Στο κυνήγι των προσφορών ως ένα άλλο είδος κυνηγιού του θησαυρού επιδίδονται ολοένα και περισσότερο οι καταναλωτές στην Ελλάδα σε μια προσπάθεια να διασφαλίσουν τις πιο συμφέρουσες επιλογές για τον προϋπολογισμό τους σε ό,τι αφορά τα είδη σούπερ μάρκετ.
Μάλιστα, φέτος, περισσότερο από ποτέ οι καταναλωτές στην Ελλάδα γυρίζουν από σούπερ μάρκετ σε σούπερ μάρκετ, αλλάζουν δηλαδή το κατάστημα που συνήθως επισκέπτονταν, προκειμένου να βρουν τις καλύτερες προσφορές. Αυτή την τάση την εκδηλώνει το 29% των καταναλωτών, σύμφωνα με τα στοιχεία της NielsenIQ, ποσοστό που είναι το υψηλότερο που έχει καταγραφεί από την εταιρεία.
Σύμφωνα, άλλωστε, με έρευνα καταναλωτικών τάσεων που πραγματοποίησε το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και βασικά ευρήματά της παρουσίασε χθες ο καθηγητής κ. Γιώργος Δουκίδης στο πλαίσιο του 13ου Συνεδρίου του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), κυριότερη «επιθετική» πρακτική των καταναλωτών (σε ποσοστό 84%) είναι να κυνηγούν περισσότερο τις προσφορές και τις εκπτώσεις.
Το πόσο σημασία δίνουν οι καταναλωτές στις προσφορές αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι όπως επεσήμανε ο κ. Κώστας Αντιμησάρης, γενικός επιχειρησιακός διευθυντής του ομίλου METRO (My Market) στα προϊόντα που εντάχθηκαν στο «καλάθι του νοικοκυριού» καταγράφεται αύξηση τζίρου 60% – 70% σε σύγκριση με την περίοδο που δεν ήταν στο καλάθι, φαινόμενο που παρατηρείται γενικότερα όταν ένα προϊόν διατίθεται σε προσφορά.
Λιγότερα προϊόντα στο καλάθι
Άλλη «επιθετική» πρακτική είναι η αγορά φθηνότερων προϊόντων, όπως τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, το μερίδιο των οποίων διαμορφώνεται σύμφωνα με στοιχεία της IRI σε 16,1%, ενώ συμπεριλαμβανομένης και της Lidl, σε 23,6%, σύμφωνα με τα στοιχεία της NielsenIQ, ενώ αρκετοί περιορίζονται στην άμυνα, με το 67% να δηλώνει ότι αγοράζει λιγότερα προϊόντα. Στο δεκάμηνο του 2022 η μείωση του όγκου πωλήσεων στα σούπερ μάρκετ είναι 1,3%.
Σχεδόν 7 στους 10 (67%) δηλώνουν ότι αγοράζουν πλέον λιγότερα προϊόντα από το σούπερ μάρκετ, το 63% έχει μειώσει την κατανάλωση ρεύματος, το 44% αποφεύγει να κάνει αγορές για να έχει χρήματα σε περίπτωση ανάγκης, το 27% μαγειρεύει περισσότερο σε σύγκριση με πριν, κάτι που σημαίνει ότι θα μειώσει τα έξοδα για φαγητό εκτός σπιτιού, ενώ ένα 15% στοκάρει τρόφιμα και άλλα είδη σούπερ μάρκετ για το επόμενο χρονικό διάστημα.
Παρά τις παραπάνω πρακτικές που υιοθετούν τα νοικοκυριά, συχνά, καθώς φαίνεται, το διαθέσιμο εισόδημα δεν επαρκεί για την κάλυψη των εξόδων. «Η ελληνική οικογένεια ξοδεύει 25% πάνω από το εισόδημά της», υποστήριξε χθες ο κ. Δουκίδης, κάτι που σημαίνει ότι χρησιμοποιεί τις αποταμιεύσεις, φτάνει στα όρια τις πιστωτικές κάρτες ή κυκλοφορεί αρκετό «μαύρο χρήμα». Παρόμοια στοιχεία τελευταία σε έρευνες καταναλωτικών τάσεων και στις ΗΠΑ, ενώ ο ίδιος επεσήμανε την αύξηση του ποσοστού στο 25% από 10% πέρυσι.
Κερδοσκοπία βλέπουν οι καταναλωτές
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αντίληψη που έχουν οι καταναλωτές για τις αιτίες της ακρίβειας, αντίληψη η οποία έρχεται σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται η κυβέρνηση περί εισαγόμενης, αποκλειστικά, ακρίβειας. Το 84% θεωρεί ότι βασική αιτία είναι η κερδοσκοπία, το 66% αποδίδει τις ανατιμήσεις στο κόστος ενέργειας, το 36% στην άνοδο των τιμών των πρώτων υλών και μόλις το 28% στον πόλεμο στην Ουκρανία. Ένα μεγάλο ποσοστό των καταναλωτών, 42%, θεωρεί βασική αιτία των υψηλών τιμών τους συντελεστές ΦΠΑ με τις οποίες επιβαρύνονται τα αγαθά και οι υπηρεσίες στην Ελλάδα.
Η αντίληψη περί κερδοσκοπίας ως βασικής αιτίας των ανατιμήσεων συνδέεται πιθανόν και με το φαινόμενο της ακαμψίας των τιμών που παρατηρείται στην Ελλάδα. Ερωτηθείς στο ίδιο συνέδριο ο γενικός γραμματέας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή κ. Σωτήρης Αναγνωστόπουλος να εκτιμήσει πότε αναμένεται αποκλιμάκωση των τιμών δήλωσε χαρακτηριστικά: «Η οικονομική ιστορία έχει αποδείξει ότι οι τιμές δεν επιστρέφουν ποτέ στο σημείο από το οποίο ξεκίνησαν. Αυτό ονομάζεται στην οικονομική επιστήμη ακαμψία των τιμών προς τα κάτω. Μερικώς όταν παρέλθει αυτή η κρίση και εξομαλυνθεί η κατάσταση στην Ουκρανία, κάτι που δεν φαίνεται πολύ σύντομα, θα έχουμε μια εξομάλυνση των τιμών και ένα κομμάτι των ανατιμήσεων θα υποχωρήσει σε χαμηλότερα επίπεδα τιμών. Δε θα μπορέσουμε όμως ποτέ να φτάσουμε τα επίπεδα τιμών προ αυτής της κρίσης, του Ιουνίου 2021 δηλαδή όποτε και ξεκίνησε ο κύκλος πληθωριστικός πιέσεων εξαιτίας του ανοίγματος της αγοράς μετά την Covid 19».
πηγη moneyreview.gr