Ο ιστορικός Τάσος Σακελλαρόπουλος γράφει για τη μεγάλη Ελληνίδα συγγραφέα, τις προσωπικές της περιπέτειες και τα βιβλία της, για την έπαυλη της Κηφισιάς και την κληρονομιά των Μπενάκηδων.
Η αναζήτηση του ανθρώπινου ίχνους, της ανθρώπινης σκέψης, της ανθρώπινης ευαισθησίας και της δημιουργικότητας μέσα από ένα πλούσιο συγγραφικό έργο και μέσα από ένα εξαιρετικό και σπάνιο σπίτι φαντάζει ίσως απλό.
Είναι σύνθετο ωστόσο όταν χρειάζεσαι τα λόγια που πρέπει να νοηματοδοτήσουν την προσωπικότητα και το έργο της Πηνελόπης Στεφάνου Δέλτα, μια ολόκληρη οικογένεια όπως οι Μπενάκηδες, ένα σπίτι μάλλον μοναδικής αισθητικής και ισορροπίας αλλά και ένα Μουσείο, όπως το Μουσείο Μπενάκη.
Η Πηνελόπη Δέλτα γεννήθηκε το 1874 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, κόρη του Εμμανουήλ Μπενάκη και της Βιργινίας Χωρέμη, αδελφή της Αλεξάνδρας, του Αντώνη, της Αργίνης, του Αλέξανδρου και του Κωνσταντίνου. Το 1895 παντρεύτηκε τον Κωνσταντινουπολίτη Στέφανο Δέλτα (1863- 1947), βαθύτατα καλλιεργημένο άνθρωπο και στέλεχος στη συνέχεια των επιχειρήσεων του πατέρα της στην Αίγυπτο. Μητέρα τριών κορών, της Βιργινίας (Ζάννα), της Αλεξάνδρας (Παπαδόπουλου) και της Σοφίας (Μαυροκορδάτου).
Η ζωή της κινήθηκε σε δύο άξονες, ίσης θα λέγαμε δυναμικής. Ο ένας άξονας αφορούσε τη μεγαλοαστική κοινωνική θέση της, θέση που τίμησε σε φιλανθρωπικό επίπεδο όσο ελάχιστοι. Ο άλλος άξονας αφορά το σπουδαίο λογοτεχνικό της έργο, έργο που νοηματοδότησε ο πατριωτισμός σε μια δημιουργική και κριτική κατεύθυνση. Κατάφερε και ισορρόπησε μεταξύ των δύο αξόνων, πολλές φορές με συναισθηματικό κόστος, συχνά μεγάλο και καθοριστικό για την ψυχική της υγεία.
Θα λέγαμε ότι η λογοτεχνία αποτέλεσε το καταφύγιό της, απέναντι στον κομφορμισμό που κυριαρχούσε στην άρχουσα τάξη. Από την άλλη μεριά, όμως, χρειάζεται να σημειωθεί ότι η υψηλή κοινωνική της θέση τής έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσει προσωπικές σχέσεις φιλίας και αλληλοεκτίμησης με πολλά σημαντικά πρόσωπα της πολιτικής και του στρατού, ο οποίος στα χρόνια της Π.Σ. Δέλτα ήταν εθνικά και πατριωτικά κυρίαρχος στην κοινωνία.
Τα εθνικά μας παραμύθια
Μέσα από αυτές τις τόσο σύνθετες σχέσεις κατάφερε και με τα έργα της να δώσει σχήμα και φωνή σε πατριωτικά όνειρα κυρίαρχα σε όλες τις κοινωνικές τάξεις της εποχής. Κοντεύουν 85 χρόνια από τη συγγραφή του τελευταίου της έργου (1939, «Οι ρωμιοπούλες») και 115 από την έκδοση του πρώτου της έργου (1909, «Για την πατρίδα»). Σε αυτά τα χρόνια η Ελλάδα άλλαξε. Εξελίχθηκε πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά.
Τα έργα της συνέβαλαν στην αναγκαία ενοποιητική πορεία που χρειαζόταν η χώρα μετά τις εδαφικές επεκτάσεις των Βαλκανικών πολέμων και του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Βοήθησαν τα βιβλία της, έστω και έμμεσα, στις συντριβές και στα τραύματα δομικής φύσης, σε εθνικό πλαίσιο, όπως η Μικρασιατική Καταστροφή.
Η Π.Σ. Δέλτα δεν ασχολήθηκε με την περίοδο αυτή στα βιβλία της. Σε όλο τον Μεσοπόλεμο συνέχισε τον βαθύ διάλογο με την κοινωνία, κρατώντας ισχυρά τα πατριωτικά μηνύματα, μιλώντας μια γλώσσα που γοήτευε τους μικρούς αναγνώστες και τις μικρές αναγνώστριες, όπως και τους γονείς τους.
Προσπάθησε να δώσει πνοή στην ενίσχυση του ελληνικού φρονήματος και στις «νέες» περιοχές της χώρας, όπως η Μακεδονία, η οποία εντάχθηκε στον εθνικό κορμό το 1913 και στη συνέχεια υποδέχθηκε τους πρόσφυγες το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Παράλληλα, το έργο της απευθύνεται και στις υπό διαμόρφωση κοινωνίες των αστικών κέντρων της χώρας.
Ιδιαίτερο ρόλο στον γραπτό λόγο της έδωσε, ευφυώς, στα παιδιά. Δημιουργούσε σε κάθε βιβλίο, έναν νοητό κόσμο, στο βάθος της ιστορίας, γεμάτο από δράση, συναίσθημα, εθνική ελπίδα και κίνδυνο. Στον κόσμο της αυτόν, τα παιδιά αναγνώστες ταυτίστηκαν και γοητεύτηκαν, κυρίως επειδή αισθάνονταν ότι συμμετείχαν ενεργά σε κρίσιμες στιγμές της ελληνικής ιστορίας.
Άλλο στοιχείο ισχυρό στο έργο της είναι η ενεργή συμμετοχή των σκύλων, όπως η περίπτωση του βιβλίου «Μάγκας» (1935). Εκεί καταφέρνει και δίνει σκέψη, φωνή και πλούσιους συλλογισμούς σε ένα μικρό φοξ-τεριέ, το οποίο προσπαθεί να διορθώσει προσωπικές και κοινωνικές αδικίες.
Οι προσωπικές περιπέτειες
Στην προσωπική και οικογενειακή ζωή της τα πράγματα δεν είναι το ίδιο «λυμένα» όπως στα βιβλία της. Εκεί οι συνθήκες είναι αλλιώς και σε κάποιες περιπτώσεις ανολοκλήρωτες, όπως η (ανεπίσημη) σχέση της με τον Ίωνα Δραγούμη, η οποία απασχόλησε και απασχολεί ίσως ακόμη τους θαυμαστές της και όχι μόνον.
Σε γενικότερο πλαίσιο μετείχε μάλλον διακριτικά στην υψηλή κοινωνική ζωή της Αθήνας, διαθέτοντας δική της, έντονη και σαφή πολιτική επιλογή στο πλευρό του Ελευθέριου Βενιζέλου, της πολιτικής του, όπως και της Δημοκρατίας έναντι της βασιλείας.
Με την υπεροχή της περιουσίας του ισχυρώς φιλοβενιζελικού πατέρα της, η Π.Σ. Δέλτα προσφέρεται να αναλάβει η ίδια τις δαπάνες για την κατασκευή ενδιαιτήσεων και πραγματοποίηση σε σταθερή βάση συσσιτίων για τους πρόσφυγες σε Αθήνα και Πειραιά όταν αυτοί έφτασαν στον Πειραιά ανέστιοι και πένητες τον Σεπτέμβριο του 1922. Οι φιλοβασιλικές αρχές και κυρίες αρνούνται την προσφορά της για λόγους πολιτικούς, προκειμένου να μη συνδεθεί η φροντίδα των προσφύγων με τους φιλοβενιζελικούς Μπενάκηδες.
Μεγάλο αριθμό έργων της, με απήχηση έως και σήμερα, έγραψε στη δεκαετία του 1930, τελευταία δεκαετία της ζωής της. Σε δύσκολη κατάσταση η υγεία της, ασθενής από σκλήρυνση κατά πλάκας, αδύναμη να κινηθεί, δέχεται τη φροντίδα του συζύγου της Στεφάνου Δέλτα και των θυγατέρων τους.
Σε αυτή τη χρονική στιγμή τη βρίσκει η είσοδος των Γερμανών κατακτητών στην Αθήνα. Η απώλεια της ελευθερίας της χώρας, όπως και η απώλεια της δημόσιας ζωής, την οδηγεί στην απόφαση να θέσει τέλος στη ζωή της.
Ζήτησε να ταφεί στον κήπο του σπιτιού της. Ζήτησε επίσης το μνήμα της να αποτελείται από μια απλή λευκή πλάκα όπου επάνω να αναγράφεται μόνον η λέξη «Σιωπή».
Τα βιβλία της έκτοτε συντροφεύουν γενιές Ελλήνων και Ελληνίδων. Παράλληλα όμως διατηρείται και το σπίτι της ως «Οικία Δέλτα», όπου στεγάζονται τα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, μετά από δωρεά των απογόνων της Αλεξάνδρας Παπαδόπουλου, κόρης της Δέλτα.