Η συζήτηση για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αποκτά ολοένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον όσο πλησιάζει η στιγμή της απόσυρσης των μέτρων στήριξης και η περίοδος εκταμίευσης των δανείων και ενισχύσεων μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και των υπόλοιπων διαρθρωτικών ταμείων.
Οι επαφές μεταξύ τραπεζών, επιχειρηματικών φορέων και υπουργείου Οικονομικών καταλήγουν όλες, σχεδόν, στο ίδιο αποτέλεσμα. Οι τράπεζες θέλουν να χρηματοδοτήσουν, αλλά μόνο βιώσιμες επιχειρήσεις. Οι τελευταίες θεωρούν ότι η βιωσιμότητα κρίνεται με “στενά” κριτήρια, αφήνοντας εκτός μεγάλο μέρος του επιχειρηματικού ιστού της χώρας, με τις απορρίψεις να φτάνουν το 80%.
Το Capital.gr ζήτησε απαντήσεις και από τις δύο πλευρές. Από τις τράπεζες και από τις επιχειρήσεις. Η αλήθεια, μάλλον, βρίσκεται κάπου στη μέση. Σχεδόν το 75% των απορρίψεων οφείλεται σε αρνητικά οικονομικά μεγέθη και σε μη βιώσιμα παραγωγικά μοντέλα, ενώ το υπόλοιπο 25% σε αρνητική συναλλακτική συμπεριφορά. Μάλιστα, από το 75%, το 60% αφορά σε ζητήματα κερδοφορίας, υπερδανεισμού, χαμηλού τζίρου, μικρής ή αρνητικής λειτουργικής κερδοφορίας, πολλών ζημιογόνων χρήσεων κά. Έχει διατυπωθεί και δημοσίως, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η κακή οικονομική κατάσταση ίσως να οφείλεται σε απόκρυψη εσόδων τα προηγούμενα χρόνια με αποτέλεσμα σήμερα να μην μπορούν οι επιχειρήσεις αυτές να δικαιολογήσουν δανεισμό αλλά και το πώς επιβίωσαν κατά τη 10ετή κρίση χρέους και της πανδημίας. Οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν την ικανότητα αυτή ως ένδειξη βιωσιμότητας και καλής διαχείρισης, που αν υποστηριχθεί σε αυτή τη φάση, θα υπάρξει συνολικότερο όφελος για όλη την οικονομία. Από την άλλη πλευρά, οι τράπεζες είναι υποχρεωμένες να τηρούν τα τραπεζικά κριτήρια και ότι δεν πρέπει να δημιουργηθεί μια νέα γενιά κόκκινων δανείων. Επίσης, δεν θεωρούν επιχειρήσεις με μηδέν ή 1 εργαζόμενο ως επιχειρηματική μονάδα, η οποία επιδιώκει το κέρδος μέσα από το μέρισμα, δηλαδή την επένδυση και την ανάπτυξή της. Ακόμα, επικαλούνται τα στοιχεία των ίδιων των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων για τη στενή οικονομική τους κατάσταση, για τον κίνδυνο λουκέτων, την πιθανότητα να μην μπορούν να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους στο μέλλον, κλπ.
Η μεγάλη εικόνα
Τη μεγάλη εικόνα δίνει η ετήσια έρευνα για την πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στον τραπεζικό δανεισμό που εκπόνησε η ΕΚΤ με την Κομισιόν για το 2020. Την επιμέρους εικόνα δίνουν οι πληροφορίες και οι συζητήσεις με τις ίδιες τις τράπεζες, με επιχειρήσεις, φοροτεχνικούς και εκπροσώπους φορέων.
Η έκθεση SAFE της ΕΚΤ και της Κομισιόν για το 2020 δίνει σημαντικά ευρήματα για το μέγεθος των επιχειρήσεων και το είδος της ανάγκης για χρηματοδότηση και πως καλύφθηκε αυτή. Το 2020 κρίνεται κομβικό, διότι λόγω πανδημίας, οι επιχειρήσεις ενισχύθηκαν από κρατικά μέτρα στήριξης άνω των 20 δισ. ευρώ. Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος και από τις παρουσιάσεις των τραπεζών, οι τελευταίες προχώρησαν σε καθαρές εκταμιεύσεις νέων δανείων κυρίως προς επιχειρήσεις ύψους 6,8 δισ. ευρώ, αλλά και σε ρυθμίσεις και διαγραφές άνω των 15 δισ. ευρώ, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα προγράμματα αναστολής δόσεων, επιδότησης δόσεων, και σταδιακής επαναφοράς των δόσεων.
Τα ερωτήματα
Που δόθηκαν τα δάνεια αυτά; Κυρίως προς το εμπόριο, τη μεταποίηση, τις μεταφορές και τον τουρισμό. Μικρότερα ποσά κατευθύνθηκαν προς νοικοκυριά και ελεύθερους επαγγελματίες, σύμφωνα με τον πίνακα καθαρών ροών που δημοσιεύει η Τράπεζα της Ελλάδος. Ωστόσο, οι τιτλοποιήσεις και οι αποπληρωμές δανείων εμφανίζουν την πιστωτική επέκταση οριακά θετική.
Το επόμενο ερώτημα έχει σχέση με το μέγεθος και τον αριθμό των επιχειρήσεων όπου κατέληξαν τα δάνεια αυτά. Οι μικρές επιχειρήσεις θεωρούν ότι έχουν αποκλειστεί από τις τράπεζες, σε μια περίοδο που υπήρχαν αυξημένες ανάγκες και κυρίως για την περίοδο που ακολουθεί, μετά την επανεκκίνηση της οικονομίας. Πράγματι, η τελευταία έκθεση SAFE της ΕΚΤ και της Κομισιόν δείχνει ότι δεν υπήρχε διαθέσιμη τραπεζική χρηματοδότηση για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ειδικά στο πρώτο τρίμηνο του 2020. Στο δεύτερο τρίμηνο αυξάνεται ελάχιστα η προθυμία των τραπεζών για δάνεια, αλλά εξαφανίζονται οι γραμμές πίστωσης. Τελικά, οι ανάγκες για το 80% των μικρομεσαίων καλύπτονται από τα κρατικά μέτρα στήριξης, όπως το μέτρο της επιστρεπτέας προκαταβολής (6,8 δισ.) που ήταν ουσιαστικά ένας άτοκος δανεισμός. Έτσι, οι απορρίψεις αιτήσεων για δάνεια έφτασαν στο 80%.
Οι απαντήσεις
Όμως, οι απαντήσεις που έδωσαν οι ίδιες οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην έρευνα SAFE αλλά και οι τράπεζες αποτυπώνουν την εξής πραγματικότητα:
Ποσοστά απόρριψης
Το ποσοστό απόρριψης στο σύνολο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, δηλαδή με προσωπικό μέχρι 249 άτομα, έφτασε το 20% των αιτήσεων. Το 1% απορρίφθηκε από τις ίδιες τις επιχειρήσεις λόγω υψηλού επιτοκίου. Τα ποσοστά απορρίψεων αυξάνονται αρκετά, όσο περιορίζεται το μέγεθος της επιχείρησης, δηλαδή με προσωπικό μεταξύ μηδέν και εννέα εργαζομένων που αποτελεί το 66% των ελληνικών επιχειρήσεων. Οι τράπεζες δεν θεωρούν επιχείρηση αυτή με μηδέν προσωπικό. Επομένως, η έννοια της μικρής επιχείρησης περιορίζεται σε αυτές με 1 έως 9 εργαζόμενους. Αυτές υπολογίζονται, τόσο από τις ίδιες τις τράπεζες όσο και από την έκθεση SAFE σε περίπου 240-250.000 και όχι σε 800.000 που περιλαμβάνει τις ατομικές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Σύμφωνα με τις τράπεζες, το μεγαλύτερο ποσοστό απόρριψης (άνω του 60%) οφείλεται στο γεγονός ότι οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις δεν πληρούν τα τραπεζικά κριτήρια, το 16% σε λόγους βιωσιμότητας, το 14% σε αρνητική συναλλακτική συμπεριφορά (Τειρεσίας, άλλα κόκκινα δάνεια εντός ή εκτός της ίδιας τράπεζας) και το υπόλοιπο ποσοστό περιλαμβάνει πολλές πιθανές αιτίες, όπως η κακή εικόνα και σχέση που έχει η επιχείρηση με το κατάστημα που συνεργάζεται, μεγάλες υποχρεώσεις προς προμηθευτές και εργαζομένους, δικαιολογητικά που δεν υποβάλλονται κά.
Πιστωτικά κριτήρια
Σε ό,τι αφορά στα πιστωτικά κριτήρια και τη βιωσιμότητα, ένας σημαντικός παράγοντας και σημείο αντιπαράθεσης είναι το κατά πόσο οι ισολογισμοί των επιχειρήσεων αντικατοπτρίζουν την πραγματική τους κερδοφορία. Από τη μία, για παράδειγμα, εμφανίζονται ζημιογόνες επιχειρήσεις επί σειρά χρήσεων και από την άλλη να αντέχουν επί μια δεκαετή κρίση χρέους και μιας πανδημίας. Εδώ υπονοείται ότι κάποιο μέρος των εσόδων που κρύφτηκε τα προηγούμενα χρόνια δεν διευκολύνει τώρα τις ίδιες τις επιχειρήσεις να δανειοδοτηθούν και να πάρουν μέρος στην ανάκαμψη της οικονομίας.
Ζήτηση για δάνειο
Έκθεση SAFE δείχνει ότι από το σύνολο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, το 2020 υπέβαλαν αίτηση για νέο δάνειο το 49%. Από τις αιτήσεις που υποβλήθηκαν, το 20% απορρίφθηκε και ένα ακόμα περίπου 20% ικανοποιήθηκε μερικώς. Αν, όμως, σε αυτά τα ποσοστά προσθέσουμε τα δάνεια που απορρίφθηκαν από τις ίδιες τις επιχειρήσεις λόγω ασύμφορων όρων μαζί με εκείνες που είχαν “κολλήσει” στο στάδιο της εξέτασης, τότε το ποσοστό απόρριψης ανεβαίνει γύρω στο 70%. Κι αν περιορίσουμε το δείγμα στις μικρότερες επιχειρήσεις εκεί ίσως πλησιάζει το 80%.
Είδος αναγκών. Ρωτώντας τις τράπεζες για τα ποσοστά απόρριψης, αυτά εκτιμώνται σε μικρότερα ποσοστά, επισημαίνοντας ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερη ζήτηση για δάνεια που αφορούν βιώσιμες επενδύσεις. Η ζήτηση προέρχεται κυρίως για κάλυψη αναγκών ρευστότητας και αναχρηματοδότησης παλαιότερων οφειλών. Πράγματι, η έκθεση SAFE παρουσιάζει το 51% του συνόλου των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα να μην ζήτησε δάνειο.
Απροθυμία δανεισμού
Σύμφωνα με τη SAFE, οι λόγοι για τους οποίους το 51% δεν προτίμησε τον τραπεζικό δανεισμό οφείλεται στο φόβο της απόρριψης (12%), κάτι που στις συζητήσεις λαμβάνεται στα ποσοστά αποκλεισμού από τον τραπεζικό δανεισμό. Επίσης, ένα 14% δεν είχε τα απαραίτητα εσωτερικά (ίδια κεφάλαια) για να ζητήσει δάνειο, ενώ το 24% επικαλείται άλλους λόγους. Οι λόγοι της απροθυμίας των επιχειρήσεων να ζητήσουν δάνειο, σύμφωνα με τη SAFE, κατά 40% οφείλονται στο γεγονός ότι οι ίδιες οι μικρομεσαίες δεν θεωρούσαν ότι έχουν ανάγκη για δάνειο. Ο επόμενος ανασταλτικός παράγοντας είναι το υψηλό κόστος δανεισμού (5,8% στην Ελλάδα έναντι 2,8% στην Ε.Ε. κατά μέσο όρο). Ένα ποσοστό 9% της απροθυμίας των επιχειρήσεων οφείλεται σε ανεπαρκείς εξασφαλίσεις και στη γραφειοκρατία (4%). Το ποσοστό του 40% που δεν θεωρούσε ότι έχει ανάγκη για δάνειο επιβεβαιώνει σε μεγάλο βαθμό την εκτίμηση των τραπεζών ότι δεν υπήρχε ουσιαστική ζήτηση για δάνειο με στόχο την ανάπτυξη ή την επένδυση. Η έκθεση SAFE παρουσιάζει το 27% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων να προτιμά τις επιδοτήσεις από τον τραπεζικό δανεισμό και ένα ακόμα 42% να χρηματοδοτείται από φίλους, συγγενείς, συνεργάτες, προμηθευτές, κλπ.
Ρευστότητα και επιχειρήσεις
Οι μεγάλες αποπληρωμές δανείων τόσο το 2020 όσο και το 2021 που συνεχίζονται προήλθαν σε μεγάλο βαθμό από τις επιστρεπτέες προκαταβολές και τα άλλα μέτρα στήριξης (συνολικά περίπου 20 δισ.), τον τζίρο της τουριστικής περιόδου (κυρίως φέτος) και τις εκδόσεις εταιρικών ομολόγων από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, αντικαθιστώντας τραπεζικό δανεισμό.