Παρασκευή
22
Νοέμβριος
TOP

Η επιστήμη της ιατρικής και η δύναμη της πίστης στον καιρό της πανδημίας

«Η πίστις σου σέσωκέ σε»

           Μαρκ. Χ,52

«Ταράσσει τους ανθρώπους, ου τα πράγματα, αλλά περί των πραγμάτων δόγματα»

                                       Επίκτητος

«Το να τα πιστεύομε όλα ή να αμφιβάλομε για όλα, είναι εξίσου άνετες λύσεις που μας γλυτώνουν από την σκέψη»

                                         Ανρί Πουανκαρέ

Γράφει ο Γιώργος Δημητρούλιας

Εκδότης «το Αντίδοτο», τέως δημοτικός σύμβουλος Καλαμάτας

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, πως το κάθε φαινόμενο και το κάθε γεγονός, ακόμα και αυτού που θεωρείται ανερμήνευτο, είναι ζήτημα ερμηνείας. Από το πως βλέπουμε τα πράγματα, από το χρώμα που θα φωτίσει τα γεγονότα, εξαρτάται και η εντύπωση που θα προκαλέσουν. Η πηγή αυτού του φωτισμού βρίσκεται μέσα μας και δεν είναι άλλη από την κοσμοθεωρία και την κοσμοερμηνεία που πρεσβεύουμε.

Η αλήθεια δεν είναι πάντα κάτι το αυτόφωτο, αλλά εμείς θα πρέπει να την φωτίζουμε για να την διακρίνουμε. Και δεν φταίει η αλήθεια που εξαιτίας μας παραμένει στην σκιά. Ο άνθρωπος βουτηγμένος μέσα στην σκιά της αμάθειας και του ψέματος δεν την βλέπει, όσο και αν σκοντάφτει πάνω της.

Όταν ο άνθρωπος φτάσει μπροστά σε ένα αδιέξοδο, όπως της επιδημίας του κορονοϊού που ζούμε σήμερα, χρησιμοποιεί το κάθε μέσον για να λυτρωθεί. Για να αποφύγει την αρρώστια και τον θάνατο, επικαλείται την βοήθεια των ανθρώπων, των θεών και των δαιμόνων ακόμη. Ακόμη μπορεί και να δεχθεί αδιαμαρτύρητα διάφορα βιολογικά, ιατρικά, κοινωνικά ή άλλα μέτρα προκειμένου να ξεπεράσει αυτό το αδιέξοδο. Γιατί στην επίγνωση των «πεπερασμένων» ορίων της ζωής και στην τελική συνθηκολόγηση και συνδιαλλαγή με την φυσική νομοτέλεια, βρίσκεται το μεγαλείο της αθλιότητάς του.

Η Μαγική και Ιερατική ιατρική.

Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης οδήγησε τον άνθρωπο στην αναζήτηση της θεραπείας του από την αρρώστια και τον πόνο και επειδή αδυνατούσε τον αρχαίο καιρό εκείνο να αντιμετωπίσει το συγκεκριμένο πρόβλημα στο φυσικό του περιβάλλον, το μετατόπισε από την γη στον ουρανό. Στους θεούς εναπόθεσε την κάθε ελπίδα της γιατρειάς του και την κάθε φροντίδα για την διατήρηση της υγείας του. Ο Κικέρων μας λέει πως η ιατρική τέχνη προέκυψε από την επινόηση των αθανάτων θεών.

Με τα χρόνια, ορισμένα πρόσωπα απόχτησαν και μια ορισμένη αποστολή, την αποστολή του θεραπευτή. Αφού όμως οι θεοί ήταν η πηγή κάθε θεραπείας , ήταν επόμενο και τα πρόσωπα αυτά, που είχαν σαν αποστολή την θεραπεία της αρρώστιας, να κατέχουν μια δύναμη απόκρυφη και θεϊκή, να είναι ιερά. Βλέπουμε λοιπόν την θρησκεία και την ιατρική να συμπορεύονται και να γίνονται κτήμα μιας τάξης, των ιερέων, οι οποίοι τις θεωρούν απόρρητες και διαφυλάνε τα μυστικά τους με επιμέλεια μέσα στα άδυτα των Ναών.

Ο Will Durant στο μνημειώδες έργο του «Παγκόσμιος Ιστορία του Πολιτισμού» αναφέρει πως «Οι θεραπευτικές μέθοδοι των πρωτογόνων ιατρών είναι θεαματικότερες από τις μεθόδους των σύγχρονων διαδόχων τους, που είναι πολύ περισσότερο πολιτισμένοι. Για να τρομάξουν το κακό πνεύμα, φορούσαν τρομερές μάσκες και δέρματα ζώων, ούρλιαζαν, χειρονομούσαν, χτυπούσαν τα χέρια, θορυβούσαν και προσπαθούσαν να εκβάλλουν το δαιμόνιο με την βοήθεια ενός μακρουλού σωλήνα. Όπως λέγανε, άλλωστε, «η φύση θεραπεύει την ασθένεια και το φάρμακο διασκεδάζει τον άρρωστο». Οι Μπορόροι της Βραζιλίας, προώθησαν την επιστήμη σε ψηλότερη βαθμίδα, με το να δίνουν στον πατέρα να πιεί το φάρμακο για να θεραπευθεί το παιδί του. Και σχεδόν πάντοτε, το παιδί πήγαινε καλύτερα».

Το Ελληνικό Πνεύμα στην Ιατρική και τα Ασκληπιεία.

Οι Έλληνες έβαλαν τα θεμέλια των επιστημών και ο Ασκληπιός «συνέστησεν  επιστημόνως την ιατρικήν» (Πλατ. Συμπ. ΙΒ186). Η φαρμακευτική και θεραπευτική των Ελλήνων της αρχαίας προϊπποκρατικής περιόδου δεν ήταν καθόλου ένα αντίγραφο αιγυπτιακό. Το καθαρό και ελεύθερο πνεύμα των Ελλήνων στηρίχτηκε κυρίως στην προσωπική έρευνα και την φιλοσοφική παρατήρηση, σε αντίθεση με το θεοκρατικό και καταδυναστικό πνεύμα των Αιγυπτίων που το δέσμευε ο στεγνός εμπειρισμός.

Σε όλη την διάρκεια της ιπποκρατικής περιόδου, στην Αλεξανδρινή ή ελληνιστική περίοδο, στην ρωμαϊκή περίοδο (από το 146 π.χ. όπου η Ελλάδα πέρασε κάτω από την κυριαρχία της Ρώμης μέχρι το 395 μ.χ. που το Ρωμαϊκό κράτος χωρίστηκε σε ανατολικό – Βυζαντινό και δυτικό) και μέχρι την εξάπλωση των τούρκων κατακτητών, η ανοδική πορεία της ελληνικής ιατροφαρμακευτικής επιστήμης, δεν ανακόπηκε ούτε για μια στιγμή.

Ο πρώτος «ιήτηρ, αλεξίκακος και νουσολύτης» θεός ήταν ο Απόλλων, η ηλιακή θεότητα και γιος του Δία. Ο γιος του, ο Ορφέας μπορούσε με τα τραγούδια της λύρας του να γιατρεύει αρρώστους και να ανασταίνει νεκρούς, όπως ανάστησε την Ευρυδίκη. Η Αθηνά ήταν θεά της υγείας και προστάτιδα των οφθαλμών. Η Άρτεμις ήταν προστάτιδα των επιτόκων. Η Ελληνική μυθολογία αναφέρει ένα πλήθος θεών, ημίθεων και ηρώων που προστάτευαν την υγεία και θεράπευαν τις αρρώστιες. Με την εξάπλωση του χριστιανισμού, πολλοί Άγιοι, αντικατέστησαν τα πρόσωπα εκείνα του μύθου στην θεραπευτική τους αποστολή.

Ο Ασκληπιός θεωρείται ισόθεος και κυρίως με αυτήν την θεότητα είναι δεμένη η ελληνική ιατρική. Ο Ασκληπιός είχε τέτοια μεγάλη ακτινοβολία, που έγινε αρχηγός της ιατρικής οικογένειας, των Ασκληπιαδών και το όνομά του πήραν όλα τα ιερά – ιατρικά κέντρα, τα Ασκληπιεία. Αυτά ήταν χτισμένα σε κάποια απόσταση από τις πόλεις, σε υγιεινά υψώματα, κοντά σε πηγές, ιαματικές, μέσα σε δάση ώστε η όμορφη πράσινη φύση να γαληνεύει την ψυχή και να αναπτερώνει το ηθικό του αρρώστου (Παυσαν. Β 27,4). Οι ιερείς των Ασκληπιείων που ασκούσαν την ιατρική, ήταν συγχρόνως και οι διερμηνείς του Θεού.

Πίστη και Θαύματα στο Βυζάντιο.

Το μεσαιωνικό Βυζάντιο στάθηκε πρωτοπόρο στην κρατική οργάνωση νοσοκομείων (:ξενώνες) και την ομαδική περίθαλψη των λαϊκών τάξεων (γηροκομεία, βρεφοκομεία, πτωχοκομεία κ.ά.).

Στον χώρο της βυζαντινής κυριαρχίας και επιρροής, η πίστη στις θαυματουργικές ιδιότητες των εικόνων, των εμβλημάτων, των οστών και όλων των αντικειμένων που σχετίζονται με τον Θεό ή τους αγίους, ήταν απεριόριστη. Το Βυζάντιο έδωσε χριστιανικό χαρακτήρα σε όλη εκείνη την «θαυματουργία» των τελευταίων αιώνων της Ρωμαϊκής ειδωλολατρίας. Οι άρρωστοι, αντί να πηγαίνουν στα Ασκληπιεία, πήγαιναν τώρα στις εκκλησίες  του αρχάγγελου Μιχαήλ, του αγίου Παντελεήμωνος, του ευαγγελιστή Λουκά, των  αγίων Κοσμά και Δαμιανού. «Το «παλλάδιο» έχει αντικατασταθεί από τον μανδύα της Παρθένου ή τα οστά κάποιου αγίου και θαύματα εξακολουθούν να σώζουν ιερά φρούρια», γράφει ο Steven Runciman στο έργο του «Βυζαντινός Πολιτισμός».

Η πίστη στην ύπαρξη του Θεού και στην θεία πρόνοια είναι η αφετηρία για την θρησκευτική ερμηνεία του θαύματος. Ο Θεός «ο ποιών θαυμάσια μόνος» επεμβαίνει σε ειδικές περιπτώσεις πάνω στην τροχιά των αιωνίων και αμετάβλητων φυσικών νόμων. Το θαύμα είναι το προνόμιο του Θεού. Η παρέμβαση αυτή του Θεού στην δημιουργία δεν είναι παρά μια καινούργια δημιουργία.

Το θρησκευτικό θαύμα, στις περιπτώσεις θεραπείας, έχει σκοπό να ανακουφίσει τον άνθρωπο από την οδύνη και να ελκύσει στην πίστη τους αδιάφορους και τους άπιστους. Αλλά και γενικότερα το θαύμα μέσα στον θρησκευτικό χώρο, αποβλέπει σε σκοπούς προσηλυτιστικούς και διαφωτιστικούς σχετικά με την ανεκτίμητη δύναμη της πίστεως.

Μια σύγχρονη επιστημονική θέση.

Ένας συγγενής μου, διάσημος χειρούργος ογκολόγος  στις ΗΠΑ, που στα τελευταία του χρόνια ασχολείτο με φιλοσοφικά ζητήματα, μου έλεγε ότι οι περισσότερες σοβαρές παθήσεις σήμερα είναι «ψυχοσωματικές», δηλαδή παρουσιάζουν σωματικά συμπτώματα που οφείλονται σε ψυχικές αιτίες. Στις περιπτώσεις αυτές, κάτω από την συγκλονιστική επίδραση ενός σπουδαίου γεγονότος, ένας ισχυρός ψυχικός κραδασμός «αποδεσμεύει» τις συγκινήσεις που αποτελούσαν και την ψυχογενή αιτία της παθήσεως και το άτομο θεραπεύεται.

Ο θεραπευτικός ψυχικός κραδασμός χρειάζεται δύο βασικούς παράγοντες για να συντελεσθεί:  α) την απεριόριστη πίστη του αρρώστου και β) το αντικείμενο (εικόνα, ναός, άγια λείψανα, κ.ά.) ή το πρόσωπο (άγιος, θεραπευτής, ιατρός) που θα επηρεάσει τον ψυχισμό του αρρώστου και θα διεγείρει μέσα του την πίστη. Γιατί βασικά, η πίστη είναι εκείνη που θαυματουργεί. Η ανθρώπινη ψυχή διαθέτει εκπληκτικές ικανότητες. Το θαύμα δεν προκαλεί αντίφαση προς την τάξη της φύσης, αλλά οι ανεξερεύνητες ικανότητες των ατόμων το πραγματοποιούν. Το είπε άλλωστε και ο Άγιος Αυγουστίνος: «Το θαύμα δεν έρχεται σε αντίθεση με την Φύση, αλλά με όσα ξέρουμε για την Φύση. Και ξέρουμε ακόμα τόσα λίγα».

Μερικές συμπερασματικές σκέψεις.

Πέρα λοιπόν από ιούς και αρρώστιες, είναι άξιο προσοχής το ότι όλες οι θεωρίες που φιλοδόξησαν να εξηγήσουν το θρησκευτικό «θαύμα» συγκλίνουν σε ένα και μοναδικό σημείο: για να επιτελεσθεί το θαύμα και η θεραπεία της αρρώστιας, πρέπει να ενυπάρχει στο άτομο η απόλυτη και απεριόριστη πίστη ότι το θαύμα θα γίνει. Η αφετηρία λοιπόν και η πηγή της θαυματουργικής ιάσεως βρίσκεται ουσιαστικά μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο και όχι έξω από αυτόν. Μονάχα η ίδια του η πίστη μπορεί να κάνει το θαύμα της θεραπείας, γιατί «το θαύμα είναι και παραμένει πάντα το αγαπημένο παιδί της πίστεως», όπως λέει ο Γκαίτε στον Φάουστ. Κι ακόμα, γιατί «οι θεραπείες βρίσκονται μέσα μας κι εμείς τις αποδίδουμε στον Θεό» όπως θα μας πει ο Σαίξπηρ.

Ο Ιπποκράτης έγραφε: «Σε τρία πράγματα αναφέρεται η ιατρική τέχνη: στην νόσο, στον νοσούντα και στον γιατρό. Ο γιατρός είναι υπηρέτης της ιατρικής. Ο άρρωστος πρέπει μαζί με τον γιατρό να εναντιώνεται προς την νόσο» (Επιδ. α’ 6). Και πιο κάτω: «Η ψυχή του ανθρώπου αυξάνει και θάλλει συνεχώς μέχρι τον θάνατο. Φθείρεται δε όταν πυρέσσει με την νόσο» (Επιδ. στ’ 5).

Η ψυχή του ανθρώπου είναι μια απροσπέλαστη άβυσσος. Ο μηχανισμός της λειτουργίας της σκοτεινός. Ο Ηράκλειτος πρώτος είχε επισημάνει τον σκόπελο λέγοντας, πως, όποια κατεύθυνση και να πάρει κανείς, δεν θα βρει τα όρια της ψυχής, τόσο βαθιά είναι η έννοιά της. Μέσα όμως σε αυτήν την ψυχή, υπάρχουν όλες εκείνες οι απροσμέτρητες δυνάμεις, οι ικανές να επιτελέσουν το θαύμα. Όπως μέσα στην πνευματικότητα του ανθρώπου, η οποία οικοδομεί τον πολιτισμό, υπάρχουν όλα τα σπέρματα της λύτρωσής του από την δυναστευτική φυσική αναγκαιότητα. Γιατί όσο ο άνθρωπος ανεβαίνει πνευματικά και εξελίσσεται, τόσο περισσότερο γίνεται γνώστης και κάτοχος των φυσικών νόμων. Εξάλλου κατά τον V. Hugo «Το απροσδόκητο, πρέπει να είναι η προσδοκία της επιστήμης».