Πόσο κοστίζουν τα ίδια προϊόντα, σε Ελλάδα, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Κύπρο, Πορτογαλία και Μάλτα – Πού οφείλονται οι διαφοροποιήσεις
Στα ύψη παραμένει η ακρίβεια στη χώρα μας, με τα στοιχεία να δείχνουν πως οι καταναλωτές πληρώνουν ακριβότερα πολλά προϊόντα σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Και όλα αυτά τη στιγμή που η κυβέρνηση έχει κηρύξει «ανένδοτο» κατά των πολυεθνικών εταιρειών που παραβιάζουν το πλαφόν στο περιθώριο κέρδους.
Οι Ελληνες χρειάζεται να βάλουν βαθύτερα το χέρι στην τσέπη για μία σειρά από προϊόντα, τα οποία είναι απαραίτητα για κάθε νοικοκυριό, όπως το απορρυπαντικό για τα ρούχα ή τα πιάτα, αλλά και προϊόντα προσωπικής υγιεινής.
Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησαν «ΤΑ ΝΕΑ», συγκρίνοντας ηλεκτρονικά τις τιμές των κορυφαίων αλυσίδων σουπερμάρκετ στην Ελλάδα και σε ακόμη έξι χώρες βάσει των μεριδίων αγοράς στην εκάστοτε χώρα, προκύπτουν ιδιαίτερα μεγάλες αποκλίσεις.
Για παράδειγμα, η τιμή ενός πολύ γνωστού απορρυπαντικού ρούχων σε σκόνη (50 μεζούρες) είναι 19,85 ευρώ, όταν στη Γαλλία είναι 18,05 ευρώ, στην Ιταλία 18, στην Ισπανία 17, στην Κύπρο 11,99, στην Πορτογαλία 13,77 και στη Μάλτα 14,50 ευρώ.
Αντίστοιχη είναι η εικόνα και για ένα εξίσου δημοφιλές απορρυπαντικό πιάτων σε υγρή μορφή: σύμφωνα με την έρευνα, προκύπτει ότι η τιμή του στην Ελλάδα είναι 5,98 ευρώ, όταν στη Γαλλία η ίδια συσκευασία στοιχίζει 3,70, στην Ιταλία 3,30, στην Κύπρο 3,69, στην Ισπανία 3,19, στην Πορτογαλία 3,79 και τέλος στη Μάλτα 3,24 ευρώ.
Ενα άλλο προϊόν που συνδέεται επίσης με κάθε νοικοκυριό είναι τα σνακ, με τα πατατάκια να αποτελούν το πιο δημοφιλές έδεσμα της κατηγορίας. Η τιμή ανά συσκευασία στην Ελλάδα είναι σχεδόν διπλάσια από αυτή στη Γαλλία (2,69 ευρώ στην Ελλάδα έναντι 1,99 ευρώ στη Γαλλία). Μόνο στην Πορτογαλία το ίδιο προϊόν στοιχίζει ακριβότερα (3,11 ευρώ).
Ανάλογα είναι τα ευρήματα σε δύο προϊόντα που αφορούν είδη ατομικής υγιεινής. Συγκεκριμένα, ένα μπουκάλι αφρόλουτρο (450 ml) μεγάλης πολυεθνικής πωλείται στην Ελλάδα προς 4,92 ευρώ, αποτελώντας την υψηλότερη τιμή μεταξύ των επτά εξεταζόμενων χωρών. Την ίδια ώρα, στην Ελλάδα η τιμή για οδοντόκρεμα (συσκευασία των 75 ml), επίσης μεγάλης πολυεθνικής, είναι η δεύτερη υψηλότερη, έπειτα από αυτήν στην Κύπρο. Στην Ελλάδα πωλείται 3,32 ευρώ έναντι 3,49 ευρώ στην Κύπρο. Στη Γαλλία η τιμή είναι στα 2,19 ευρώ, στην Ιταλία 1,99, στην Ισπανία 1,95, στην Πορτογαλία 1,86 και στη Μάλτα μόλις 1,49 ευρώ.
Τέλος, τα σοκολατένια κουφετάκια (250 gr) πολυεθνικού κολοσσού, τα οποία είναι ιδιαίτερα δημοφιλή παγκοσμίως, πωλούνται σχετικά φθηνότερα στην Ελλάδα (3,56 ευρώ), ενώ στην Ισπανία 4,86 ευρώ/συσκευασία.
Πού οφείλονται οι αποκλίσεις
Ενας βασικός παράγοντας για τις αποκλίσεις των τιμών σε όμοια προϊόντα είναι και ο ΦΠΑ, με τη χώρα μας να βρίσκεται στην πρώτη 5άδα των ευρωπαϊκών χωρών με τους υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ.
Βάσει της έρευνας των «ΝΕΩΝ», ωστόσο, οι τιμές των εξεταζόμενων προϊόντων, και χωρίς ΦΠΑ, καταδεικνύουν πως η Ελλάδα έχει από τις μεγαλύτερες κοστολογήσεις. Σε τρία προϊόντα – το απορρυπαντικό πιάτων, το απορρυπαντικό ρούχων και το αφρόλουτρο – είμαστε «πρωταθλητές», ενώ στα υπόλοιπα η χώρα μας είναι μεταξύ των πιο ακριβών.
Οι παράγοντες
Οπως τονίζουν στελέχη της αγοράς, πέρα από τον ΦΠΑ, υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός παραγόντων που θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όταν συγκρίνονται τιμές ανάμεσα σε διαφορετικές χώρες.
Μεταξύ άλλων είναι οι φυσικές καταστροφές λόγω της κλιματικής αλλαγής, η απόσταση της χώρας από τα παραγωγικά κέντρα της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης και τα αντίστοιχα κόστη, το κόστος ενέργειας και μεταφορών, η πολυπλοκότητα της γεωγραφίας της κάθε χώρας (π.χ. οδικό δίκτυο, ορεινές τοποθεσίες, νησιά κ.λπ.), το μέγεθος της αγοράς και αντίστοιχες οικονομίες κλίμακας στις προμήθειες των προϊόντων, το ισοζύγιο εξαγωγών – εισαγωγών σε σχέση με τα τρόφιμα και τις πρώτες ύλες παρασκευής τους, τα διάφορα κόστη παραγωγής (ενέργεια, πρώτες ύλες, μισθολογικό κόστος, χρηματοοικονομικό κόστος, γραφειοκρατία), η παραγωγικότητα της βιομηχανίας και του λιανεμπορίου, οι καταναλωτικές συνήθειες και η αγοραστική δυνατότητα σε κάθε χώρα και το ύψος της φορολογίας.
Ενδεικτικά της δυσκολίας στην εγχώρια αγορά είναι και τα στοιχεία της Eurostat, σύμφωνα με τα οποία οι Ελληνες έκλεισαν το 2022 με αγοραστική δύναμη κατά 18,2% χαμηλότερη από το 2000, μπροστά μόνο από Ιταλία (με πτώση 2,2%) και Ισπανία (-0,7%). Μάλιστα, η απώλεια αγοραστικής δύναμης είναι ακόμη μεγαλύτερη αν εξετάσει κανείς το καλάθι αγορών, καθώς οι τιμές των τροφίμων έχουν σχεδόν διπλασιαστεί την τελευταία 20ετία.
Συγκριτικά, η Πορτογαλία κατέγραψε αύξηση στην αγοραστική της δύναμη κατά 17% την ίδια περίοδο, όπως και οι Γερμανία (15%), Σουηδία (8%) και Γαλλία (7%). Ωστόσο, η Ελλάδα μπορεί να έχει καλύτερους μισθούς σε σχέση με το 2000 (+26,5%), αλλά η αύξηση των τιμών κατά 54,7% έχει εξαλείψει αυτή τη διαφορά.