Παρασκευή
22
Νοέμβριος
TOP

Όσκαρ 2022: Νίκος Καλαϊτζίδης -Ο Καλαματιανός που διεκδικεί χρυσό αγαλματίδιο!

Το όνομα ενός Έλληνα φιγουράρει στη φετινή λίστα με τις υποψηφιότητες για τα βραβεία Όσκαρ, η τελετή απονομής των οποίων θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 27 Μαρτίου στο Dolby Theatre στο Χόλυγουντ. Ο λόγος για τον Νίκο Καλαϊτζίδη, ο οποίος διεκδικεί το χρυσό αγαλματίδιο στην κατηγορία Καλύτερα Οπτικά Εφέ μαζί με τους Σουέν Γκίλμπεργκ, Μπράιν Γκριλ και Νταν Σάντικ, για τη δουλειά τους στην ταινία που πρωταγωνιστεί ο Ράιαν Ρέινολντς, με τίτλο «Free Guy». Ο Νίκος Καλαϊτζίδης, ο οποίος κατάγεται από τον Πόντο και την Καλαμάτα, γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη. Μπορεί να μεγάλωσε στις ΗΠΑ, ωστόσο, όταν ήταν μικρός, οι γονείς του τον έστελναν στην Ελλάδα για να δει τον παππού και τη γιαγιά του και για να μάθει ελληνικά, τα οποία όπως μου εξομολογήθηκε, θα ήθελε να μπορούσε να τα μιλάει καλύτερα.

Η αγάπη του για τη φωτογραφία, τον οδήγησε να γίνει ένας από τους καλύτερους στον τομέα τον οπτικών εφέ και από εκεί και πέρα στο Χόλυγουντ και σε σημαντικές συνεργασίες. Έχει δουλέψει σε περισσότερες από 35 ταινίες μεγάλου μήκους οι περισσότερες από τις οποίες «έσπασαν» ταμεία, μεταξύ των οποίων οι: «Spider-Man: Homecoming», «Shazam!», «Ant-Man and the Wasp», «Tron: Legacy», «X-Men Days of Future Past», «The Fate of the Furious», «The Curious Case of Benjamin Button» και «X-Men: First Class».

Ο ίδιος, ξεχωρίζει τη συνεργασία του με τον Τζέιμς Κάμερον για την ταινία «Τιτανικός», η οποία έχει γράψει τη δική της ιστορία στον κινηματογράφο, καθώς προτάθηκε για 14 Όσκαρ κερδίζοντας 11 (συμπεριλαμβανομένου αυτού για τα Καλύτερα Οπτικά Εφέ) και σημείωσε τεράστια εισπρακτική επιτυχία. Εκεί ήταν μέλος της ομάδας που επέβλεπε την ανάπτυξη φωτισμού και εφέ για τον ωκεανό.

Η ταινία Free Guy είναι υποψήφια στα βραβεία Όσκαρ και BAFTA / Φωτογραφία: Digital Domain
Ο Νίκος Καλαϊτζίδης εργάζεται ως προϊστάμενος οπτικών εφέ στην εταιρία Digital Domain από το 2014, όπου έπιασε δουλειά το 1995. Η δραστηριότητα του δεν περιορίζεται στον κινηματογράφο, αλλά επεκτείνεται και στον χώρο των διαφημίσεων. Μάλιστα, έχει διακριθεί για τη δουλειά του σε διαφήμιση της Bacardi, κερδίζοντας ένα βραβείο VES από την Εταιρεία Οπτικών Εφέ (Visual Effects Society).

Ο 53χρονος δημιουργός οπτικών εφέ με περισσότερα από 20 χρόνια εμπειρίας, είναι μέλος της Ακαδημίας Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών και ένας από τους μακροχρόνιους ηγέτες οπτικών εφέ της Digital Domain, η οποία επισημαίνει πως «με μάτι (που προσέχει) τις λεπτομέρειες και ικανότητα να λύνει ακόμη και τα πιο απαιτητικά δημιουργικά και τεχνικά εμπόδια, η ηγετική ικανότητα και η εμπειρία του Νίκου αποτυπώνεται χωρίς καμία δυσκολία στην οθόνη».


Όταν τον προσέγγισα για συνέντευξη, δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Ξεκινώντας την κουβέντα μας άρχισε να μου μιλά ελληνικά, ωστόσο επειδή δεν γνωρίζει τη γλώσσα όπως θα ήθελε, προτίμησε να συνεχίσουμε τη συζήτηση στα αγγλικά.

Μην ξεχνώντας τις ρίζες του, μου μίλησε για τα αξέχαστα καλοκαίρια που περνούσε στην Ελλάδα και τις αναμνήσεις με τα θερινά σινεμά, που τόσο του είχαν κάνει εντύπωση κι αποτυπώθηκαν στο μυαλό και την ψυχή του.

Αφού με μύησε στον μαγικό κόσμο του επαγγέλματός του, δώσαμε ξανά ραντεβού μετά την απονομή των Όσκαρ, για να μας πει την εμπειρία του, αυτή τη φορά ίσως με το αγαλματίδιο στο χέρι. Εμείς να του ευχηθούμε καλή επιτυχία και για τα Όσκαρ αλλά και για τα BAFTA, όπου είναι υποψήφιος στην ίδια κατηγορία και πάλι για το «Free Guy».

Από αριστερά, Μπράιαν Γκριλ, Νίκος Καλαϊτζίδης και Σουέν Γκίλμπεργκ παρευρίσκονται στο 94ο Ετήσιο Γεύμα Υποψηφίων για Όσκαρ στο Fairmont Century Plaza στις 7 Μαρτίου 2022 στο Λος Άντζελες της Καλιφόρνια / Φωτογραφία: Neilson Barnard/Getty Images
Πού γεννηθήκατε και από ποιο μέρος της Ελλάδας κατάγεστε;

Γεννήθηκα στη Νέα Υόρκη το 1969. Η μητέρα μου κατάγεται από την Καλαμάτα και ο πατέρας μου είναι Πόντιος, γεννήθηκε στη Ρωσία. Στην αρχή έζησαν στη Δράμα και μετά ήρθαν στην Αθήνα. Το 1963, όταν παντρεύτηκαν, πέταξαν στη Νέα Υόρκη και έξι χρόνια αργότερα γεννήθηκα. Έχω έναν μεγαλύτερο αδερφό, τον Βασίλη, που γεννήθηκε το 1963. Όταν ήμουν μικρός, οι γονείς μου με έστειλαν πίσω στην Ελλάδα για να γνωρίσω τον παππού και τη γιαγιά μου και να μάθω να μιλάω τη γλώσσα λίγο καλύτερα. Μακάρι να τη μάθαινα πολύ καλύτερα απ’ όσο τη γνωρίζω τώρα! Χρόνια αργότερα άρχισα να πηγαίνω πιο συχνά στην Ελλάδα. Η γυναίκα μου, Gela, είναι Σουηδή και η οικογένειά της έχει ένα σπίτι στην Εύβοια, οπότε συνήθως την επισκεπτόμαστε κάθε δύο χρόνια. Ονειρεύομαι την Ελλάδα κάθε μέρα.

Τι θυμάστε ως παιδί από την Ελλάδα;

Έχω αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια εκεί και προσπαθώ να κάνω το ίδιο με τα παιδιά μου. Ας πάμε στην Ελλάδα, ας αποκτήσουν κι αυτά τις ίδιες όμορφες αναμνήσεις που είχα κι εγώ. Έτσι προσπαθούμε να το κάνουμε αυτό τα τελευταία δύο χρόνια μέχρι που χτύπησε ο κορωνοϊός.

Έχω αυτή τη ρομαντική ανάμνηση από την Ελλάδα όταν ήμουν παιδί. Τότε δεν πηγαίναμε στους κινηματογράφους. Πηγαίναμε σε θερινά σινεμά τα καλοκαίρια στην Αθήνα. Αυτό ήταν κάτι το πραγματικά ξεχωριστό, δεν το είχαμε στη Νέα Υόρκη. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα να κάθομαι σε ένα θερινό σινεμά και τους ανθρώπους που έβλεπαν από τα σπίτια και τα παράθυρα τους.

Ποια ήταν η τελευταία φορά που ήρθατε εδώ; Ήταν πριν τον Covid;

Ναι, ήταν πριν από τον Covid. Υποτίθεται ότι θα ερχόμασταν το καλοκαίρι του 2020 και τότε ήταν που εμφανίστηκε, τον Μάρτιο του 2020, οπότε χάσαμε τα αεροπορικά μας εισιτήρια. Η τελευταία φορά που ήμασταν εκεί ήταν το 2018. Συνηθίζαμε να πηγαίνουμε κάθε δύο χρόνια. Αυτή τη στιγμή δουλεύω πάνω σε μια νέα ταινία με τίτλο «The Black Adam» με τον Ντουέιν Τζόνσον και αν μπορέσουμε να την τελειώσουμε εγκαίρως, ίσως μπορέσουμε να κάνουμε διακοπές αυτό το καλοκαίρι, αλλά δεν ξέρουμε ακόμα.

Έχετε συγγενείς στην Ελλάδα;

Ναι, έχω συγγενείς στην Ελλάδα. Στην Αθήνα έχω πολλές υπέροχες ξαδέρφες και επίσης έχω συγγενείς και στη Θεσσαλονίκη.

Υπάρχει κάποιο χαρακτηριστικό του χαρακτήρα σας, που «προδίδει» ότι είστε Έλληνας;

Ένα πράγμα που έμαθα από τους γονείς μου, είναι ότι πάντα ήξεραν τι ήθελαν και το έλεγαν πολύ δυνατά και πολύ καθαρά και ακόμα κι αν τα αγγλικά τους είναι πολύ σπαστά και τα μισά μου τα έλεγαν στα ελληνικά, θα διατύπωναν αργά και πολύ καθαρά αυτό που ήθελαν να πουν. Και νομίζω ότι αυτό συμβαίνει αρκετά σε αυτό που κάνω στη δουλειά μου. Επειδή, δουλεύουμε με ομάδες με περισσότερα από 100 άτομα και πρέπει να επικοινωνώ ξεκάθαρα, αυτό είναι που πρέπει να κάνουμε. Μερικές φορές μπορεί να παθιαστώ λίγο παραπάνω και ίσως αυτό προέρχεται από την πλευρά της μαμάς μου, αλλά είναι πολύ σημαντικό να εκφράζω και να λέω στους ανθρώπους τι ζητάω και γιατί. Νομίζω ότι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα όσον αφορά την επικοινωνία, είναι το να ακούς και πιστεύω ότι αυτό εξασκώ την τελευταία δεκαετία περίπου. Πρέπει να ακούμε αν θέλουμε να ακουστούμε. Δουλεύουμε και δημιουργούμε ένα προϊόν που βλέπετε στη μεγάλη οθόνη. Κατασκευάζουμε οπτικά εφέ και χρειάζεται πάρα πολλούς ανθρώπους για να δημιουργηθεί αυτό. Έτσι, εκτός από το ταλέντο που έχει κάποιος, είναι σημαντικό να μπορείς να επικοινωνείς μαζί του.

Ο Νίκος Καλαϊτζίδης, διεκδικεί το χρυσό αγαλματίδιο στην κατηγορία Καλύτερα Οπτικά Εφέ μαζί με τους Σουέν Γκίλμπεργκ, Μπράιν Γκριλ και Νταν Σάντικ, για τη δουλειά τους στην ταινία «Free Guy»/ Φωτογραφία: Digital Domain
Είστε υποψήφιος για Όσκαρ, στην κατηγορία Καλύτερα Οπτικά Εφέ για την ταινία «Free Guy». Πως αισθάνεστε; Είναι η πρώτη φορά που είστε υποψήφιος για Όσκαρ;

Ναι, είναι η πρώτη μου φορά. Είχα μια πολύ καλή ευκαιρία το 2010, όταν δουλέψαμε στην ταινία «Tron: Legacy». Πραγματικά ένιωθα ότι θα μπορούσε να ήταν μια ταινία που θα μπορούσε να είναι υποψήφια στα Όσκαρ, αλλά δεν τα καταφέραμε τότε.

Νιώθω ταπεινότητα που προτάθηκα για το Free Guy, αλλά δεν μπορείτε να φανταστείτε με πόσους εκατοντάδες ανθρώπους χρειάστηκε να συνεργαστώ για να φτάσω σε αυτό το σημείο, πόσο μάλλον με τους χιλιάδες ανθρώπους που δούλεψαν σε αυτήν την ταινία, οπότε είναι πραγματικά μια ομαδική δουλειά. Είμαι πολύ χαρούμενος που είμαι υποψήφιος φυσικά, αλλά θέλω να πω ότι είμαι επίσης χαρούμενος που μαζί μου είναι υποψήφια δύο άτομα, με τα οποία δουλεύουμε μαζί τα τελευταία 25 χρόνια. Γνωριστήκαμε τη δεκαετία του ’90 και δουλέψαμε πολύ σκληρά μαζί και είναι ωραίο να βλέπεις ότι με κάποιο τρόπο ότι αυτό έχει αποδώσει. Πηγαίνουμε μαζί σε όλο αυτό το τρελό ταξίδι, φτάνοντας μέχρι τα Βραβεία Όσκαρ. Και πραγματικά πιστεύω ότι είναι πολύ ιδιαίτερο αυτό που συμβαίνει στους τρεις μας. Αν το πάρω θα το φέρω μαζί μου στην Ελλάδα.

Ποιον θα πάρετε μαζί σας στην τελετή;

Όλα αυτά είναι καινούρια για μένα και φυσικά θα πάρω τη γυναίκα μου, τη Gabriella. Έχω τρία παιδιά (Zoe, Ellie και Theo) και αν μπορώ να πάρω επιπλέον εισιτήρια, θα ήθελα πολύ να πάρω τουλάχιστον ένα στο κόκκινο χαλί.

Πείτε μας λίγα λόγια για την ταινία Free Guy, η οποία είναι επίσης υποψήφια στα BAFTA. Ο ανταγωνισμός είναι σκληρός και στις δύο διοργανώσεις…

Θα πάω και σε εκείνη την τελετή, στα Βραβεία Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, που είναι την Κυριακή 13 Μαρτίου, δύο εβδομάδες πριν τα Όσκαρ. Είναι σαν τα βρετανικά βραβεία Όσκαρ. Έχω ακούσει ένα μικρό μυστικό για τα BAFTA, ότι κατά κάποιο τρόπο μπορεί να είναι πιο διασκεδαστικά από τα Όσκαρ! Είναι και εκεί η πρώτη μου φορά. Πάντα πίστευα ότι το “Free Guy” ήταν το αουτσάιντερ. Ακόμη και στην ταινία είναι το αουτσάιντερ και είναι εκπληκτικό που έχουμε πάει τόσο μακριά. Πιστεύω ότι το έργο μιλάει από μόνο του, έχουμε όμορφα οπτικά εφέ, η δουλειά φαίνεται πολύ καλή, αλλά το ίδιο συμβαίνει και με τις άλλες ταινίες. Νιώθω απλά ευγνώμων που βρίσκομαι εδώ που είμαι αυτή τη στιγμή.

Πόσο καιρό σας πήρε να φτιάξετε την ταινία Free Guy;

Κάναμε γυρίσματα σε στούντιο και σε εξωτερικούς χώρους στη Βοστώνη, το καλοκαίρι του 2019 και παραδώσαμε το υλικό τον Μάιο του 2020, αλλά εξακολουθούσαν να βελτιώνουν την ταινία μέχρι τον Αύγουστο. Το θέμα είναι ότι έπρεπε να βγει τον Ιούλιο του 2020, αλλά λόγω του Covid δεν συνέβη αυτό και την κράτησαν μέχρι το 2021. Αυτό το έκαναν με πολλές ταινίες εκείνη την περίοδο, που είναι κρίμα, γιατί αυτό που ξέρω, είναι ότι αυτά τα 2 χρόνια πανδημίας χρειαζόμαστε όλοι έναν τύπο με μπλε πουκάμισο για να μας κάνει να γελάμε και είναι κρίμα που δεν βγήκε τότε, γιατί χρειαζόμασταν κάτι άλλο στη ζωή μας, για να δούμε και να διασκεδάσουμε. Έτσι, μας πήρε σχεδόν 1,5 με 2 χρόνια. Πιστεύω ότι τόσο περίπου χρειάζεται για να κάνεις μια μεγάλη ταινία σαν κι αυτή.

Ποια είναι ακριβώς η δουλειά σας; Πείτε μας λίγα λόγια για τη διαδικασία. Μιλάτε με τον σκηνοθέτη και σας λέει τι χρειάζεται για παράδειγμα; Έχετε κάποια επαφή με τους πρωταγωνιστές, όπως σε αυτή την περίπτωση με τον Ράιαν Ρέινολντς;

Κάθε δουλειά γίνεται διαφορετικά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, επειδή ο Σουέν Γκίλμπεργκ ήταν ο επικεφαλής ειδικός προϊστάμενος οπτικών εφέ εκείνη την εποχή, συνεργαζόταν στενά με τους κινηματογραφιστές (τους εκτελεστικούς παραγωγούς, ο Ράιαν Ρέινολντς είναι επίσης ένας από αυτούς, ο Σον Λέβι που είναι επίσης ο σκηνοθέτης, οι μοντέρ, που είναι μεγάλη υπόθεση, και επίσης ο διευθυντής φωτογραφίας), οι οποίοι παίρνουν πολλές αποφάσεις για το τι συμβαίνει. Τώρα, το ενδιαφέρον με τη συγκεκριμένη ταινία, είναι ότι το σενάριο λέει κάτι όταν το διαβάσεις, αλλά όταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα λόγω της κωμικής και δημιουργικής φύσης των Ράιαν Ρέινολντς και Σον Λέβι, υπάρχουν πολλές αλλαγές που συνέβησαν κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.

Προσπαθείς να γράψεις κωμωδία, αλλά ξέρεις, η κωμωδία συμβαίνει μερικές φορές στην παρόρμηση της στιγμής και έτσι υπήρχαν πολλές καταστάσεις που συμβαίνουν στο πλατό όπου λες «Έι, δεν θα ήταν καλή ιδέα να…;». Αυτά τα λόγια «δεν θα ήταν καλή ιδέα» ή για παράδειγμα «αν μπορούσαμε να προσθέσουμε έναν δεινόσαυρο που περπατά στο δρόμο;» είναι που αλλάζουν την πορεία της ταινίας. Έτσι, έπρεπε απλώς να ακολουθήσουμε τη ροή και να την κρατήσουμε ανάλαφρη. Ήταν υπέροχο! Αυτό που συμβαίνει αργότερα, είναι ότι σε ορισμένες σκηνές λέμε «Δεν είναι αρκετά αστείο, πώς να το κάνουμε πιο αστείο;». Αυτό είναι το ενδιαφέρον αυτής της ταινίας, μας επιτρέπεται να είμαστε δημιουργικοί. Λένε «Όποιος έχει με μια ιδέα, ας μας ενημερώσει και θα μπορούσαμε να την πούμε στον Σον και ίσως θα την υλοποιήσει». Και πολλές φορές, αυτοί οι ταλαντούχοι καλλιτέχνες που έχουμε, σκέφτηκαν μερικές ιδέες και αυτές μπήκαν στην ταινία. Αυτό ήταν που το έκανε ξεχωριστό, το να δουλεύουμε σε μια ταινία όπως αυτή στο κομμάτι των οπτικών εφέ. Αυτό συμβαίνει επειδή κανονικά δεν έχουμε λόγο για το τι χρειάζεται το εφέ, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, είχαμε καλλιτέχνες σε όλα τα διαφορετικά επίπεδα της ταινίας, που απλώς έθεταν ιδέες και μπορούσαμε να είμαστε όλοι μαζί δημιουργικοί, να ανταλλάξουμε ιδέες και να τις πούμε στον σκηνοθέτη. Ο Σον Λέβι, ακόμα και ο Ράιαν Ρέινολντς λάτρεψαν αυτές τις ιδέες, και τελικά τις είδατε στην ταινία.


Πού έγιναν τα γυρίσματα;

Τις περισσότερες φορές κάναμε εξωτερικά γυρίσματα στη Βοστώνη, μετά κάναμε γυρίσματα σε πράσινες οθόνες, μεγάλα στούντιο ήχου και έγινε καταγραφή κίνησης (Motion Capture) του Ράιαν Ρέινολντας και άλλων κασκαντέρ. Στην ταινία βοήθησαν δέκα καλές εταιρείες Οπτικών Εφέ. Εργάζομαι για την Digital Domain και κάναμε ένα μεγάλο κομμάτι της ταινίας, αλλά υπάρχουν και άλλες που συνέβαλαν σε όλα τα οπτικά εφέ που συμβαίνουν στο Free Guy.

Πόσα χρόνια εργάζεστε στον κλάδο των οπτικών εφέ και πόσα ως υπεύθυνος των οπτικών εφέ;

Εργάζομαι ως προϊστάμενος οπτικών εφέ από το 2015. Γενικά, ξεκίνησα στον κλάδο το 1995 με την εταιρεία Digital Domain που ίδρυσε ο Τζέιμς Κάμερον. Εξακολουθώ να εργάζομαι για την Digital Domain. Ξεκίνησα την καριέρα μου με τον «Τιτανικό» το 1997. Δούλεψα σε μια ταινία πριν από αυτό, ήταν η ταινία με τον Κιάνου Ριβς, «Chain Reaction». Πάντα επιστρέφω σε αυτήν την ταινία (Τιτανικός) γιατί ήταν μια ιδιαίτερη ταινία και δεν ξέραμε τι στο καλό κάναμε τότε. Όταν ο Τζέιμς Κάμερον άνοιξε αυτό στούντιο vfx, συγκέντρωσαν ταλαντούχους ανθρώπους από πολλές διαφορετικές τέχνες, όλων των διαφορετικών τομέων από όλον τον κόσμο. Το υπόβαθρό μου εκείνη την εποχή ήταν η φωτογραφία και ήξερα κάποια πράγματα για τους υπολογιστές στα μέσα της δεκαετίας του ’90, κάτι που ήταν σπάνιο να κάνει κάποιος και τα δύο. Η εταιρεία προσέλαβε ανθρώπους από το MIT, συντάκτες κώδικα, άτομα που ασχολούνταν με τα συστήματα… Απλώς έφεραν τους πάντες από όλο τον κόσμο. Κάπως έτσι ξεκίνησε.

κάτι που ήταν σπάνιο να κάνω και τα δύο, και η εταιρεία προσέλαβε ανθρώπους από το MIT, συντάκτες κώδικα, παιδιά του συστήματος, σχεδιαστές κινουμένων σχεδίων, μηχανικούς, ζωγράφους, καλλιτέχνες για μινιατούρες κ.λπ. … Έτσι ξεκίνησε λίγο πολύ, ήταν ένα ενδιαφέρον πείραμα.

Πείτε μας για την εμπειρία σας από τη δουλειά στον Τιτανικό. Αυτή ήταν η πρώτη σας μεγάλη δουλειά;

Ο Τιτανικός ήταν μία από τις μεγαλύτερες δουλειές μου και ήταν μια υπέροχη στιγμή. Το περίεργο με τον Τιτανικό ήταν ότι στο τέλος της ημέρας, πραγματικά δεν κάναμε πολλές λήψεις VFX, αλλά επειδή οι λήψεις ήταν μεγάλες, νιώθαμε ότι υπήρχαν πολλές. Ήταν πολύ ιδιαίτερο κατά αυτόν τον τρόπο γιατί όταν την παραδώσαμε, νιώσαμε ότι αυτό ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που μπορούσαμε να κάνουμε ποτέ και δεν μπορεί να γίνει πιο δύσκολο από αυτό. Πιστεύαμε πως οτιδήποτε μετά από αυτό θα είναι κάτι πανεύκολο. Όμως πρέπει να σου πω ότι δεν ήταν. Κάθε δουλειά έχει τις δικές της προκλήσεις.

Ήμουν απλώς ένας νεαρός καλλιτέχνης εκείνη την εποχή, ο οποίος βοήθησε στη δημιουργία ενός ωκεανού, ο οποίος δημιουργήθηκε από υπολογιστή, κάτι που δεν είχαμε κάνει ποτέ μέχρι εκείνη τη στιγμή. Οπότε αυτό ήταν το καθήκον μου και έπρεπε να βεβαιωθούμε ότι το πλοίο βρισκόταν σε αυτόν τον ωκεανό και φαινόταν αληθινό. Έτσι, μάθαμε πολλά για τη βασική φωτογραφία με την ομάδα των συγγραφέων κώδικα και πώς μπορούμε να την ενώσουμε για να την παρουσιάσουμε στον Tζιμ. Ο προϊστάμενός μου τότε, μου έδειχνε φωτογραφίες με πλοία στον ωκεανό να τα έχω ως αναφορά λέγοντάς μου «Αυτή είναι μια πραγματική φωτογραφία, έτσι πρέπει να μοιάζει». Και κάθε φορά που παρουσίαζα κάτι, έφερνε τη φωτογραφία και με ρωτούσε «έτσι φαίνεται;». Δεν θα μπορούσε να γίνει πιο βασικό από αυτό. Κάπως έτσι ξεκινήσαμε. Και μέχρι σήμερα το λέω στους καλλιτέχνες μου. Πρέπει να κάνουμε τα πράγματα να μοιάζουν αληθινά, πρέπει να κάνουμε τα πράγματα να έχουν πραγματικές φυσικές διαστάσεις σε αυτόν τον κόσμο, ώστε να μπορούμε να ξεγελάσουμε το κοινό, να το κάνουμε να φαίνεται ότι είναι απολύτως αληθινό. Αυτή είναι η δουλειά μας.

Η ταινία Free Guy είναι υποψήφια για Όσκαρ στην κατηγορία Καλύτερα Οπτικά Εφέ / Φωτογραφία: Facebook

Είναι λοιπόν αυτό, το πιο δύσκολο κομμάτι της δουλειάς σας;

Είναι δύο πράγματα για μένα. Το ένα είναι να κάνεις τα πράγματα να φαίνονται αληθινά. Φτάνεις εκεί 80% πραγματικά γρήγορα, αλλά είναι το τελευταίο 20% και το τελευταίο 5% που είναι εξαιρετικά δύσκολο να φτάσεις. Αυτό είναι μέρος της δουλειάς. Το δεύτερο πράγμα έχει να κάνει πολύ με την επικοινωνία, όπως ανέφερα προηγουμένως, και τη δημιουργία μιας ομάδας ανθρώπων που θα μπορούσες να εμπιστευτείς και να συνεργαστείς, επειδή θα είστε σε αυτή τη διαδρομή μαζί για πολύ καιρό. Θέλω να συνεργαστώ με ανθρώπους με τους οποίους μπορώ να επικοινωνήσω και να γελάσω και να έχω μια χαλαρή ατμόσφαιρα. Γιατί η δουλειά είναι αρκετά δύσκολη από μόνη της. Έχουμε μεγάλη πίεση πάνω μας, υπάρχουν εκατομμύρια και εκατομμύρια δολάρια που διακυβεύονται εδώ και πρέπει να βεβαιωθούμε ότι το αποτέλεσμα θα φαίνεται καλό και ας περάσουμε καλά όσο το κάνουμε.

Και ποιο είναι το πιο διασκεδαστικό;

Εδώ έρχεται η ανταμοιβή. Υπάρχει πολύς πόνος, δουλεύουμε πολλές ώρες και μερικές φορές δεν είναι τόσο διασκεδαστικό, αλλά στη δεκαετία του ’90 δουλεύαμε πολύ σκληρά και περνούσαμε πολύ καλά. Είναι εκπληκτικό πώς κρατούσαμε μια ισορροπία μεταξύ των δύο. Νομίζω ότι είναι προφανές ότι η υποψηφιότητα είναι μια πολύ ιδιαίτερη εκδήλωση και είναι ωραίο να σε αναγνωρίζουν για τη δουλειά που κάνεις.

Έχετε δουλέψει σε πολλές γνωστές ταινίες… Έχετε κάποια αγαπημένη;

Είναι πάντα η πιο πρόσφατή μου (γέλια). Είναι όλες ξεχωριστές και όλα εξαρτώνται από το συνεργείο με το οποίο συνεργάστηκες. Μερικές από αυτές τις μικρές ταινίες που δεν αναγνωρίζονται, θα μπορούσαν να είναι μικρά διαμάντια λόγω των ανθρώπων με τους οποίους συνεργαζόσουν εκείνη την εποχή. Και πραγματικά φαίνεται στην οθόνη αν η δουλειά που κάνεις είναι πραγματικά καλή.

Υποψηφιότητα και στα BAFTA η ταινία Free Guy / Φωτογραφία: instagram.com

Τι έχετε σπουδάσει;

Όλα είχαν να κάνουν με τη φωτογραφία. Όταν ήμουν παιδί, μου άρεσε να παίρνω την κάμερα του πατέρα μου και να πειραματίζομαι πολύ. Μετά το σπούδασα ως ανήλικος στο σχολείο στη Νέα Υόρκη και αργότερα, βρήκα ένα σχολείο στην Σάντα Μπάρμπαρα στην Καλιφόρνια, όπου πήγα για να μάθω για τον κινηματογράφο και τη φωτογραφία. Το ένα οδήγησε στο άλλο και ανακάλυψα ότι ο Τζέιμς Κάμερον άνοιξε ένα στούντιο στην παραλία Βένις της Καλιφόρνια, τη δεκαετία του ’90. Μετά το σχολείο επισκέφθηκα την Ελλάδα και πήγα στην Ευρώπη. Επέστρεψα και κατέληξα στην παραλία Βένις και δεν έφυγα ποτέ.

Τι χρειάζεται να έχει κάποιος για να εργαστεί στον τομέα των οπτικών εφέ;

Χρειάζεται να έχει πολλή υπομονή και πρέπει να αναρωτηθεί γιατί θέλει να πάει στον συγκεκριμένο τομέα της βιομηχανίας του κινηματογράφου. Είναι καλό να γνωρίζει διαφορετικά λογισμικά και να έχει ένα καλό υπόβαθρο τέχνης για να κατανοήσει πώς φαίνονται τα πράγματα και γιατί φαίνονται όπως δείχνουν, για να πετύχει μια ιδέα της πραγματικότητας.

Η 94η τελετή απονομής των βραβείων Όσκαρ θα πραγματοποιηθεί την Κυριακή 27 Μαρτίου / Φωτογραφία: Shutterstock
Πιστεύετε ότι η δουλειά των ανθρώπων που ασχολούνται με οπτικά εφέ αναγνωρίζεται επαρκώς;

Ναι, σήμερα αναγνωρίζεται περισσότερο από ποτέ στο παρελθόν. Υπήρχαν στιγμές όταν ξεκίνησα σε αυτόν τον κλάδο, που έβγαινες στο πλατό και κανείς δεν ήθελε να σε ακούσει. Τώρα, πας στο πλατό και ξέρεις ότι έχεις παρουσία, όλοι καταλαβαίνουν και σέβονται ότι η ταινία δεν μπορεί να είναι πετυχημένη χωρίς τα οπτικά εφέ. Δουλεύουμε όλοι μαζί και τα οπτικά εφέ είναι απλώς ένα μέρος της κινηματογραφικής παραγωγής που είναι πολύ σημαντικό. Δεν νομίζω ότι είναι πιο σημαντικά από το μοντάζ, τη σκηνοθεσία ή την υποκριτική κ.λπ., είναι μόνο ένα κομμάτι της πίτας που γίνεται σεβαστό αυτή τη στιγμή και χαίρομαι που φτάσαμε σε αυτό το στάδιο.

Τι θα θέλατε να πείτε στους Έλληνες που σας διαβάζουν αυτή τη στιγμή;

Θέλω απλώς να πω ότι είναι τιμή μου που κάνω μια συνέντευξη μαζί σου, γιατί αγαπώ την Ελλάδα και τα πάντα σχετικά με αυτήν. Είμαι φανατικός (γέλια). Όπως είπα νωρίτερα, ξυπνάω κάθε μέρα και απλά ονειρεύομαι ότι είμαι στην Ελλάδα. Ελπίζω ότι μια μέρα θα μπορούσα πραγματικά να αποσυρθώ εκεί. Αγαπώ τους Έλληνες, είναι πολύ ιδιαίτεροι, πολύ παθιασμένοι, πολύ φιλόξενοι και πάνω από όλα, αγαπούν τα παιδιά περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον έχω γνωρίσει ποτέ.

Πηγή: www.iefimerida.gr