Ιδιαίτερα ενοχλημένος δηλώνει ο Γερμανός στρατηγός ε.α. και πρώην πρόεδρος της Στρατιωτικής Επιτροπής του ΝATO, Harald Kujat από την πολιτική της χώρας του και της Δύσης στο Ουκρανικό.
Για την δριμεία δε, κριτική του στην χώρα για τον χειρισμό του πολέμου, έχει προκαλέσει τη δυσαρέσκεια συμπατριωτών του. Γι΄αυτό και η συνέντευξή του στην ελβετική εφημερίδα αγνοήθηκε στη Γερμανία και στις ΗΠΑ, ενώ στο παρελθόν είχε δεχτεί πυρά από γερμανικά ΜΜΕ και Αμερικανούς αξιωματούχους για τις θέσεις του.
Το σημείο καμπής
Ο Kujat «πάντα πίστευε ότι αυτός ο πόλεμος πρέπει να αποτραπεί και ότι θα μπορούσε να είχε αποτραπεί». Γι’ αυτό, όμως, κατηγορεί τη Μέρκελ που εξαπάτησε τη Ρωσία, υποστηρίζοντας για την πολιτική της ότι ήταν «κατάφωρη παραβίαση εμπιστοσύνης» και «παραβίαση του διεθνούς δικαίου, αυτό είναι ξεκάθαρο».
Ωστόσο, το σημείο καμπής στις σχέσεις Γερμανίας-Ρωσίας ήταν το 2002, λέει ο Kujat, όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους ακύρωσε τη συνθήκη για τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους (ABM) και στη συνέχεια το 2008 όταν ο Μπους προχώρησε σε πρόσκληση της Ουκρανίας και της Γεωργία για ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Επιπλέον, η απόφαση της κυβέρνησης Ομπάμα το 2009 να αναπτύξει «το σύστημα βαλλιστικής πυραυλικής άμυνας του ΝΑΤΟ στην Πολωνία και τη Ρουμανία» ήταν μια νέα κλιμάκωση «γιατί η Ρωσία είναι πεπεισμένη ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν επίσης να εξαλείψουν τα ρωσικά διηπειρωτικά στρατηγικά συστήματα από αυτές τις εγκαταστάσεις εκτόξευσης και έτσι να θέσουν σε κίνδυνο την πυρηνική στρατηγική ισορροπία» υποστηρίζει ο πρώην ανώτατος στρατιωτικός.
«Αντιπατριωτική στάση»
Για τον ίδιο πλέον «ο πόλεμος της Ουκρανίας δεν είναι απλώς μια στρατιωτική σύγκρουση, αλλά επίσης ένας οικονομικός πόλεμος, αλλά και πληροφοριών. Σε αυτόν τον πόλεμο πληροφοριών, μπορεί κανείς να συμμετέχει ενστερνιζόμενος πληροφορίες και επιχειρήματα που δεν μπορεί να επαληθεύσει ή να κρίνει ο ίδιος. Σε ορισμένες περιπτώσεις παίζουν ρόλο και ηθικά ή ιδεολογικά κίνητρα. Αυτό είναι ιδιαίτερα προβληματικό στη Γερμανία, επειδή είναι κυρίως «ειδικοί» που λένε τη γνώμη τους στα ΜΜΕ, ενώ δεν έχουν γνώση ή εμπειρία από την πολιτική ή τη στρατηγική ασφάλειας και, ως εκ τούτου, εκφράζουν απόψεις που αντλούν από δημοσιεύσεις άλλων «ειδικών».
Για τον ίδιο, αυτό ασκεί επίσης πολιτική πίεση στη γερμανική κυβέρνηση, τονίζοντας ότι η συζήτηση για την παράδοση ορισμένων οπλικών συστημάτων δείχνει ξεκάθαρα την πρόθεση πολλών ΜΜΕ να «κάνουν» τα ίδια την πολιτική.
Ο ίδιος θεωρεί ιδιαίτερα ενοχλητικό που δίνεται τόσο λίγη προσοχή στα γερμανικά συμφέροντα ασφαλείας και στους κινδύνους για τη Γερμανία ως αποτέλεσμα της κλιμάκωσης του πολέμου. «Αυτό δείχνει έλλειψη ευθύνης ή, για να χρησιμοποιήσω έναν παλιομοδίτικο όρο, μια άκρως αντιπατριωτική στάση».
Σύμφωνα με τον Kujat, οι νατοϊκοί σύμμαχοι του ΝΑΤΟ έχουν στόχο να σαμποτάρουν τη δύναμη της Γερμανίας στην Ευρώπη, ακόμα και αυξάνοντας τον κίνδυνο «μιας συμβατικής επίθεσης στη Γερμανία» και «επιδιώκοντας τον στόχο να εκτεθεί η Γερμανία στη Ρωσία ειδικότερα».
Κριτική στα ΜΜΕ
Σχετικά με την στάση του γερμανικά Τύπου, καταγγέλει πως ενώ πέρυσι οι διαπραγματεύσεις στην Κωνσταντινούπολη ήταν γνωστές και επρόκειτο να επιτευχθεί συμφωνία, ωστόσο δεν ακουγόταν τίποτα. Μπορεί στα μέσα Μαρτίου, για παράδειγμα, οι «Financial Times» να μιλούσαν για πρόοδο, αλλά δεν εμφανίστηκαν αντίστοιχα ρεπορτάζ σε ορισμένες γερμανικές εφημερίδες. Επίσης, δεν αναφέρθηκε γιατί απέτυχαν οι διαπραγματεύσεις, όπως λέει.
Ενώ ο γερμανικός Τύπος σιωπά, αντίθετα, ο Γερμανός στρατιωτικός ανέφερε, ότι ακόμα και στις ΗΠΑ υπάρχουν αξιόπιστα ΜΜΕ που δημοσίευαν κατατοπιστικά ρεπορτάζ, όπως το «Foreign Affairs» και το «Responsible Statecraft».
Δύσκολο να επιτευχθεί ειρήνη τώρα
«Όσο περισσότερο διαρκεί ο πόλεμος, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να επιτευχθεί μια ειρήνη μέσω διαπραγματεύσεων. Η ρωσική προσάρτηση τεσσάρων ουκρανικών εδαφών στις 30 Σεπτεμβρίου 2022 είναι ένα παράδειγμα εξέλιξης που θα είναι δύσκολο να αναστραφεί. Γι’ αυτό, μου φάνηκε τόσο λυπηρό το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις, οι οποίες διεξήχθησαν στην Κωνσταντινούπολη τον Μάρτιο, διακόπηκαν μετά από μεγάλη πρόοδο και ένα απολύτως θετικό αποτέλεσμα για την Ουκρανία» λέει ο ίδιος, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι οι Βρετανοί ήταν υπεύθυνοι για την αποτυχία των διαπραγματεύσεων τότε, και όχι οι Αμερικανοί.
«Στις διαπραγματεύσεις της Κωνσταντινούπολης, η Ρωσία προφανώς συμφώνησε να αποσύρει τις ένοπλες δυνάμεις της στις περιοχές, πριν από την έναρξη της επίθεσης. Τώρα η πλήρης απόσυρση ζητείται ξανά και ξανά ως προϋπόθεση για τις διαπραγματεύσεις» λέει ο ίδιος.
Το ανόητο επιχείρημα
Μιλώντας για την στάση συμπατριωτών του πολιτικών στον πόλεμο, θεωρεί ανόητο το επιχείρημα τους ότι διακυβεύεται η ελευθερία των Γερμανών στην Ουκρανία.
«Η Ουκρανία είναι αυτή που αγωνίζεται για την ελευθερία της, για την κυριαρχία της και για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας. Αλλά οι δύο βασικοί παίκτες σε αυτόν τον πόλεμο είναι η Ρωσία και οι ΗΠΑ. Η Ουκρανία μάχεται επίσης για τα γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ» λέει και τονίζει ότι «στόχος τους είναι να αποδυναμώσουν τη Ρωσία πολιτικά, οικονομικά και στρατιωτικά σε τέτοιο βαθμό που να μπορούν να στραφούν στον [άλλο] γεωπολιτικό αντίπαλό τους, τον μόνο ικανό να θέσει σε κίνδυνο την υπεροχή τους ως παγκόσμια δύναμη: την Κίνα».
Δεν παραλείπει να πει ότι «θα ήταν εξαιρετικά ανήθικο να αφήσουμε την Ουκρανία μόνη στον αγώνα της για την δική μας ελευθερία και απλώς να προμηθεύουμε όπλα που παρατείνουν την αιματοχυσία και αυξάνουν την καταστροφή της χώρας. Όχι, αυτός ο πόλεμος δεν αφορά την ελευθερία μας», τονίζει απόλυτα ο Harald Kujat.
Το πρόβλημα με την αποστολή όπλων
Ερωτηθείς ο στρατηγός για την αποστολή οπλικών συστημάτων, ο δεν έκρυψε ξανά τον έντονο προβληματισμό αναρωτώμενος τι σκοπό εξυπηρετούν τα δυτικά όπλα.
«Ο Ζελένσκι έχει επανειλημμένα αλλάξει τους στρατηγικούς στόχους του ουκρανικού πολέμου. Επί του παρόντος, στόχος της Ουκρανίας είναι να ανακαταλάβει όλα τα εδάφη που κατέχονται από τη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας. Ο Γερμανός καγκελάριος λέει ότι θα στηρίξουμε την Ουκρανία για όσο διάστημα είναι απαραίτητο, συμπεριλαμβανομένης της επιδίωξης αυτού του στόχου, αν και οι ΗΠΑ υπογράμμισαν εν τω μεταξύ ότι πρόκειται μόνο για «ανάκτηση του εδάφους που έχει καταληφθεί από τη Ρωσία από τις 24 Φεβρουαρίου 2022».
Ως εκ τούτου, για τον ίδιο είναι είναι απαραίτητο να απαντηθεί το ερώτημα εάν τα όπλα της Δύσης είναι κατάλληλα για την εκπλήρωση του σκοπού που επιδιώκει η Ουκρανία. «Αυτή η ερώτηση έχει μια ποιοτική και μια ποσοτική διάσταση. Οι ΗΠΑ δεν παρέχουν άλλα όπλα εκτός από αυτά για αυτοάμυνα, κανένα όπλο που θα επέτρεπε τη μάχη συνδυασμένων όπλων και, κυρίως, κανένα που θα μπορούσε να προκαλέσει πυρηνική κλιμάκωση».
Ωστόσο, όπως τονίζει ο ίδιος οι ουκρανικές ένοπλες δυνάμεις δεν μπορούν να ανακαταλάβουν τα εδάφη, σύμφωνα με το αμερικανικό και το ουκρανικό επιτελείο. «Και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές βρίσκονται επί του παρόντος σε αδιέξοδο, που επιδεινώνεται από τους εποχιακούς περιορισμούς. Οπότε τώρα θα ήταν η κατάλληλη στιγμή για να επαναληφθούν οι διαπραγματεύσεις που έχουν διακοπεί».
πηγή: www.in.gr