TOP

Μητροπολίτης Μεσσηνίας | Οι επενδυτικές πρωτοβουλίες είναι εκτός του χαρακτήρα της Εκκλησίας

Συνέντευξη στο orthodoxtimes.gr παραχώρησε ο Καθηγητής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Μητροπολίτης Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος. Ο κ. Χρυσόστομος αναφέρεται στην πορεία που διαγράφει κάθε Αρχιεπίσκοπος, τοποθετείται στο ερώτημα του διαχωρισμού των σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας, ενώ τάσσεται εναντίον επιχειρηματικών και επενδυτικών πρωτοβουλιών για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Η ειρήνη, σημειώνει, θα φέρει και την επίλυση του ουκρανικού ζητήματος, ενώ δηλώνει πως η Ρωσική Εκκλησία προσπάθησε και προσπαθεί να εφαρμόσει και στην Εκκλησία της Ελλάδος εισπήδηση παρόμοια με αυτή που έκανε στην Αφρική και στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Δίνει τη δική του άποψη για την εκλογή του νέου Πάπα Λέοντος, ενώ υπογραμμίζει ότι η τεχνητή νοημοσύνη είναι αρκετά υπερτιμημένη, εκτιμώντας πως θα αποδειχθεί τελικά ότι μπορεί να προσφέρει λιγότερα από αυτά που επαγγέλλεται. Εκτιμά δε -αναφορικά με το νομοσχέδιο που ψηφίστηκε για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών- πως θα αναφυούν και νέα προβλήματα, κυρίως ποιμαντικής φύσεως, τα οποία θα κληθεί η Εκκλησία να τα αντιμετωπίσει.

Διαβάστε τη συνέντευξη του Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου στο orthodoxtimes.gr και στην Έφη Ευθυμίου

Ερ: Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, έφερε στην Εκκλησία την εξωστρέφεια, φέρνοντας πολλούς νέους στους κόλπους της. Ο τωρινός Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος έχει επιλέξει μια πιο ήπια οδό, δίνοντας προτεραιότητα στην επίτευξη των στόχων που αφορούν την Εκκλησία ως οργανισμό. Τι θεωρείτε ότι πρέπει να προτάξει ο Ιεράρχης στον 21ο αιώνα, στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, για να γίνει η Εκκλησία σημείο αναφοράς στην ελληνική κοινωνία;

Απ: Είναι αλήθεια ότι ο κάθε Αρχιεπίσκοπος γράφει την δική του ιστορία, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τόσο του χαρακτήρος του όσο και των ενδιαφερόντων του.

Ο καθένας προσπάθησε να διακονήσει την Εκκλησία μας και έχει δώσει το στίγμα του σε σχέση την κοινωνία. Αν το πέτυχαν ή όχι θα κριθεί από την ιστορία και το μέλλον. Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν κανένα «εποχικό» χαρακτηριστικό δεν μπορεί να διαμορφώνει το «ποιμαντικό στίγμα» του κάθε Αρχιεπισκόπου.

Η Εκκλησία, και μάλιστα η Ορθόδοξη Εκκλησία, σε κάθε εποχή «ανοίγεται» προς τον κόσμο και διαλέγεται με αυτόν χωρίς όμως να εκκοσμικεύεται. Αυτή η ισορροπία είναι δύσκολη και επικίνδυνη και μάλιστα μπορεί να οδηγήσει και σε αποκλίσεις. Ασφαλιστικές δικλείδες ως προς τα κριτήρια εφαρμογή της, κάθε φορά, είναι η Παράδοση, η Θεολογίας και το εκκλησιαστικό φρόνημα, άλλως εύκολα μπορεί ο μεν κηρυγματικός λόγος της Εκκλησίας να παραπαίει μεταξύ ενός λαϊκίστικου βερμπαλισμού και μιάς «ξύλινης» επαναληπτικότητας, η δε εκκλησιαστική διακονία να κινείται στα όρια μιάς φοβικής εσωστρέφειας ή ενός τύπου άκρατου ακτιβισμού.

Η Εκκλησία γενικά αλλά και η Ορθόδοξη Εκκλησία ειδικότερα δεν μπορεί να είναι μία «κλειστή» κάστα ούτε όμως να εκφράζει και μία μορφή επιχειρηματικότητας. Η Εκκλησία γίνεται σημείο αναφοράς όταν μπορεί και κάνει την διαφορά σε σχέση με τον κόσμο, τους νέους, τα προβλήματά τους, τα οποία δημιουργούνται όχι μόνο από τις κοινωνικές ή οικονομικές αναταράξεις αλλά κυρίως από τον απομονωτισμό τους, με οδυνηρά αποτελέσματα είτε ψυχολογικά, είτε διαχείρισης του εαυτού τους, είτε των σχέσεών τους με τους άλλους. Να δίνει απαντήσεις για θέμα υπαρξιακά, ζωής ή θανάτου, και να επιβεβαιώνει την σημασία και την ανάγκη για ελπίδα.

Να νοηματοδοτεί δηλαδή τον σκοπό και την σημασία για ζωή, κάτι που δυστυχώς η σύγχρονη μορφή της τεχνολογίας την αλλοιώνει και την αποδυναμώνει, όταν κάνει τον άνθρωπο χρηστικό αντικείμενο και κηδεμονεύει την ζωή του, δίνοντάς του άλλους προσανατολισμούς, για αυτό και η τεχνολογία όταν είναι χρήσιμη είναι και αποδεκτή, όταν όμως από εργαλείο (instrumentum) μετατρέπεται σε μέσο ή κατηγορία ύπαρξης, λαμβάνει δηλαδή ρόλο οντολογικό ως προς τον άνθρωπο, τότε είναι αρκετά επικίνδυνη.

Επίσης θα ήθελα να πω ειδικά για την τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ) θεωρώ ότι είναι αρκετά υπερτιμημένη, και θα αποδειχθεί τελικά ότι μπορεί να προσφέρει λιγότερα από αυτά που επαγγέλλεται. Αυτό συνεπάγεται ότι η σχέση της Εκκλησίας με τους πιστούς Της δεν μπορεί να καθορίζεται από κάποιο τεχνολογικό εφεύρημα, να την αντικαταστήσει ή να την υποκαταστήσει, πολλώ δε μάλλον να καθορίσει τα όρια και τους όρους αυτής της σχέσης, η οποία είναι σχέση ελευθερίας και άρα ζωής.

Ερ:  Σε τι επίπεδο βρίσκονται οι σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας; Εσείς τι γνώμη έχετε για το ενδεχόμενο διαχωρισμού της Εκκλησίας από το Κράτος;

Απ: Για να υπάρξει μία δημιουργική και αποδοτική σχέση Εκκλησίας και Πολιτείας, δεν είναι λύση ο χωρισμός, αλλά η εμπέδωση της αρχής της συναλληλίας στο πλαίσιο των διακριτών ρόλων Εκκλησίας και Πολιτείας.

Μία σχέση συνεργασίας των δύο θεσμών, η οποία λειτούργησε διαχρονικά και θετικά και πάντοτε προς όφελος της Ελληνικής Κοινωνίας, χωρίς υπερβάσεις ή επικαλύψεις. Όποτε αυτό το πλαίσιο δεν έγινε σεβαστό ανεφύησαν προβλήματα τόσο νομιμότητας όσο και κανο-νικότητας. Όταν δηλαδή έχουμε παρέμβαση στα interna corporis της Εκκλησίας και κατάλυση του αυτοδιοικήτου της Εκκλησίας ή ανάμιξη της Εκκλησίας στα εσωτερικά του Κράτους, τότε έχουμε κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος και μία Εκκλησία πολιτευομένη και εκκοσμικευμένη.

Ερ: Πώς θεωρείτε ότι πρέπει να διαχειριστεί η Εκκλησία της Ελλάδος την περιουσία της; Με περισσότερη εξωστρέφεια (επενδύσεις, αναζήτησή ευκαιριών για μεγιστοποίηση των εσόδων) ή με έναν πιο συντηρητικό τρόπο;

Απ: Αυτού του είδους οι επενδυτικές και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες είναι εκτός του χαρακτήρος και της ταυτότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος. Μπορεί σε άλλες Χριστιανικές Εκκλησίες, οι οποίες έχουν και μία παράλληλη κρατική δομή, να «δικαιολογούνται», όμως για την ταυτότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι αντίθετη προς τον χαρακτήρα της ποιμαντικής της και τον τύπο της φιλανθρωπίας της.
Και παλαιότερα είχαν εκφραστεί τέτοιου είδους προτάσεις και «κατ-επνίγησαν εν τη γενέσει» τους.

Η αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, η οποία δεν είναι και τόσο μεγάλη, όπως διάφορες μυθοπλασίες θεωρούν, απαιτεί μία σύνολη καταγραφή και εκτίμηση, κάτι το οποίο δεν έχει γίνει ακόμη. Απαιτείται δηλαδή ένα «εκκλησιαστικό κτηματολόγιο». Με βάση αυτό και μόνο μπορούμε να διερευνήσουμε τρόπους αξιοποίησης και μάλιστα στο πλαίσιο των ποιμαντικών αναγκών και όχι του κέρδους, όπως ίσως κάποιοι θεωρούν ως μόνο τρόπο αξιοποιήσεως.

Η αύξηση, η συντήρηση και η αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας δεν μπορεί να θεωρείται υπό μία επιχειρηματική και επενδυτική προοπτική από την ίδια την Εκκλησία, όταν μάλιστα αυτή η επιχειρηματικότητα απάδει παντοιοτρόπως προς την εκκλησιαστικότητα.

Ερ: Έξι χρόνια μετά από τη χορήγηση της Αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας από τον Οικ. Πατριάρχη, οι προσδοκίες δεν φαίνεται να επιβεβαιώνονται. Δεν έχει επέλθει η ομόνοια και η ένωση υπό μία Εκκλησία όπως αναμενόταν, ενώ και ο ρυθμός προσάρτησης των ενοριών στη νέα Εκκλησία είναι απογοητευτικός, τη στιγμή που η Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία υπό τον Μητροπολίτη Ονούφριο, παραμένει στη σφαίρα επιρροής της Μόσχας. Πώς βλέπετε την επόμενη ημέρα για την Ορθοδοξία στην Ουκρανία; Μπορεί να αλλάξει κάτι; Πρέπει να εξεταστεί εκ νέου;

Απ: Η επίλυση του εκκλησιαστικού ζητήματος στην Ουκρανία θα ακολουθήσει όταν επιτευχθεί ειρήνη στην περιοχή και θα έχει καθιζάνει ο κονιορτός του πολέμου. Η Αυτοκεφαλία ήταν μονόδρομος, ο οποίος απαιτεί χρόνο ως προς την εμπέδωσή της. Ο σκοπός του Αυτοκεφάλου πρέπει να είναι η επίτευξη της ενότητας σε μία ενιαία εκκλησιαστική δικαιοδοσία. Το τελευταίο αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί εάν δεν υπάρξει ειρήνη και εάν δεν συμβάλλουν όλοι οι παράγοντες της Χώρας, εκκλησιαστικοί και πολιτικοί, αλλά και οι λοιπές Ορθόδοξες Εκκλησίες.

Ερ: Ποια είναι η σχέση της Εκκλησίας, των Ιεραρχών, με τον κόσμο; Πηγαίνει ο κόσμος στην Εκκλησία; Αποζητά την πνευματική σχέση; Πώς πρέπει να προσεγγίσουν οι Ιεράρχες τον κόσμο, ιδιαίτερα τους νέους;

Απ: Νομίζω ότι ο κάθε Ιεράρχης στην εκκλησιαστική του επαρχία, δηλαδή Μητρόπολη, εργάζεται στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του, και αυτό το έργο ως προσφορά αξιολογείται με θετικό πρόσημο. Η παρουσία τους και η σχέση τους με το ποίμνιό τους αποδίδει καρπούς και αυτό οδηγεί σε θετικές αξιολογικές κρίσεις και αποδοχή.

Μετά την κρίση της πανδημίας παρουσιάζεται μία αύξηση συμμετοχής στην λατρεία και μάλιστα νέων ατόμων, τα οποία φαίνεται ότι αναζητούν ένα στήριγμα, μία ελπίδα ζωής, αφού οι άλλοι τρόποι τούς έχουν απογοητεύσει. Στο χέρι μας είναι με λόγο ανθρώπινο να κερδίσουμε και μέσα από αυτήν την ευκαιρία που μας ανοίγεται να επιβεβαιώσουμε την πραγματική διάσταση του ρόλου μας και της παρουσίας μας ως Εκκλησίας μέσα στήν ανθρώπινη κοινωνία. Πέρασαν οι εποχές των αφορισμών και των απομονώσεων.

Απαιτείται διάλογος, κατανόηση και προβολή προτύπων, που θα δίνουν νόημα, προοπτική και ποιότητα ζωής σε όλους, κυρίως στους νέους ανθρώπους, ελπίδα και προσδοκία για ένα καλύτερο αύριο. Αυτή θα είναι η απάντηση της Εκκλησίας μας στις σύγχρονες αναζητήσεις της κοινωνίας και με τον τρόπο αυτό να επιβεβαιώσουμε και την αναγκαιότητα μας ως Εκκλησίας, ως κοινότητας δηλαδή εκκλησιαστική «εν τω κόσμω» αλλά ΄’όχι «εκ του κόσμου».

Ερ: Έγινε μεγάλη συζήτηση για το νομοσχέδιο σχετικά με τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Θεωρείτε ότι η Εκκλησία θα κληθεί στο προσεχές μέλλον να αντιμετωπίσει εκ νέου καταστάσεις που πιθανώς θα τη φέρουν σε σύγκρουση με τις αρχές της ή/και με τη σύγχρονη πραγματικότητα;

Απ: Νομίζω ότι η συνετή θέση των Ιεραρχών, έναντι του συγκεκριμένου νομοσχεδίου, επιβεβαιώθηκε από τις ίδιες τις κοινωνικές εξελίξεις και την σύγχρονη πραγματικότητα. Ήταν θέσεις που προήρχοντο από την διδφασκαλί της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας και εμπεδώνετο στην εκκλησιαστική ζωή και παράδοση.

Οι Ιεράρχες δεν αμφισβήτησαν το δικαίωμα του καθενός να διαχειριστεί υπεύθυνα τον εαυτό του και τη ζωή του όπως εκείνος νομίζει, στα όρια της ελευθερίας του, όπως θα ήταν υπεύθυνος και για τις συνέπειες αυτών των επιλογών του. Άλλο όμως ο σεβασμός και άλλο η νομιμοποίηση μιάς ηθικής και ανθρωπολογικής εκτροπής με σκοπό να ικανοποιηθούν μόνο ιδιοτέλειες, συμφέροντα και δικαιωματιστικές «παραφωνίες», η οποία όμως έχει σοβαρές συνέπειες στη ζωή, στην οικογένεια, στην κοινωνική ισορροπία, στις διανθρώπινες σχέσεις και στή πολιτική ζωή.

Σίγουρα, με τόν χρόνο θα αναφυούν και νέα προβλήματα, κυρίως ποιμαντικής φύσεως, τα οποία θα κληθεί η Εκκλησία να τα αντιμετωπίσει. Θα πρέπει να πω όμως ότι θίγεται ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, το οποίο θα έχει πολλές προεκτάσεις, διεκκλησιαστικές και διορθόδοξες.

Ερ: Πολλοί υποστηρίζουν ότι η ρωσική επιθετικότητα έχει περάσει και στην Εκκλησία, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την εισπήδηση του Πατριαρχείου Μόσχας σε εδάφη του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Υπάρχει κίνδυνος αντίστοιχων ενεργειών από τη Μόσχα σε περιοχές δικαιοδοσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος;

Απ: Δυστυχώς η Εκκλησία της Ρωσίας, με το μεθοδολογικό αφήγημα του «ρωσικού κόσμου» (μεσσιανισμός, εθνικισμός, καθαρότητα φυλής και ηθική ορθοδοξολαγνία) δεν έχει αποβάλλει ακόμη την ιδέα της Τρίτης Ρώμης και του Πανσλαβισμού αλλά και την ταύτισή της με την κρατική εξουσία, τσαρικού τύπου, γιαυτό και πραγματοποιεί διαφόρων μορφών ή ειδών, εμφανών ή και αφανών, εκκλησιαστικών εισπηδήσεων, για παράδειγμα στην Αφρική με το εκκλησιαστικό μόρφωμα της «εξαρχίας», με την οποίαν εξυπηρετούνται στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο εκτός από «εκκλησιαστικές» και άλλες σκοπιμότητες, όπως πολιτικές και οικονομικές (γεωφυσικές και υπεδάφους).

Ασκεί όμως και άλλες μορφές παρεμβάσεων στο εσωτερικό διαφόρων Ορθοδόξων Εκκλησιών, όχι τόσο φανερών και μάλιστα με διάφορους τοπικούς δορυφόρους (κληρικούς, μοναχούς, μονές), με τις οποίες προσπαθεί είτε να επηρεάσει καταστάσεις και αποφάσεις των διαφόρων συνοδικών οργάνων διοίκησης προς όφελος της, είτε να «εκλέγει» πρόσωπα σε θέσεις «κλειδιά» στην συνοδική διοίκηση της Εκκλησίας είτε στην πολιτική ζωή, μάλιστα ακόμη και Προκαθημένους, προκειμένου οι εκκλησιαστικοί αυτοί δορυφόροι να είναι χρήσιμοι για την επίτευξη των σκοπών της και την δημιουργία ζωνών επιρροής για πανορθόδοξα ζητήματα. Μία τέτοιου είδους εισπήδηση προσπάθησε και προσπαθεί να εφαρμόσει και στην Εκκλησία της Ελλάδος βέβαια όχι πάντα με επιτυχία. Ευτυχώς!!!

Ερ: Πώς κρίνετε την εκλογή του νέου Πάπα κυρίως σε σχέση με την Ορθόδοξη Εκκλησία και τον διεξαγόμενο Θεολογικό Διάλογο;

Απ: Από τα πρώτα δείγματα της ομιλίας του φαίνεται ότι θα κινηθεί στα ίδια μονοπάτια με τον προκάτοχό του με έναν τρόπο περισσότερο παραδοσιακό και λιγότερο φιλελεύθερο. Ξεκίνησε τον λόγο του με τα τελευταία λόγια του Φραγκίσκου που απηύθυνε την ημέρα του Πάσχα, μίλησε για την ειρήνη και την ενότητα. Επιπλέον η όλη του διακονία στο Περού χαρακτηρίζεται από την κοινωνική διάσταση και διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, όπως και του Λέοντα του ΙΓ΄, του οποίου το όνομα επέλεξε, ο οποίος με τις τότε Εγκυκλίους του έθεσε ως προτεραιότητες της διακονίας του τα τότε κοινωνικά προβλήματα της εποχής του.

Επίσης η επανάληψη του χωρίου του Λέοντα ΙΓ΄, από το Λέοντα τον ΙΔ΄: «όπως Αυτός (ενν. ο Χριστός) είναι ο Ένας έτσι πρέπει και εμείς να είμαστε», νοηματοδοτεί την αποδοχή της έννοιας της συνοδικό-τητας. Το επεσήμανε στην πρώτη του ομιλία κατά την Θεία Λειτουργία ενώπιον των εκλεκτόρων Καρδιναλίων. Αυτή η έννοια της συνοδικότητας, που για τον Πάπα Φραγκίσκο αποτελούσε το ζητούμενο, είναι το κατεξοχήν θέμα μαζί με το Πρωτείο του επισκόπου Ρώμης στις συζητήσεις του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών.

πηγή: www.orthodoxtimes.gr