάς… Σε αυτή δεν υπάρχει τίποτα το ποιητικό. «Με δική μου δουλειά και πρωτοβουλία κατορθώσαμε και το εντάξαμε ως στοιχείο άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς στο υπουργείο πολιτισμού, τον Οκτώβριο του 2019. Ένα σημαντικό βήμα, αν και πέρασαν τρία χρόνια μέχρι να το καταφέρουμε, γιατί κάθε φορά που άλλαζε ο διευθυντής, ζητούσε και άλλα πράγματα», σημειώνει ο κύριος Τζαναβάρης.
Το ενδιαφέρον για τη σφυριά είναι πολύ πιο έντονο στο εξωτερικό από ό,τι στην Ελλάδα, με τηλεοπτικά συνεργεία από την Ευρώπη, αλλά και την Ιαπωνία, την Αυστραλία και τις ΗΠΑ, να έχουν επισκεφθεί τα απομακρυσμένα Αντιά για να καταγράψουν τους μοναδικούς διαλόγους των κατοίκων. Αντιστοίχως, η ισπανική σφυριχτή γλώσσα έχει ήδη αναγνωριστεί από την UNESCO, όμως εκείνη της Αντιάς απέχει πολύ από αυτό το στόχο.
«Για να καταθέσεις στην UNESCO υποψηφιότητα, πρέπει η γλώσσα πρώτα να έχει αναγνωριστεί ως στοιχείο άυλης κληρονομιάς και να έχει ενταχθεί στον κατάλογο απειλούμενων γλωσσών» – διαδικασίες, η καθεμία εκ των οποίων απαιτεί τη δική της χαρτούρα.
Μέχρι να γίνουν όλα αυτά, κάθε χρόνο, έστω και με την covid-free μορφή των τηλεδιασκέψεων, πραγματοποιείται διεθνές συνέδριο για τις σφυριχτές γλώσσες. Εκεί, οι ομιλητές ανταλλάσσουν γνώσεις και πληροφορίες, προκειμένου να επιτύχουν τον κοινό τους στόχο.
«Είναι πάρα πολύ εύκολο», σημειώνει ο κύριος Τζαναβάρης. «Αλλά πρέπει να υπάρξει ένας πυρήνας, ένα κίνητρο. Εγώ μέχρι τώρα έχω βγάλει πέντε-έξι καινούργιους σφυριχτές, που όμως είναι διασκορπισμένοι. Αν είχε υπάρξει ένα ενδιαφέρον και μια ενίσχυση όλου αυτού του πράγματος, θα μπορούσαν να είναι 15-20. Αν βγει μια τέτοια φουρνιά από νέους, μέχρι 20 χρονών, μετά η γλώσσα διασώζεται αμέσως για 70 χρόνια».