Κυριακή
24
Νοέμβριος
TOP

Τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο: Και τώρα τι;

της Δρ. Ασπασία Αλιγιζάκη

Διδάκτωρ Διεθνών & Ευρ. Σπουδών – Καθηγήτρια  Νομικής στο Πανεπιστήμιο Sorbonne Paris Nord/IdEF. Αντιδήμαρχος Πειραιά

Τo τελευταίο χρονικό διάστημα οι σχέσεις Ελλάδας Τουρκίας είναι ενδεχομένως οι χειρότερες από το 1974. Η προσπάθεια παραβίασης των ελληνικών συνόρων με την εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού, οι αλλεπάλληλες υπερπτήσεις και εναέριες παραβιάσεις από τουρκικά αεροσκάφη, το τουρκολιβυκό σύμφωνο και οι παράνομες γεωτρήσεις, οι επιθετικές δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων, η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί και η πρόσφατη έκδοση NAVTEX για έρευνα νοτιανατολικά του Καστελόριζουέχουν δυναμιτίσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε σημείο που να διαγράφεται πλέον ο κίνδυνος μιας «έκρηξης».

Υπό την ηγεσία του Ερντογάν, η Τουρκία επιδεικνύει ολοένα και αυξανόμενη προθυμία να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική ισχύ για την επίτευξη των γεωπολιτικών στόχων της. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της τάσης της είναι η εισβολή της Άγκυρας στη βόρεια Συρία και η ανάπτυξη τουρκικών στρατιωτικών φρεγάτων για την εξασφάλιση παράνομης γεώτρησης ενεργειακών πόρων. Και είναι σαφώς οι ενεργειακοί πόροι, οι ενεργειακές πηγές και διαδρομές το επίκεντρο της τουρκικής γεωπολιτικής στρατηγικής.

Η Τουρκία που μέχρι σήμερα υπήρξε – μέσα από συμφωνίες με τη Ρωσία – βασικός διαμετακομιστικός κόμβος των ρωσικών ενεργειακών πόρων προς την Ευρώπη, είναι εύλογο να επιθυμεί να μετέχει και στους νέους διαδρόμους ενεργειακών πόρων που αυτήν την περίοδο δομούνται στην Ανατολική Μεσόγειο. Το σχέδιο φυσικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να εξεύρει όσο το δυνατόν περισσότερες νέες πηγές και διαδρομές για να εξασφαλίσει την ενεργειακή της ασφάλεια που μέχρι τώρα βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια των Ρώσων, οι οποίοι σχεδόν μονοπωλούν τον ενεργειακό εφοδιασμό των Ευρωπαίων. Ο Ερντογάν, λοιπόν, διακρίνοντας αυτήν την τιτάνια προσπάθεια της Ευρώπης να απεγκλωβιστεί από τους Ρώσους εταίρους και συμμάχους του, φαίνεται να προχωρεί σε νέες επιχειρηματικές συμφωνίες όπως σε αυτήν με την Λιβύη, αντιλαμβανόμενος ότι μια υποβάθμιση του ρόλου της Τουρκίας στην ενεργειακή «αρένα» θα σήμαινε και αντίστοιχη υποβάθμιση του γεωπολιτικού της ρόλου.

Και η σχέση γεωπολιτικής και ενέργειας είναι εμφανής, αν αναλογιστεί κανείς ότι χάρη στις συμφωνίες της Άγκυρας με τους Ρώσους για την διαμετακόμιση των ρωσικών πόρων (όπως επί παραδείγματι αυτή για τον TurkishSteam, έναν αγωγό ανταγωνιστικό των ευρωπαϊκών σχεδίων για την εναλλακτική μεταφορά ενεργειακών πόρων μέσω του TAP – ΤΑΝΑP και του EASTMED) οι Ρώσοι παρέμειναν και παραμένουν σύμμαχοί της. Και παρέμειναν ακόμη και εν όψει πολύ σημαντικών ρωσοτουρκικών αντιθέσεων όπως η κατάρριψη ρωσικού βομβαρδιστικού από τους Τούρκους, η εμπλοκή της Τουρκίας στην Συρία κατά του Άσαντ, η εμπλοκή της στη Λιβύη κατά του Χαφτάρ ακόμη και η μετατροπή του συμβόλου του Χριστιανισμού, της Αγίας Σοφίας, σε τζαμί.

Είναι λοιπόν οι ενεργειακοί πόροι ο πυρήνας της μαξιμαλιστικής στρατηγικής της Τουρκίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, και ειδικότερα της τουρκικής στρατηγικής για τη Γαλάζια Πατρίδα. Πυρήνας δε αυτής της στρατηγικής είναι και το Καστελόριζο ​​και οι μικρότεροι δορυφόροι του, Ρω και Στρογγύλη. Αυτές οι νήσοι παραχωρήθηκαν στην Ιταλία του Μουσολίνι μέσω μιας σειράς συμφωνιών με την Τουρκία και διασφαλίστηκαν από την Ελλάδα μέσω της Συνθήκης του Παρισιού του 1947, μιας συνθήκης στην οποία δεν συμμετείχε και δεν αναγνώρισε η Τουρκία, η οποία επίσης δεν έχει προσχωρήσει ούτε στη Διεθνή Σύμβαση του 1982 για το δίκαιο της θάλασσας. Αυτή δεν την αναγνωρίζει ασφαλώς, καθώς η ανακήρυξη ΑΟΖ στην περιοχή από την Ελλάδα, όπως αυτή προβλέπει, θα σημάνει την αύξηση των αξιοποιήσιμων υδάτων (στα οποία η Ελλάδα έχει δικαίωμα έρευνας ή άλλης εκμετάλλευσης των θαλασσίων πόρων) και, κατ’ επέκταση, της ενίσχυση του γεωπολιτικού ρόλου της έναντι στην ασπόνδη φίλη- γείτονα χώρα.

Είναι λοιπόν εύλογο να δημιουργεί ανησυχία η πρόσφατη τουρκική Navtex για σεισμικές έρευνες σε περιοχή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, νοτιοανατολικά της Κρήτης και του Καστελόριζου, η οποία μάλιστα συνοδεύτηκε από έξοδο τουρκικών πλοίων, υπερπτήσεις, προγενέστερη έκδοση Navtex για γεωτρήσεις στο θαλάσσιο χώρο νοτιοδυτικά της Κύπρου και εμπρηστικές  δηλώσεις του Ερντογάν με τις οποίες συνέδεσε άμεσα τα σεισμογραφικά σκάφη με τα γεωτρύπανα.

Δεν πρέπει βέβαια να μας διαφεύγει ότι συχνά ο Ερντογάν χρησιμοποιεί τα θέματα εξωτερικής πολιτικής για εσωτερική κατανάλωση. Όπως επίσης είναι γεγονός ότι η απώλεια ψηφοφόρων και η ενίσχυση της αντιπολίτευσης, η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, η έκρηξη της ανεργίας και του μεταναστευτικου-προσφυγικού και η ατυχής διαχείριση της πανδημίας δημιουργούν μια ζοφερή εικόνα στο εσωτερικό της Τουρκίας. Από αυτήν ενδεχομένως ο Ερντογάν θέλει να αποπροσανατολίσει τους πολίτες – ψηφοφόρους αφιονίζοντας τους μέσω του θρησκευτικού και εθνικού φανατισμού με δηλώσεις και κινήσεις όπως η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε ισλαμικό τέμενος. Στο ίδιο πλαίσιο χρησιμοποιώντας τη δύναμη των εγχώριων μέσων ενημέρωσης προς όφελός του, ο Πρόεδρος Ερντογάν ασκεί μια ανθελληνική προπαγάνδα και ρητορική για τη Συνθήκη της Λωζάννης και την αναθεώρηση της, της οποίας υπεραμύνεται με μαξιμαλιστικές δηλώσεις.

Παρόλα αυτά δεν πρέπει επίσης να αγνοούμε ότι συχνά μια αναθεωρητική ρητορική μπορεί να οδηγήσει στην έκρηξη των διακρατικών σχέσεων ιδίως όταν πίσω από αυτήν κρύβεται η στρατηγική συνεχούς ενδυνάμωσης της περιφερειακής ισχύος ενός κράτους. Και αυτό δεν μπορούμε στην περίπτωση του Ερντογάν να το αποκλείσουμε. Είναι σαφές ότι ο «σουλτάνος» επιθυμεί να παίξει ρόλο ισχυρού «παίκτη» και τοποτηρητή στην περιοχή. Όπως είναι σαφές, επίσης, ότι ο φανατισμός που ολοένα και περισσότερο υποδαυλίζεται στη γείτονα μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε ένα αιφνίδιο στρατιωτικό «ατύχημα» που όμως θα βάλει φωτιά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Τι μπορεί όμως να πράξει η Ελλάδα για να αμυνθεί στις τουρκικές προκλήσεις;

Η χώρα μας πρέπει, οπωσδήποτε, να ενισχύσει την αμυντική της ικανότητα με σύγχρονα εξοπλιστικά συστήματα και ταυτόχρονα να ενδυναμώσει τις διπλωματικές, οικονομικές και στρατιωτικές επαφές και σχέσεις της με τους ισχυρούς δρώντες, εξισορροπώντας και αξιοποιώντας τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς. Επί παραδείγματι, σήμερα που τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία αναπτύσσουν νέους γεωπολιτικούς στόχους στην Ανατολική Μεσόγειο, η Λιβύη συνεχίζει τον εμφύλιο πόλεμο της, οι αντιδυτικές τρομοκρατικές ομάδες αναπτύσσονται στην Αφρική και στη Μέση Ανατολή, το λιμάνι της Σούδας είναι καίριας γεωστρατηγικής σημασίας και η αξιοποίηση του ένα πολύ σημαντικό διαπραγματευτικό «χαρτί» για τη χώρα μας.

Στο ίδιο πλαίσιο η χώρα μας πρέπει να διεκδικήσει σημαίνοντα ρόλο στην ενεργειακή ευρωπαϊκή σκακιέρα, με συνεργασίες με τους κυρίαρχους ανταγωνιστές- προμηθευτές ενεργειακών πόρων. Είναι δε απαραίτητη η τριεθνής οριοθέτηση της ΑΟΖ ανάμεσα στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Αίγυπτο, που θα δίνει πλήρη δικαιώματα στο Καστελλόριζο και στη Στρογγύλη. Η Τουρκία πιθανότατα σε αυτήν την περίπτωση να ζητήσει παρέμβαση της Χάγης. Το κύριο πρόβλημα που θα έχει η χώρα μας κατά την κρίση της αντιδικίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είναι αυτό του Καστελόριζου, διότι το Δικαστήριο, σε περιπτώσεις που ένα μικρό νησί βρίσκεται κοντά στον ηπειρωτικό χώρο ενός άλλου κράτους δε συνηθίζει να του αναγνωρίζει πλήρη δικαιώματα. Εντούτοις, η θέση της Τουρκίας εν προκειμένω θα είναι οπωσδήποτε πιο αδύναμη, εάν υπάρχει αυτή η τριεθνής οριοθέτηση που θα έχει και την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Και φυσικά πρέπει να έχουμε κατά νου την αξιοποίηση και επίκληση του ευρωπαϊκού και διεθνούς δικαίου σε περίπτωση αιφνίδιας επίθεσης, επικαλούμενοι το άρθρο 42 της Συνθήκης της Λισαβόνας περί αμοιβαίας συνδρομής και αλληλεγγύης των εταίρων μας σε περίπτωση επίθεσης καθώς και του άρθρου 5 του ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, όμως πρέπει να έχουμε υπόψιν ότι στο άναρχο διεθνές σύστημα επικρατεί το εθνικό συμφέρον και αυτό συχνά διαμορφώνει, αντί του διεθνούς δικαίου, τις κινήσεις και τη συμπεριφορά των κρατών. Πιο συγκεκριμένα, η Γερμανία, για παράδειγμα, φοβούμενη τη διοχέτευση νέου μεταναστευτικού κύματος από την Τουρκία προς την Ευρώπη, ενδεχομένως να μην ερχόταν σε ευθεία ρήξη με την Άγκυρα ενώ και οι ΗΠΑ είναι πιθανόν να τηρούσαν αμφιλεγόμενη στάση σε μια διαφωνία για το Αιγαίο, δοθέντος ότι τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία είναι σύμμαχοι της στο ΝΑΤΟ. Άλλωστε και η Αμερική, όπως και η Τουρκία, δεν έχει προσχωρήσει στη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, οπότε είναι αμφίβολο αν τελικά θα υποστήριζε τις ελληνικές θέσεις που βασίζονται σε αυτήν. Δεν πρέπει να μας διαφεύγουν, εξάλλου, τα ιστορικά διδάγματα της μικρασιατικής καταστροφής και της επιχείρηση Αττίλα στην Κύπρο όπου οι σύμμαχοι μας προέτρεξαν για χάρη του εθνικού τους συμφέροντος να βρουν προσχήματα και να «νίψουν τας χείρας τους», μένοντας, εν τέλει, ουδέτεροι και απαθείς παρατηρητές της εθνικής μας καταστροφής.

Όπως και να έχει, η ιστορία έρχεται και πάλι να μας διδάξει αφενός ότι η πολιτική του κατευνασμού απέναντι σε έναν επιθετικό αναθεωρητή των υπαρχουσών διακρατικών σχέσεων, όπως ήταν για παράδειγμα ο Χίτλερ, στην πραγματικότητα αναζωπυρώνει παρά αποθαρρύνει τις διεκδικήσεις του και οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στον πόλεμο. Συνεπώς τόσο η χώρα μας όσο και οι εταίροι μας θα ήταν λάθος να υιοθετήσουν μια αναβλητική, κατευναστική στρατηγική απέναντι στον Ερντογάν.

Αφετέρου, ακόμη και αν το διεθνές δίκαιο είναι με το μέρος μας, πρέπει να έχουμε κατά νου ότι αυτό εύκολα καταστρατηγείται από το δίκαιο της ισχύος. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα η αποτρόπαια σφαγή των Μηλίων στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και χαρακτηριστικά τα λόγια των Αθηναίων, οι οποίοι όταν οι Μήλιοι επέμεναν να επικαλούνται τις αρχές του διεθνούς δικαίου και της ηθικής (κατά τον Θουκυδίδη οι πιο αδύναμοι αναφέρονται πάντα σε υψηλά ιδανικά) τους επεσήμαναν χαρακτηριστικά: «Το δίκαιο λαμβάνεται υπόψη μόνο όταν και τα δύο αντίπαλα μέρη κατέχουν ίση δύναμη για την επιβολή του, και ότι όταν αυτό δεν συμβαίνει οι ισχυροί υλοποιούν όσα τους επιτρέπει η ισχύς τους…».

Όλα λοιπόν κρίνονται από την ισχύ. Δοθέντος δε ότι το παρελθόν «διδάσκει» και όποιος δεν το γνωρίζει είναι συχνά αναγκασμένος να το ξαναζήσει, οφείλουμε απέναντι στην επιθετική πολιτική της Τουρκίας να προετοιμαστούμε, έχοντας κατά νου πάντα το χειρότερο εναλλακτικό σενάριο. Και πρέπει, πρωτίστως, άμεσα και με κάθε δυνατό τρόπο, να αυξήσουμε την ισχύ μας, τόσο την διπλωματική- διαπραγματευτική όσο και τη στρατιωτική.

https://www.huffingtonpost.gr/