Μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής αντιμετώπισαν έξι στους 100 Έλληνες κατά τη διάρκεια του 2020, με τον σχετικό δείκτη να σημειώνει αισθητή βελτίωση σε σχέση με το προηγούμενο έτος (2019).
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για την επάρκεια τροφής στη χώρα, το 6,1% του πληθυσμού δήλωσε ότι αντιμετώπισε μέτρια ή/και σοβαρή ανεπάρκειας τροφής, με το 1,6% να παραδέχεται ότι αντιμετώπισε μόνο σοβαρή ανεπάρκεια.
Υπενθυμίζεται ότι για το 2019, τα αντίστοιχα ποσοστά κυμάνθηκαν σε 8% και 1,5%.
Ένα νοικοκυριό, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, θεωρείται ότι έχει μέτρια και σοβαρή ανεπάρκεια τροφής όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δήλωσε ότι, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, αναγκάστηκε να παραλείψει ένα γεύμα, έφαγε λιγότερο από όσο θεωρούσε ότι είχε ανάγκη, έμεινε χωρίς τροφή, πεινούσε αλλά δεν έφαγε, πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή, λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
Ταυτόχρονα, ένα νοικοκυριό θεωρείται ότι έχει σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, όταν τουλάχιστον ένα μέλος του νοικοκυριού δήλωσε ότι πέρασε μια ολόκληρη ημέρα χωρίς τροφή λόγω έλλειψης χρημάτων ή άλλων πόρων.
Όσον αφορά την τριετία 2018 – 2020, ο δείκτης μέτριας και σοβαρής ανεπάρκειας τροφής διαμορφώθηκε σε 8,6%, ενώ ο δείκτης αποκλειστικά σοβαρής ανεπάρκειας τροφής σε 1,7%.
Σε σύγκριση με τις χώρες της Ευρώπης, τα παραπάνω ποσοστά αποδείχθηκαν ελαφρώς υψηλότερα, καθώς ο μέσος ευρωπαϊκός όρος καθορίστηκε στο 8,1% και στο 1,3%, αντίστοιχα. Στην τελευταία θέση βρέθηκε η Αλβανία με ποσοστά 33,8% και 8,8%, ενώ στην καλύτερη θέση φιγουράρει η Ελβετία με 2% και 0,5%.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τα παραπάνω στοιχεία λαμβάνουν ιδιαίτερη σημασία, ιδίως αν αναλογιστούμε το εν εξελίξει κύμα ανατιμήσεων σε πολλά βασικά αγαθά τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη, κάτι το οποίο αυξάνει το κόστος αγοράς από τους καταναλωτές.
πηγη: moneyreview.gr