Παρασκευή
22
Νοέμβριος
TOP

Μονεμβασιά: Η απόλυτα μυστικιστική βυζαντινή καστροπολιτεία

Η Μονεμβασιά στο νομό Λακωνίας αποκαλείται και ως «Γιβραλτάρ της ανατολής» επειδή μοιάζει σε σμίκρυνση με τον βράχο του Γιβραλτάρ και είναι περισσότερο γνωστή για το μεσαιωνικό φρούριο.

Η καστροπολιτεία δημιουργεί ένα παραμυθένιο σκηνικό, εκπλήσσοντας κάθε επισκέπτη για τα επιβλητικά της κάστρα και τείχη, τα παλιά αρχοντικά, τα στενά λιθόστρωτα δρομάκια και τις εκκλησίες με την μαγευτική θέα προς το Μυρτώο πέλαγος.

Εξάλλου, η Μονεμβασιά συνδέεται με την υπόλοιπη ηπειρωτική Πελοπόννησο μέσω ενός φυσικά σχηματιζόμενου λαιμού συνολικού μήκους 400 μέτρων. Από γεωφυσικής απόψεως αποτελεί ένα τόμπολο.

Το 1890 ένα μικρό κομμάτι από το φυσικό τόμπολο κόπηκε για να χτιστεί μια τεχνητή γέφυρα ώστε να περνούν πλοία. Στα διασωθέντα κτήρια και τις δομές στο κάστρο περιλαμβάνονται αμυντικές κατασκευές του εξωτερικού κάστρου και αρκετές μικρές βυζαντινές εκκλησίες.

Πως διαμορφώθηκε ο βράχος

Είναι κτισμένη πάνω σε ασβεστολιθικό βράχο στη νοτιοανατολική ακτή της Πελοποννήσου, περίπου 20 ναυτικά μίλια από το ακρωτήριο Μαλέας. Ο βράχος έχει μήκος 1,5 χιλιόμετρα, μέγιστο πλάτος 600 μέτρα και μέγιστο ύψος 198,5 μέτρα. Γύρω από τους γκρεμούς υπάρχει λωρίδα ξηράς.

Η κορυφή του βράχου είναι σχετικά ομαλή και κεκλιμένη. Αν και δεν περιγράφεται ως νησί από αρχαίους περιηγητές όπως ο Στράβων και ο Παυσανίας, περιγράφουν ότι είχε μορφή παρόμοια με τη σημερινή.

Οι γεωλογικές μεταβολές τις τελευταίες τρεις χιλιετίες ήταν μικρές και αποτελούσαν κυρίως βύθιση ή ανύψωση εκτάσεων γης, όπως αυτές που προκλήθηκαν από ισχυρό σεισμό το 375 μ.Χ. Στην κορυφή του βράχου βρίσκεται η Πάνω Πόλη (έκτασης 120.000 τ.μ.), και η Κάτω Πόλη (έκτασης 7.500 τ.μ.) βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά του βράχου.

Μπαίνοντας στην πόλη αριστερά βρίσκεται το σπίτι του Μονεμβασίτη ποιητή της Ρωμιοσύνης, Γιάννη Ρίτσου. Στη συνέχεια, ο κεντρικός δρόμος με το βυζαντινό καλντερίμι, ο δρόμος της αγορά που οδηγεί στη Κεντρική Πλατεία με το παλαιό κανόνι και την Εκκλησία του Ελκομένου Χριστού. Απέναντι το ιστορικό διατηρητέο κτίριο του 16ου αιώνα (τζαμί) όπου στεγάζεται η Αρχαιολογική Συλλογή Μονεμβασίας.

Από εδώ διακλαδίζονται οι δρόμοι προς όλες τις γωνίες του Κάστρου. Τέτοιες πανέμορφες γωνιές υπάρχουν παντού. Μετά από μία ανηφορική διαδρομή ελάχιστων λεπτών, ο επισκέπτης φτάνει στην Πάνω Πόλη (Γούλα, όπως λέγεται).
Στο Κάστρο υπάρχουν 40 εκκλησίες, μεταξύ των οποίων της Παναγίας της Χρυσαφίτισσας, της Παναγίας Μυρτιδιώτισσας, της Παναγίας της Κρητικιάς, του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Στεφάνου, του Αγίου Παύλου, της Αγίας Άννας, καθώς και το εργαστήριο και μουσείο αργυροχρυσοχοΐας.

Το πέρασμα Φράγκων, Βυζαντινών, Ενετών και Τούρκων

Η Μονεμβασιά ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα, από την μετεγκατάσταση σε αυτή των κατοίκων της Αρχαίας Σπάρτης. Το μέρος ενδείκνυτο καθώς ήταν παραθαλάσσιο, δυσπρόσιτο και προσφερόταν για οχύρωση. Η περιοχή που κατοικήθηκε εκείνη την περίοδο, ήταν η Πάνω Πόλη του βράχου. Τότε κατασκευάστηκε και η πρώτη γέφυρα που συνέδεε το νησί με την απέναντι στεριά.

Κατά τη βυζαντινή περίοδο, με την τελειοποίηση της άμυνας της και την φυσική της στρατηγική θέση, η πόλη διαθέτει κάθε λόγο να αποτελέσει κέντρο επιχειρήσεων και στρατιωτική βάση. Το Βυζαντινό κράτος από την αρχή απέδωσε στη Μονεμβασιά την προσήκουσα σημασία, καθιστώντας την διοικητική έδρα των αυτοκρατορικών κτήσεων στην Πελοπόννησο.

Από νωρίς μετέχει και στα εκκλησιαστικά πράγματα, ενώ λειτουργεί και ως ορμητήριο του βυζαντινού στόλου εναντίον των Αβάρων. Παρατηρείται δυναμική ανάπτυξη με έντονες ναυτικές και εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων. Δημιουργείται έτσι η Κάτω Πόλη, στη νοτιοανατολική ακροθαλασσιά του νησιού, λίγο μετά το 900 μ.Χ.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, η Μονεμβασιά, αποτέλεσε το αντικείμενο του πόθου επίδοξων κατακτητών, οι οποίοι, συνειδητοποιώντας την γεωπολιτική της σημασία, διαρκώς προχωρούσαν σε απόπειρες να τη θέσουν υπό την κυριαρχία τους. Η μοίρα της Μονεμβασιάς ήταν παράλληλη με τη σφαίρα επιρροής των εκάστοτε Μεγάλων Δυνάμεων.
Συναντάμε έτσι την Μονεμβασιά κατά περιόδους υπό τους Φράγκους, τους Βυζαντινούς, τους Ενετούς, τον Πάπα, τους Τούρκους. Οι κάτοικοί της, στο πλαίσιο όλων αυτών των εξελίξεων, προσπάθησαν και διατήρησαν την ταυτότητά τους. Υποστήριζαν τις θέσεις τους και καθώς αντιστέκονταν δυναμικά, επιτύγχαναν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους για σχετική αυτονομία και διατήρηση των προνομίων τους.

Όταν το 1204 μ.Χ. οι Φράγκοι κατέλυσαν το βυζαντινό κράτος, η Πελοπόννησος αντιστάθηκε σθεναρά και ακόμα περισσότερο η Μονεμβασιά, η οποία παρέμεινε απόρθητη για περισσότερο από 40 χρόνια. Η κατάληψη του Κάστρου είχε γίνει πλέον θέμα τιμής για τους Φράγκους ιππότες.

Το εγχείρημα ήταν δύσκολο, η θέληση των κατοίκων ωστόσο να παραμείνουν ελεύθεροι, ήταν ακατάβλητη. Αφού αποδείχτηκε ότι η κατάληψη του κάστρου «δια των όπλων» ήταν αδύνατη, επιλέχτηκε η «δια της πείνας» οδός. Το αποκορύφωμα ήρθε κατά την διάρκεια του τρίχρονου πλήρους αποκλεισμού της πόλης από στεριά και θάλασσα. Παρόλο που οι αμυνόμενοι είχαν φτάσει στα όριά τους, η δεινή τους θέση δεν τους έκαμψε και αντέταξαν τους όρους τους απέναντι στους επίσης κουρασμένους και αποθαρρυμένους Φράγκους. Οι όροι συμπεριλάμβαναν τη διατήρηση της ελευθερίας τους, την απαλλαγή από την φορολογία και από την υποχρέωση να υπηρετούν στο στράτευμα του κατακτητή.

Γρήγορα όμως η Βυζαντινή αυτοκρατορία επανακάμπτει και η Μονεμβασιά ελευθερώνεται. Παραχωρούνται διοικητικά, εκκλησιαστικά και οικονομικά προνόμια στη Μονεμβασιά, με ειδικά αυτοκρατορικά διατάγματα. Σε αυτά εξασφαλιζόταν τελωνιακή ατέλεια στα μονεμβασίτικα εμπορεύματα, φορολογικές απαλλαγές και ελεύθερη κίνηση των πλοίων της πόλης χωρίς καμιά οικονομική υποχρέωση σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας. Η περιοχή ακμάζει εξαιρετικά και το χρονικό διάστημα μεταξύ 13ου και 14ου αιώνα αποκαλείται ο χρυσός αιώνας της πόλης. Κατά την περίοδο αυτή στην περιορισμένη έκταση του βράχου, υπήρχαν 8.000 κατοικίες και 40 εκκλησίες, οπότε και υιοθετήθηκαν οι θολωτές καμάρες και οι δρομικές, έτσι ώστε ακόμα και οι δρόμοι να αξιοποιηθούν οικοδομικά. Στην πόλη διαμένουν κατά καιρούς οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες και ο γιος του διοικητή της Μονεμβασιάς, Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός, στέφεται αυτοκράτορας του Βυζαντίου το 1341 μ.Χ.

Η κινητικότητα του εμποροναυτικού στόλου που διαθέτει, συντείνει και στις εξαγωγές του περίφημου κρασιού μαλβάζια (vinummalvasium) που ήταν προϊόν τοπικής προέλευσης, αποτελούσε αγαθό πολυτελείας και χρησιμοποιούνταν στα τραπέζια ηγεμόνων και βασιλέων. Το κρασί αυτό προερχόταν από την ποικιλία θράψα, ήταν χρώματος ασπροκόκκινου και γλυκό στην γεύση. Παρασκευαζόταν από οινοποιούς της περιοχής και αποκαλούνταν «ο ανθοσμίας των αρχαίων».

Στο συγκεκριμένο κρασί μάλιστα γίνεται αναφορά και στον Ριχάρδο Γ’ του Σαίξπηρ. Ο ακριβής τρόπος παρασκευής του κρασιού παραμένει άγνωστος, καθώς οι Τούρκοι απαγόρευσαν την παραγωγή του το 1545.

Στις 23 Ιουλίου 1821 η Μονεμβασιά ήταν το πρώτο κάστρο της Πελοποννήσου που απελευθερώθηκε από τις ελληνικές επαναστατικές δυνάμεις. Η απελευθέρωση της πόλης είχε καθοριστική σημασία για τον αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας, διότι γέμισε αισιοδοξία και αυτοπεποίθηση τους Έλληνες αγωνιστές. Παράλληλα, τα πολεμοφόδια του κάστρου χρησίμευσαν στην κρητική επανάσταση, καθώς επίσης στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, του Ναυπλίου και της Κορίνθου.

Η Μονεμβασιά πέρασε στην κυριαρχία των ελληνικών επαναστατικών δυνάμεων μετά από 358 χρόνια ξένης κατοχής, καθώς γνώρισε την μακρόχρονη εναλλαγή Βενετών (1463-1540 και 1690-1715) και Τούρκων (1540-1690 και 1715-1821). Το 1463 ήταν το τελευταίο βυζαντινό έρεισμα της Πελοποννήσου που πέρασε σε ξένη κυριαρχία, ενώ το 1821 ήταν το πρώτο κάστρο που περιήλθε στην ελληνική κυριαρχία.

Στους μετεπαναστατικούς χρόνους ο εμφύλιος σπαραγμός ανάμεσα σε αντιμαχόμενες παρατάξεις για τον έλεγχο του κάστρου οδήγησε στην ερήμωση και την παρακμή της πόλης. Από το 1828 η Μονεμβασιά ακολούθησε ως τοπικό, επαρχιακό κέντρο την πορεία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Στις αρχές του 20ου αιώνα πολλοί κάτοικοι εγκατέλειψαν την Κάτω Πόλη για να εγκατασταθούν στο νέο οικισμό της Γέφυρας.

Τέλος, η Μονεμβασιά απέχει από την Αθήνα περίπου 4,5 ώρες και μπορεί να την επισκεφθεί κανείς οδικώς μέσω της εθνικής οδού Αθηνών ‐ Κορίνθου και εν συνεχεία Κορίνθου – Τριπόλεως, περνώντας τη σήραγγα του Αρτεμισίου.

πηγη; newsit.gr