Παρασκευή
22
Νοέμβριος
TOP

Μείωση της ιδιοκατοίκησης – Οι Έλληνες αναγκάζονται να πουλήσουν τις κατοικίες τους

Τρανή απόδειξη της αλλαγής στη δομή της αγοράς κατοικίας, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, αποτελεί το γεγονός ότι το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης έχει μειωθεί κάθετα. Αυτό, με τη σειρά του, έχει αυξήσει κατά πολύ τη ζήτηση κατοικιών για ενοικίαση, κυρίως στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα, της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, όπου κατοικεί το 60% του πληθυσμού της χώρας.

Ετσι εξηγείται, σε έναν βαθμό, τόσο το έλλειμμα διαθέσιμων κατοικιών όσο και η επακόλουθη αύξηση των τιμών των ενοικίων. Σε πρόσφατη έκθεση για την αγορά κατοικίας στην Ελλάδα, που πραγματοποίησε η RE/ MAX Ευρώπης, το ευρωπαϊκό τμήμα του διεθνούς δικτύου μεσιτικών γραφείων, καταγράφεται πως, ενώ το ποσοστό των ιδιοκτητών στη χώρα είναι υψηλό και ανέρχεται σε 84,1% (με βάση σχετική έρευνα ερωτηματολογίου που πραγματοποιήθηκε), μόλις το 62,2% των ιδιοκτητών κατοικούν στο δικό τους ακίνητο.

Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη Eurostat, το ποσοστό των ιδιοκτητών στη χώρα ανέρχεται σε 73,2% (από 77% που ήταν στην αρχή της οικονομικής κρίσης), ενώ επίσης υπολογίζεται ότι η ιδιοκατοίκηση είναι αρκετά χαμηλότερη και διαμορφώνεται πέριξ του 60%-65%, με τα χαμηλότερα ποσοστά να εντοπίζονται στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα. Σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώ[1]πη, το ποσοστό των ανθρώπων στην Ελλάδα που κατοικούν στο δικό τους ακίνητο είναι κατά 5,6% υψηλότερο, κάτι που εξηγεί και το ότι το στεγαστικό πρόβλημα είναι πλέον πανευρωπαϊκό φαινόμενο και δεν απαντάται μόνο στην Ελλάδα.

Ακίνητα και στεγαστικά δάνεια

Η μείωση αυτή της ιδιοκατοίκησης στην ελληνική αγορά έχει αρκετές εξηγήσεις. Κατ’ αρχάς, στο απόγειο της οικονομικής κρίσης πολλοί ιδιοκτήτες έσπευσαν να πουλήσουν το ακίνητό τους, προκειμένου να αποπληρώσουν χρέη και υποχρεώσεις και να αντεπεξέλθουν στη μείωση των εσόδων τους. Παράλληλα, όσοι είχαν αποκτήσει το σπίτι τους με στεγαστικό δάνειο επίσης προέβησαν στην πώλησή του, προκειμένου να αποπληρώσουν το δάνειο και να αποφύγουν την κατάσχεση και αργότερα και τον πλειστηριασμό.

Άλλοι, πάλι, δανειολήπτες προτίμησαν μια διαφορετική λύση, καθώς εκμίσθωσαν το ακίνητό τους, ώστε να εισπράττουν ένα εισόδημα, το οποίο στη συνέχεια χρησιμοποίησαν για την εξυπηρέτηση του στεγαστικού δανείου τους. Οι ίδιοι είτε επέστρεψαν στο πατρικό τους είτε μετακινήθηκαν στο ενοίκιο, επιλέγοντας ακίνητο και περιοχή με διαφορετικά χαρακτηριστικά, ώστε το κόστος της ενοικίασης να είναι όσο το δυνατόν χαμηλότερο συγκριτικά με το ύψος του ενοικίου που εισέπρατταν οι ίδιοι από το δικό τους ακίνητο.

Κάποιοι μάλιστα άλλαξαν και τόπο διαμονής, πηγαίνοντας σε πόλεις της περιφέρειας, π.χ. με υψηλή τουριστική ζήτηση, ώστε να βιοποριστούν εκεί, νοικιάζοντας, φυσικά, σπίτι και εκμισθώνοντας με τη σειρά τους το δικό τους ακίνητο, ακόμα και αν δεν είχαν να εξυπηρετήσουν κάποιο στεγαστικό δάνειο. Σήμερα, οι αυξήσεις των ενοικίων και η αδυναμία των νέων νοικοκυριών να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι συμβάλλουν στη διατήρηση της ζήτησης για ενοικίαση κατοικίας σε υψηλό επίπεδο, χωρίς όμως να αυξάνεται αντίστοιχα η διαθεσιμότητα κατοικιών.

Μόνο στο κέντρο της Αθήνας, περί τα 15.000 δια[1]μερίσματα είναι δεσμευμένα μέσω των ψηφιακών πλατφορμών βραχυχρόνιας μίσθωσης, ενώ πάνω από 100.000 ακίνητα είναι κλειστά εξαιτίας της αδυναμίας ή της απροθυμίας των κατόχων τους να τα επισκευάσουν/ανακαινίσουν, ώστε να τα εκμεταλλευτούν. Ταυτόχρονα, το υψηλό κόστος ενοικίασης και η επιθυμία πολλών ιδιοκτητών να προβούν σε αναθεώρηση των παλαιότερων συμβολαίων, επιβάλλοντας μεγάλες αυξήσεις, ώστε το ενοίκιο να συμβαδίζει με τη σημερινή πραγματικότητα, ωθούν όλο και περισσότερους ενοικιαστές στην αποχώρησή τους από το ακίνητο που μίσθωναν.

Διαβάστε την συνέχεια στο aftodioikisi.gr