Παρασκευή
22
Νοέμβριος
TOP

Αφιέρωμα: Ανιχνευτές ψεύδους – Αλήθειες και ψέματα ― Μια αναδρομή από τα αρχαία χρόνια στις σύγχρονες μεθόδους ανίχνευσης

Η ανίχνευση – αναγνώριση του ψεύδους αποτελούσε από τα αρχαία ακόμη χρόνια διακαή πόθο του ανθρώπου. Ανά τους αιώνες έχουν επινοηθεί διαφορετικές μέθοδοι για την ανίχνευση της εξαπάτησης.

Ένα από τα πρώτα τεκμηριωμένα παραδείγματα προέρχεται από το 1000 π.Χ. στην Κίνα όπου ο ύποπτος θα έπρεπε να γεμίσει το στόμα του με ρύζι.

Μετά από ένα χρονικό διάστημα, οι κόκκοι του ρυζιού ελέγχονταν και αν παρέμεναν στεγνοί, τότε το άτομο κρινόταν ένοχο.

Η λογική αυτής της μεθόδου ήταν ότι αν το άτομο είχε όντως πει ψέματα, θα ήταν φοβισμένο ή νευρικό και επομένως θα είχε ξηροστομία.

“Tout mouvement nous découvre” δηλαδή «κάθε κίνηση μας αποκαλύπτει», έλεγε ο Michel de Montaigne, ενώ ο Freud υποστήριζε: “If his lips are silent, he chatters with his finger- tips; betrayal oozes out of him at every pore”, ήτοι «Εάν τα χείλη του είναι σιωπηλά, μιλούν οι άκρες των δακτύλων. Η προδοσία εξέρχεται από κάθε πόρο»

Με την πάροδο του χρόνου και την πρόοδο της τεχνολογίας εμφανίστηκαν πιο σύγχρονες μέθοδοι ανίχνευσης του ψεύδους.

Κάποιες από αυτές είναι είναι χαμηλής τεχνολογίας, όπως η εξειδικευμένη αναγνώριση των εκφράσεων του προσώπου, ενώ άλλες υψηλότερης τεχνολογίας, με μέσα και μηχανήματα, όπως ο επονομαζόμενος πολυγράφος ή «ανιχνευτής ψεύδους», μια συσκευή που σχεδιάστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα για να εντοπίζει φυσιολογικές αλλαγές του ανθρώπινου οργανισμού, κυρίως μέσω καταγραφής της αύξησης της εφίδρωσης, του καρδιακού παλμού και της αρτηριακής πίεσης, με σκοπό την αναγνώριση του ψεύδους και εφαρμογή σε τομείς όπως, η δικαιοσύνη, ο στρατός και οι μυστικές υπηρεσίες.

Ο ύποπτος έχει αισθητήρες συνδεδεμένους στα δάχτυλα, τα χέρια και το σώμα του και το μηχάνημα στη συνέχεια μετρά τον ρυθμό αναπνοής, τους σφυγμούς, την αρτηριακή πίεση και την εφίδρωση καθώς απαντούν σε μια σειρά ερωτήσεων.

Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την ακρίβεια αυτών των μηχανών και το κατά πόσο είναι δυνατό να εξαπατηθούν.

Έτσι, ερευνητές και εταιρείες τεχνολογίας σε όλο τον κόσμο εργάζονται για την ανάπτυξη περισσότερων πολυγραφικών συστημάτων υψηλής τεχνολογίας.

Στις μέρες μας ο καθηγητής Hanein και ο συνάδελφος του καθηγητής Dino Levy οι οποίοι ηγούνται μιας ομάδας στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ έχουν αναπτύξει μια νέα μέθοδο ανίχνευσης ψεύδους.

Ωπως λένε, έχουν εντοπίσει δύο τύπους ψεύτες – αυτούς που κινούν ακούσια τα φρύδια τους όταν πουν ένα ψεματάκι και εκείνους που δεν μπορούν να ελέγξουν μια πολύ ελαφριά κίνηση των χειλιών εκεί που τα χείλη τους συναντούν τα μάγουλά τους.

Το λογισμικό τους και ο αλγόριθμός του μπορούν τώρα να ανιχνεύσουν το 73% των ψεμάτων και σκοπεύουν να το βελτιώσουν καθώς αναπτύσσουν το σύστημα. «Όταν προσπαθείς να κρύψεις ένα ψέμα, ένα από τα πράγματα που προσπαθείς να αποφύγεις είναι κάθε είδους αντίδραση του σώματος», λέει ο καθηγητής Levy και προσθέτει: «Αλλά είναι πολύ, πολύ δύσκολο να κρύψεις ένα ψέμα με αυτήν την τεχνολογία».

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Τελ Αβιβ ελπίζουν ότι τα ηλεκτρόδια θα αντικατασταθούν τελικά από βιντεοκάμερες και λογισμικό ικανό να εντοπίσει έναν ψεύτη από απόσταση ή ακόμα και μέσω σύνδεσης στο Διαδίκτυο, με βάση τις κινήσεις των μυών του προσώπου.

Στο Πανεπιστήμιο Erasmus στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας, ο Δρ Sebastian Speer και η ομάδα του χρησιμοποιούν μια μηχανή μαγνητικής τομογραφίας για να εντοπίσουν εάν κάποιος λέει ψέματα ή εξαπατά.

Το κάνουν αυτό αναζητώντας αλλαγές χρώματος σε σαρώσεις εγκεφάλου ως απάντηση σε ερωτήσεις.«Ουσιαστικά βλέπουμε διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου που ενεργοποιούνται πιο έντονα φωτίζονται στις σαρώσεις όταν κάποιος αποφασίζει να εξαπατήσει ή για είναι ειλικρινής», λέει ο Δρ Speer.

Ένα σύστημα ανίχνευσης ψεύδους υψηλής τεχνολογίας που χρησιμοποιείται ήδη είναι το EyeDetect από την εταιρεία Converus με έδρα τη Γιούτα. Αυτό εστιάζει σε ακούσιες κινήσεις των ματιών για την ανίχνευση ψεμάτων.

Ζητείται από τον υποκείμενο στη διαδικασία να απαντήσει σε μια σειρά από ερωτήσεις σωστές ή ψευδείς, ή με ναι και όχι. Καθώς το κάνει , το λογισμικό παρακολούθησης ματιών παρακολουθεί και μελετά τις απαντήσεις του. Στη συνέχεια, το αποτέλεσμα παρέχεται μέσα σε πέντε λεπτά και ισχυρίζεται ότι είναι 86-88% ακριβές.

Η Converus ( από το λατινικό con =με και verus = αλήθεια ) λέει ότι το EyeDetect χρησιμοποιείται πλέον από περισσότερους από 600 πελάτες σε 50 χώρες, συμπεριλαμβανομένων πάνω από 65 αμερικανικών υπηρεσιών επιβολής του νόμου και σχεδόν 100 παγκοσμίως.

Ο διευθύνων σύμβουλος Todd Mickelsen λέει ότι το τεστ χρησιμοποιείται από αρχές και εταιρείες για να ελέγξει για πολλά πράγματα: “Αυτά θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν προηγούμενα εγκλήματα, χρήση ναρκωτικών στο παρελθόν ή το παρόν, μη αναφερθείσες πειθαρχικές ενέργειες, ψέματα σε μια αίτηση εργασίας, τρομοκρατικούς δεσμούς”.

Εν τω μεταξύ, οι αστυνομικοί ντετέκτιβ μπορούν να χρησιμοποιήσουν το EyeDetect για να κάνουν συγκεκριμένες ερωτήσεις σχετικά με ένα έγκλημα. Είναι σημαντικό να τονιστεί, ωστόσο, ότι η νομιμότητα των ανιχνευτών ψεύδους ποικίλλει σημαντικά από χώρα σε χώρα.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι πολυγράφοι χρησιμοποιούνται από την υπηρεσία επιτήρησης “στη διαχείριση ατόμων που έχουν καταδικαστεί για σεξουαλικά αδικήματα” από το 2014.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα των δοκιμών πολυγράφου δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ποινικές υποθέσεις στα τρία ξεχωριστά νομικά συστήματα του Ηνωμένου Βασιλείου – Αγγλία και Ουαλία, Σκωτία και Βόρεια Ιρλανδία.

Ταυτόχρονα, οι εργοδότες του Ηνωμένου Βασιλείου επιτρέπεται να κάνουν ένα τεστ ανίχνευσης ψεύδους στο προσωπικό, αλλά αυτό πρέπει να είναι προαιρετικό.

Στις ΗΠΑ, οι κανόνες διαφέρουν από πολιτεία σε πολιτεία, με την περαιτέρω επιπλοκή του ομοσπονδιακού νόμου σε όλη την Αμερική. Για παράδειγμα, η Καλιφόρνια επιτρέπει τεστ ανίχνευσης ψεύδους σε υποθέσεις ποινικού δικαστηρίου σε κρατικό επίπεδο, εάν συμφωνούν και οι δύο πλευρές, ωστόσο στην πολιτεία της Νέας Υόρκης δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση.

Η αστυνομία δεν μπορεί να απαιτήσει από έναν ύποπτο που συλληφθεί να υποβληθεί σε εξέταση.

Ο πρώην αξιωματικός της CIA, Christopher Burgess, προειδοποιεί ότι οι ανιχνευτές ψεύδους δεν πρέπει να θεωρούνται ως το καλύτερο μέσο για την απόδειξη της ενοχής ή της αθωότητας των εγκληματιών – ή των κατασκόπων. Ο Burgess, ο οποίος είναι τώρα αναλυτής ασφαλείας, προσθέτει ότι οι συσκευές δεν είναι απολύτως ακριβείς και λέει ότι ο ίδιος κάποτε ενοχοποιήθηκε λανθασμένα από ένα ψευδές αποτέλεσμα δοκιμής στα μέσα της δεκαετίας του 1990.

Η πεποίθηση ότι η εξαπάτηση μπορεί να εντοπιστεί με την ανάλυση του ανθρώπινου σώματος έχει εδραιωθεί στη σύγχρονη καθημερινότητα . Παρά τις πολυάριθμες μελέτες που αμφισβητούν την εγκυρότητα του πολυγράφου, περισσότερες από 2,5 εκατομμύρια χρήσεις πραγματοποιούνται με τη συσκευή κάθε χρόνο, και οι δοκιμές πολυγράφου είναι μια βιομηχανία 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Οι ομοσπονδιακές κυβερνητικές υπηρεσίες των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, του Υπουργείου Άμυνας και της CIA χρησιμοποιούν τη συσκευή κατά τον έλεγχο των προς πρόσληψη υπαλλήλων .

Ωστόσο οι μηχανές πολυγράφου εξακολουθούν να είναι πολύ αργές και δυσκίνητες για χρήση σε συνοριακές διαβάσεις, σε αεροδρόμια ή σε μεγάλες ομάδες ανθρώπων.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, μια νέα γενιά ανιχνευτών ψεύδους που βασίζονται στην τεχνητή νοημοσύνη να έχουν εμφανιστεί την τελευταία δεκαετία. Οι υποστηρικτές τους ισχυρίζονται ότι είναι και πιο γρήγοροι και πιο ακριβείς από τους πολύγραφους.

Καθώς τίθενται σε χρήση περισσότερα συστήματα ανίχνευσης ψεύδους υψηλής τεχνολογίας, εξακολουθούν να υπάρχουν «ηθικά και νομικά ερωτήματα».

Στην τράπεζα, στις ανακρίσεις της αστυνομίας, στο αεροδρόμιο ή σε διαδικτυακές συνεντεύξεις για δουλειά, κάμερες υψηλής ανάλυσης που είναι προγραμματισμένες να εντοπίζουν τις κινήσεις των μυών του προσώπου θα μπορούν να ξεχωρίζουν αληθείς δηλώσεις από ψέματα», προβλέπει ο καθηγητής Levy.

Πηγή: ertnews.gr