Τεκτονικές αλλαγές στη διεθνή οικονομία και την κοινωνία θα προκαλέσει η υπογεννητικότητα που παρατηρείται στις περισσότερες χώρες του κόσμου, σύμφωνα με νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό The Lancet.
Τα τρία τέταρτα των κρατών αναμένεται να εμφανίσουν μέχρι το 2050 χαμηλό ρυθμό αντικατάστασης πληθυσμού, που σημαίνει ότι οι γεννήσεις δεν θα επαρκούν προκειμένου να παραμείνει ίδιος ο αριθμός του πληθυσμού από τη μία γενιά στην επόμενη. Ως αποτέλεσμα, οι δημογραφικές αυξήσεις θα στηρίζονται σε μια μικρή ομάδα φτωχών χωρών στην Υποσαχάρια Αφρική και την Ασία, οι οποίες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα από την έλλειψη πόρων και την κλιματική αλλαγή.
«Αντιμετωπίζουμε μια συγκλονιστική κοινωνική αλλαγή κατά τη διάρκεια του 21ου αιώνα», δήλωσε ο Stein Emil Vollset, ένας εκ των επικεφαλής της έρευνας και καθηγητής στο Ινστιτούτο Μετρήσεων και Αξιολόγησης Υγείας (IHME). «Ο κόσμος θα αντιμετωπίζει ταυτόχρονα ένα “baby boom” σε ορισμένες χώρες και ένα “baby bust” σε άλλες», συμπλήρωσε ο ίδιος.
Η έρευνα, η οποία εξέτασε 204 περιοχές, προβλέπει ότι μέχρι το 2050 το 76% αυτών θα εμφανίσει ρυθμό αντικατάστασης χαμηλότερο από αυτόν που απαιτείται για τη διατήρηση του μεγέθους του πληθυσμού σε βάθος γενεών. Το ποσοστό αυτό θα αγγίξει το 97% το 2100. Ταυτόχρονα, το μερίδιο των γεννών σε φτωχές χώρες αναμένεται σχεδόν να διπλασιαστεί από 18% το 2021 στο 35% μέχρι το τέλος του αιώνα. Μέχρι το 2100 οι μισές γέννες στον κόσμο θα γίνονται στην Υποσαχάρια Αφρική.
«Οι συνέπειες είναι τεράστιες», δήλωσε η Natalia Bhattacharjee, μία εκ των συγγραφέων της έρευνας και επικεφαλής ερευνήτρια στο IHME. «Αυτές οι μελλοντικές τάσεις γεννήσεων θα επαναπροσδιορίσουν πλήρως την παγκόσμια οικονομία και τη διεθνή ισορροπία δυνάμεων και θα προκαλέσουν ανάγκη επαναδιοργάνωσης των κοινωνιών», τόνισε η ίδια.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις των Ηνωμένων Εθνών, ο παγκόσμιος πληθυσμός είναι πιθανό να αυξηθεί από 8 δισ. στα 9,7 δισ. το 2050 και να κορυφωθεί στα 10,4 δισ. στα μέσα της δεκαετίας του 2080. Οι εκτιμήσεις αυτές, όμως, δεν συνυπολογίζουν τον μέσο ρυθμό γεννήσεων ανά γυναίκα στη διάρκεια της ζωής της, ο οποίος σε ορισμένες χώρες έχει ήδη πέσει κάτω από τις ελάχιστες 2,1, που απαιτούνται για την πλήρη αντικατάσταση του πληθυσμού από τη μία γενιά στην επόμενη.
Ο αριθμός αυτός αναμένεται να πέσει στο 1,44 στην Ανατολική Ευρώπη μέχρι το 2050, ενώ το χαμηλότερο νούμερο εκτιμάται πως θα καταγραφεί στη Νότιο Κορέα, με 0,82 γέννες ανά γυναίκα. Μέχρι το 2100 μόλις έξι χώρες προβλέπεται να εμφανίζουν περισσότερες από 2,1 γεννήσεις ανά γυναίκα: το Τατζικιστάν στην Ασία, τα νησιά Τόνγκα και Σαμόα στον Ειρηνικό και τα αφρικανικά κράτη της Σομαλίας, του Τσαντ και του Νίγηρα.
Γενικά, όσο οι χώρες γίνονται πιο πλούσιες, οι γυναίκες τείνουν να κάνουν λιγότερα παιδιά. Βέβαια, πολλά κράτη έχουν λάβει μέτρα για την αντιμετώπιση του δημογραφικού, όπως φοροαπαλλαγές και φθηνότερη φροντίδα παιδιών, χωρίς όμως να έχουν φανεί τα επιθυμητά αποτελέσματα.
«Ζούμε σε έναν πλανήτη με περιορισμένους πόρους και η συρρίκνωση των πληθυσμών -αν και σχετικά νέο πρόβλημα στο βάθος της ιστορίας- έχει πολλά πλεονεκτήματα για τον 21ο αιώνα, αλλά απαιτεί καινούργια οικονομικά μοντέλα», σχολίασε στους Financial Times η Sarah Harper, καθηγήτρια γεροντολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
πηγη moneyreview.gr με πληροφορίες από Financial Times