Δύο δανειολήπτες ζητούν από την ίδια τράπεζα στεγαστικό δάνειο για την αγορά κατοικίας, ίδιων τετραγωνικών μέτρων, ίδιου ορόφου, ίδιου έτους κατασκευής και στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο. Και οι δύο λαμβάνουν στεγαστικό δάνειο σταθερού επιτοκίου για διάρκεια 20 ετών. Ο πρώτος, με επιτόκιο 2,5% και ο δεύτερος με 5%. Η διαφορά στο επιτόκιο εξηγείται από το γεγονός ότι το πρώτο ακίνητο ήταν ενεργειακά αποδοτικό και φιλικό προς το περιβάλλον, ενώ το δεύτερο δεν πληρούσε τα κριτήρια για να θεωρηθεί “πράσινο”.
Αυτό το παράδειγμα δεν αντιπροσωπεύει κάτι ιδεατό ή κάτι μακρινό. Ήδη συμβαίνει, αλλά τα επιτόκια πολλών ταχυτήτων, τόσο στα δάνεια όσο και στις επενδύσεις, θα γίνουν πιο εμφανή το 2022, όταν τεθούν σε ισχύ και τα νέα εποπτικά μέτρα της ΕΚΤ και του SSM σχετικά με την κλιματική αλλαγή.
Ήδη, οι τράπεζες προχωρούν σε επανατιμολόγηση των χρηματοδοτικών και επενδυτικών προϊόντων βάσει του βαθμού έκθεσης σε περιβαλλοντικούς κινδύνους που έχει κάθε στοιχείο του ενεργητικού και του παθητικού τους. Πρόκειται για μια δύσκολη άσκηση, καθώς θα πρέπει να ποσοτικοποιηθούν ποιοτικά χαρακτηριστικά και να προσαρμόσουν όλα τα μοντέλα πιστωτικού κινδύνου βάσει των κατευθυντήριων γραμμών που έστειλε η ΕΚΤ μέσα στο πρώτο εξάμηνο του έτους.
Τετράμηνος μαραθώνιος
Από Σεπτέμβριο μέχρι το τέλος του έτους, στελέχη της ΕΚΤ και επόπτες από τη Φρανκφούρτη θα βρίσκονται σε συνεχή επικοινωνία με τις ελληνικές τράπεζες προκειμένου να έχουν γίνει όλες οι προσαρμογές μέχρι 31 Δεκεμβρίου. Στόχος, οι ελληνικές τράπεζες να πάρουν μέρος στα πανευρωπαϊκά στρες τεστ το 2022, τα οποία θα περιλαμβάνουν δοκιμασίες αντοχής και για την κλιματική αλλαγή. Επιπλέον, η ΕΚΤ από φέτος προτιμά πράσινα εταιρικά ομόλογα για να τα δέχεται ως ενέχυρο ώστε να δανείζει τις τράπεζες, ενώ από το 2023 θα εστιάσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων σε πράσινους τίτλους. Αυτό πρακτικά σημαίνει νέα δεδομένα και κόστη για τη ρευστότητα των τραπεζών και το κόστος κεφαλαίων τους, στην περίπτωση που δεν έχουν επαρκές χαρτοφυλάκιο πράσινων εταιρικών και κρατικών ομολόγων.
Το κόστος
Μία παράπλευρη επίπτωση, αλλά βραχυπρόθεσμη, όπως σημειώνουν στελέχη της ΕΚΤ, είναι η αύξηση του κόστους για τράπεζες και επιχειρήσεις. Το κόστος αυτό προκύπτει από δύο μέρη:
Το πρώτο εξαρτάται από τη σύνθεση των κεφαλαίων τους και της έκθεσής τους σε περιβαλλοντικούς κινδύνους. Εκτιμάται ότι πάνω από το 30% των ευρωπαϊκών τραπεζών έχουν σοβαρή έκθεση σε περιβαλλοντικούς κινδύνους και θα πρέπει να αναθεωρήσουν τις προβλέψεις τους.
Το δεύτερο εξαρτάται από το κόστος της μετάβασης, δηλαδή από την προσαρμογή των συστημάτων, της κουλτούρας, των πολιτικών, των διαδικασιών και την ανάπτυξη συστημάτων μέτρησης και παρακολούθησης. Ωστόσο, μελέτη της ΕΚΤ έδειξε ότι το κόστος της αδράνειας θα είναι μεγαλύτερο από εκείνο της μετάβασης.
Δυσκολίες
Μία ακόμα δυσκολία αποτελεί το γεγονός ότι οι τράπεζες, ενώ έχουν υιοθετήσει κριτήρια και αρχές ESG (περιβάλλον, κοινωνία, διακυβέρνηση), δεν έχουν πλήρως κατανοήσει και δημιουργήσει πολιτικές, στρατηγικές, δείκτες μέτρησης και στοχοθεσίας. Αυτό προέκυψε από το πρώτο τεστ αυτοαξιολόγησης που ζήτησε η ΕΚΤ από τις ευρωπαϊκές τράπεζες στις αρχές του έτους. Το τεστ έδειξε ότι μόνο το 3% των ευρωπαϊκών τραπεζών πληρούν το νέο πλαίσιο για τους κινδύνους σχετικά με την κλιματική αλλαγή και έχουν καθορίσει αντίστοιχα συστήματα μέτρησης και προσαρμογής και κατάταξης των κεφαλαίων τους.
Γιατί διαφορετικά επιτόκια
Η έκθεση σε μεγαλύτερους περιβαλλοντικούς κινδύνους μεταφράζεται σε υψηλότερες προβλέψεις και υψηλότερο κόστος κεφαλαίων για τις τράπεζες. Έτσι, είτε θα περιορίζονται χορηγήσεις προς μη πράσινες επενδύσεις είτε θα δίνονται με υψηλά επιτόκια. Από την άλλη, η χρηματοδότηση πράσινων επενδύσεων και η αγορά πράσινων ομολόγων θα μειώνει το κόστος του ρίσκου, δηλαδή θα απελευθερώνει κεφάλαια, θα βελτιώνει τον δείκτη εποπτικών κεφαλαίων, τη ρευστότητα και την κερδοφορία τους. Για τον λόγο αυτό οδηγούνται σε διαφοροποίηση επιτοκίων ανάλογα με το πόσο πράσινο είναι ένα δάνειο ή πόσο πράσινη είναι μια επένδυση.
Από το ESG, στο “Ε”
Το όλο εγχείρημα γίνεται ακόμα πιο πιεστικό, ύστερα από τις πυρκαγιές στην Ελλάδα, τις πλημμύρες στη Γερμανία και την πανδημία του COVID, που, όπως σημείωσαν την περασμένη εβδομάδα μέλη και οικονομολόγοι της ΕΚΤ, καθιστούν την πράσινη μετάβαση και τη μέτρηση των κινδύνων πιο επιτακτική. Λόγω των στενών χρονικών περιθωρίων και της πολυπλοκότητας σε τεχνικό και πρακτικό επίπεδο, ΕΚΤ και Κομισιόν διατηρούν την προσήλωση και την έμφαση στα κριτήρια ESG, δηλαδή όσα έχουν θετικό περιβαλλοντικό και κοινωνικό αποτύπωμα, με κριτήρια διαφάνειας και λογοδοσίας. Επειδή, όμως, η μέτρηση και η ταξινόμηση των τριών κριτηρίων ταυτόχρονα γίνονται πιο περίπλοκες, αποφασίστηκε να δοθεί έμφαση στο “πράσινο”, δηλαδή στο “Ε”, υπό την έννοια ότι κάτι “πράσινο” θα πρέπει να έχει και θετικό κοινωνικό αντίκτυπο και να υπακούει σε αυστηρά κριτήρια διακυβέρνησης. Με άλλα λόγια, το “Ε” περιλαμβάνει το “S” και το “G” στο νέο κανονιστικό περιβάλλον. Για παράδειγμα, μια επένδυση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν θα χαρακτηριστεί πράσινη, αν έχει αρνητική επίπτωση στην τοπική κοινωνία (π.χ. ανεργία, μείωση εισοδημάτων) ή υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής.
Μία επιπλέον προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα της πράσινης μετάβασης είναι ο ορισμός του “Ε”. Κομισιόν και ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βρίσκονται σε εντατικές συζητήσεις ώστε να δημιουργήσουν την “πράσινη ταξινόμηση”(Green Taxonomy) που θα κατατάσσει τις πράσινες επενδύσεις και χρηματοδοτήσεις σε κατηγορίες και σε αντίστοιχους βαθμούς “πρασίνου”, λαμβάνοντας υπόψη και τα κριτήρια “S” και “G”.
Πράσινα ομόλογα
Ενδεικτικό είναι το γεγονός, εντός της τελευταίας τριετίας, ότι τα επενδυτικά κεφάλαια στην Ευρώπη σε πράσινα ομόλογα διπλασιάστηκαν και ξεπέρασαν τα 600 δισ. ευρώ, ενώ το 2022 αναμένεται να ανέλθουν άνω του 1 τρισ. ευρώ. Η ρευστότητα και η ζήτηση αυτή κάνει την άντληση κεφαλαίων μέσω εκδόσεων πράσινων ομολόγων πιο εύκολη και πιο φθηνή. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το ελληνικό Δημόσιο ετοιμάζει την πρώτη έκδοση πράσινου ομολόγου. Όπως, επίσης, δεν είναι τυχαίες οι ολοένα και περισσότερες εκδόσεις εταιρικών πράσινων ομολόγων, όπως, για παράδειγμα, από Εθνική Τράπεζα, ΕΛΠΕ, ΔΕΗ, Μυτιληναίος, ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, ενώ ετοιμάζεται και η Τράπεζα Πειραιώς. Σε λίγο, αναμένεται να δούμε πράσινα ομόλογα και από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά και κίνητρα για εισαγωγή μετοχών στο Χρηματιστήριο από πράσινες εταιρείες, όλων των μεγεθών, με ειδικά κίνητρα που μελετά το υπ. Οικονομικών.