Πάρα πολύ µικρές επιχειρήσεις, οι µισές εκ των οποίων δεν απασχολούν κανέναν εργαζόµενο παρά µόνο ντον ιδιοκτήτη τους, αποτελούντο ν πυρήνα της εγχώριας µικρο µεσαίας επιχειρηµατικότητας, µε την πλειονότητα να δραστηριοποιείται σε κλάδους χαµηλής προστιθέµενης αξίας και χαµηλής παραγωγικότητας. Eµποροι, επιχειρηµατίες στον κλάδο της εστίασης καθώς και ελεύθεροι επαγγελµατίες καταλαµβάνουν διαχρονικά µεγάλο µέρος στον χάρτη του εγχώριου επιχειρείν, ενώ αντιπροσωπεύουν ένα είδος επιχειρηµατικότητας που συνήθως έχε ιένα περιορισµένο βαθµό εξωστρέφειας και είναι αρκετά ευάλωτο σε «κρίσεις».
Οπως αποτυπώνουν τα προσωρινά στοιχεία που δηµοσίευσε χθες η ΕΛΣΤΑΤ, για τη δηµογραφία των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, το 2020, χρονιά επέλασης της πανδηµίας του κορωνοϊού, ο αριθµός των ενεργών επιχειρήσεων ξεπέρασε το 1 εκατοµµύριο και ανήλθε σε 1.012.019 από 984.001 το 2019. Από αυτές, σχεδόν 6 στις 10 επιχειρήσεις, δηλαδή 595.378, δεν απασχολούν κανέναν εργαζόµενο. Πρόκειται δηλαδή για ατοµικές επιχειρήσεις, τις οποίες και «τρέχουν» οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες. Λιγότερες επιχειρήσεις, δηλαδή περίπου 321.156, απασχολούν 1-4 εργαζοµένους, ενώ ακόµη λιγότερες, ήτοι 49.340, είναι οι επιχειρήσεις που απασχολούν από 5-9 εργαζοµένους. Τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύουν πως από το σύνολο των ενεργών επιχειρήσεων, το 95% ή 965.874 απασχολούν από 0-9 εργαζοµένους, δηλαδή πρόκειται για πολύ µικρές επιχειρήσεις. Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν εκ νέου κάποιες από τις« πληγές» της ελληνικής επιχειρηµατικότητας, πληγές που δεν αποτελούν απότοκο των κρίσεων αλλά είναι διαχρονικές. Εδώ και πολλά χρόνια, δραστηριοποιείται στην Ελλάδα ένας µεγάλος αριθµός πολύ µικρών επιχειρήσεων, µε χαµηλή παραγωγικότητα, µε αρκετά περιορισµένο βαθµό εξωστρέφειας και µε υστέρηση –αναλογικά µε άλλες ευρωπαϊκές χώρες– σε τεχνολογία και καινοτοµία. Αυτού του µεγέθους οι επιχειρήσεις συνήθως δεν υλοποιούν εύκολα µεγάλες παραγωγικές επενδύσεις, ιδίως σε περιόδους κρίσεων, ενώ δραστηριοποιούνται σε χαµηλής προστιθέµενης αξίας κλάδους που δεν τους επιτρέπουν να είναι ανταγωνιστικές.
Οι πολυεθνικές
Ενώ ο αριθµός των θυγατρικών των ξένων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα είναι σηµαντικά µικρός –λαµβάνοντας υπόψη το σύνολο των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στη χώρα– καθοριστική φαίνεται να είναι η συµβολή τους στην ελληνική οικονοµία. Σύµφωνα µε στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι συγκεκριµένες επιχειρήσεις το 2020 αντιπροσώπευαν µόλις το 0,5% του συνόλου των επιχειρήσεων, ενώ ο τζίρος τους την ίδια χρονιά έφτασε στα 46,1 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 19,4% του συνολικού τζίρου. Το 2020 δραστηριοποιήθηκαν συνολικά 3.691 τέτοιες επιχειρήσεις, οι οποίες απασχόλησαν το ίδιο έτος σχεδόν το 8% του συνολικού αριθµού των απασχολουµένων σε αυτές µε δραστηριότητα στην Ελλάδα. Η αξία παραγωγής και η ακαθάριστη προστιθέµενη αξία για τις συγκεκριµένες επιχειρήσεις ανήλθαν στα 27,9 δισ. και 10,7 δισ. ευρώ, αντίστοιχα, ποσά που αντιπροσωπεύουν το 19,6% της συνολικής αξίας παραγωγής και το 22,8% της συνολικής ακαθάριστης προστιθέµενης αξίας. Το 2020 πραγµατοποίησαν ακαθάριστες επενδύσεις σε υλικά αγαθά 1,48 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 20,5% του συνόλου των επενδύσεων, ενώ δαπάνησαν 6 δισ. ευρώ για αµοιβές προσωπικού, ποσό που αντιστοιχεί στο 20,6% των συνολικών δαπανών για αµοιβές των εργαζοµένων από τις επιχειρήσεις. Μεγαλύτερη είναι η παρουσία στην Ελλάδα επιχειρήσεων µε έδρα την Κύπρο, το Ηνωµένο Βασίλειο, την Ολλανδία, το Λουξεµβούργο, τη Γερµανία κ.α. Ειδικότερα, οι αλλοδαπές συνδεόµενες επιχειρήσεις, που είχαν τελική θεσµική ελέγχουσα µονάδα µε έδρα την Κύπρο, αποτελούν το 44,5% του συνόλου των συνδεόµενων αλλοδαπών επιχειρήσεων, ενώ ο κύκλος εργασιών τους φθάνει τα 6,7 δισ. ευρώ. Βέβαια, κάποιες από αυτές ενδέχεται να είναι ελληνικών συµφερόντων που επέλεξαν να έχουν έδρα την Κύπρο για φορολογικούς λόγους.
πηγη: moneyreview.gr