Εθιμικώ δικαίω, έλεγε προ ημερών ο υπουργός Εργασίας Κωστής Χατζηδάκης, έχουμε μια νομοθεσία άλφα, αλλά εφαρμόζουμε μια νομοθεσία βήτα, καθώς με εγκυκλίους ακυρώνεται ο νόμος. Πού να ήξερε ότι θα αναγκάζονταν και ο ίδιος και ο υφυπουργός του Πάνος Τσακλόγου να ακυρώσουν εγκύκλιο με… ραδιοφωνική συνέντευξη.
Τον Μάιο του 2016 ψηφίστηκε ο νόμος Κατρούγκαλου. Μεταξύ άλλων προέβλεπε ότι η κύρια σύνταξη θα διακρίνεται σε δύο τμήματα: 1. Στην ανταποδοτική, δηλαδή στο ποσό που αντιστοιχεί στις ασφαλιστικές εισφορές που κατέβαλε ο συνταξιούχος. 2. Στην εθνική, η οποία είναι ένα ποσό που θα καταβάλλεται από τον κρατικό προϋπολογισμό, τους φορολογουμένους, με στόχο ο συνταξιούχος να μην κινδυνεύει από ακραία φτώχεια, στην περίπτωση που έχει λίγα χρόνια ασφάλισης ή/και έχει καταβάλει χαμηλές εισφορές. Ηταν σωστή η προσέγγιση του νόμου Κατρούγκαλου, καθώς καθιστούσε διακριτό το προνοιακό τμήμα της σύνταξης και έδινε ένα τέλος στην αυταπάτη ότι οι συντάξεις που λαμβάνουμε «είναι λεφτά που έχουμε πληρώσει». Αυτό ισχύει μόνο εν μέρει, για το ανταποδοτικό τμήμα της. Μάλιστα, όσο χαμηλότερες είναι οι συντάξεις τόσο μεγαλύτερο είναι το προνοιακό τμήμα της και τόσο μεγαλύτερη η αυταπάτη.
Επίσης, ο νόμος Κατρούγκαλου όριζε ρητώς (και ορθώς) πως κάθε συνταξιούχος δικαιούται μόνο μία εθνική σύνταξη, ακόμη κι αν λαμβάνει μία, δύο ή τρεις κύριες συντάξεις. Κι αυτό γιατί, όπως είπε ο νομοθέτης, στόχος της εθνικής σύνταξης είναι η προστασία από την ακραία φτώχεια. Ετσι, αν κάποιος λαμβάνει δύο κύριες συντάξεις θα παίρνει από τον ασφαλιστικό του φορέα ό,τι του αναλογεί από τις εισφορές του, συν μία εθνική σύνταξη από τους φορολογουμένους.
Παράδειγμα, ένα ζευγάρι συνταξιούχων. Και οι δύο παίρνουν τις συντάξεις τους. Κάποια στιγμή ο ένας εκ των δύο αποβιώνει. Ο νόμος προβλέπει ότι αυτός που έμεινε πίσω συνεχίζει φυσικά να παίρνει τη δική του σύνταξη (η οποία αποτελείται από το εθνικό και το ανταποδοτικό τμήμα της) και επιπλέον θα παίρνει ένα μέρος του ανταποδοτικού τμήματος της σύνταξης του αποβιώσαντος συντρόφου του. Οχι όμως το εθνικό τμήμα της, το οποίο όπως είπαμε καταβάλλεται για να αποφύγει ο συνταξιούχος τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Ο αποβιώσας δεν κινδυνεύει πλέον – αυτά είναι φαινόμενα του μάταιου τούτου κόσμου, κι όχι εκείνου… ένθα απέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός.
Ο νόμος Κατρούγκαλου εφαρμόστηκε –γενικώς– με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, ενώ οι συγκεκριμένες διατάξεις για την εθνική σύνταξη δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Είπαν, λοιπόν, ο Χατζηδάκης και ο Τσακλόγλου να τον εφαρμόσουν. Και εξεδόθη η εγκύκλιος για να κοπούν οι δεύτερες εθνικές συντάξεις που καταβάλλονταν κατά παράβαση του νόμου. Υπήρξαν αντιδράσεις και η κυβέρνηση αποφάσισε ότι δεν θέλει να επωμιστεί το πολιτικό κόστος. Δεν έφερε τροπολογία για να αλλάξει τον νόμο, απλώς άλλαξε την εγκύκλιο με μια ραδιοφωνική συνέντευξη του υφυπουργού στον ΣΚΑΪ: Οι δεύτερες εθνικές συντάξεις κόβονται μόνο για όσους υποβάλουν αίτηση συνταξιοδότησης από την 1.1.2022 και μετά.
«Και δεν ξέρω πόσο δίκαιο είναι να υπάρχουν συνταξιούχοι δύο ταχυτήτων. Δηλαδή να υπάρχουν συνταξιούχοι οι οποίοι παίρνουν μία εθνική σύνταξη, όπως προβλέπει ο νόμος, αλλά να υπάρχουν και άλλοι δίπλα που, λόγω διαφόρων “παραθύρων”, να μπορούν να παίρνουν δύο εθνικές συντάξεις», αναρωτιόταν προ ημερών ο Κ. Χατζηδάκης. Επειδή έχω τον ίδιο προβληματισμό, θα ήθελα πολύ να μάθω σε ποιον πρέπει να απευθύνω το ερώτημα.
Πηγή: kathimerini.gr